Στο εισαγωγικό σημείωμα της έκδοσης, η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου που υπογράφει τη θαυμάσια νέα μετάφραση του βιβλίου, ορθά υπογραμμίζει ότι Η καρδιά του σκότους, όπως όλα τα μεγάλα αριστουργήματα, έχει υποστεί αναρίθμητες ερμηνείες∙ πως κάθε κριτικός προκρίνει ό,τι τον απασχολεί περισσότερο. Στη δική μας περίπτωση, είναι η περίοδος της αποικιοκρατίας.
Το 1884 πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο του Βερολίνου, με το οποίο πρακτικά οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις της εποχής μοίρασαν την Αφρική μεταξύ τους και προετοίμασαν την κυριαρχία τους στο εσωτερικό της ηπείρου. Είναι η επίσημη έναρξη της αποικιοκρατίας στην Αφρική. Μέχρι τότε οι μεγάλες δυνάμεις δεν είχαν εισχωρήσει βαθιά στο εσωτερικό. Εκμεταλλεύονταν οικονομικά κυρίως τα παράλια στην περίμετρο, απ’ όπου και διεξήγαγαν το δουλεμπόριο – με επίκεντρο την πρώην Χρυσή Ακτή, δηλαδή τα παράλια της σημερινής Γκάνας. Με τις αποφάσεις του Συνεδρίου, η Αγγλία κατοχύρωνε την κυριαρχία της στην Αίγυπτο και στο Σουδάν, ενώ έλαβε την εντολή για να διεκδικήσει την Ουγκάντα, τη Νιγηρία, τη Νότια Αφρική κ.ά. Η Γαλλία αντίστοιχα κατοχύρωσε την κυριαρχία της στην Αλγερία και γενικά στο Μάγρεμπ, ενώ έλαβε την εντολή για να διεκδικήσει τη Δυτική Αφρική (Μάλι, Σενεγάλη, Καμερούν, Ακτή Ελεφαντοστού κλπ.). Η Γερμανία βολεύτηκε με κτήσεις χωρίς ιδιαίτερη σημασία στην Ανατολική Αφρική (Ρουάντα) και στο νότιο τμήμα της ηπείρου, στη Ναμίμπια (όπου στις αρχές του 20ού αιώνα έλαβε χώρα η γενοκτονία των αυτοχθόνων Χερέρο). Η πρώην θαλασσοκράτειρα Πορτογαλία διατήρησε απλώς τα προνόμιά της στην Ανγκόλα και στη Μοζαμβίκη, όπου θα ξεσπούσαν αντιαποικιακές επαναστάσεις στις δεκαετίες του 1960 και 1970. Η Ιταλία κατέλαβε τη Λιβύη, όμως απέτυχε στην πολεμική προσπάθειά της να κατακτήσει την Αιθοπία (που ήταν τότε η μοναδική πραγματικά ισχυρή κρατική οντότητα της υποσαχάριας Αφρικής).
‘Επρεπε όμως να αποζημειωθεί από τις μεγάλες δυνάμεις και η βελγική μοναρχία. Έλαβε λοιπόν την εντολή για το Κονγκό. Με μια ουσιαστική διαφορά: το Κονγκό δεν παραχωρήθηκε στο κράτος του Βελγίου, αλλά δόθηκε ως προσωπικό φέουδο στον βασιλιά Λεοπόλδο Β’. Η διαφορά αυτή είναι ουσιαστική επειδή, υποτίθεται, ότι στην αποικία ίσχυαν οι νόμοι της Μητρόπολης, ώστε να προστατεύονται (στα χαρτιά έστω) οι ντόπιοι από τη ασυδοσία της εξουσίας. Το Κονγκό, αντίθετα, δόθηκε στον Λεοπόλδο ως προσωπικό τσιφλίκι, όπου δεν ίσχυε κανένας νόμος. Ο τελευταίος ίδρυσε την Société anonyme belge pour le commerce du Haut-Congo (Βελγική Ανώυμη Εταιρεία Εμπορίου του Άνω-Κονγκό) και προσέλαβε στρατό μισθοφόρων, προκειμένου να επιβάλλει την κυριαρχία του και να εκμεταλευθεί οικονομικά τη χώρα. Φανταστείτε τι θα συνέβαινε σήμερα αν μια μεγάλη πολυεθνική εταιρεία έλεγχε απόλυτα μια τεράστια σε έκταση περιοχή∙ δεν μιλάμε για απλή οικονομική εκμετάλευση, αυτό συμβαίνει και σήμερα, αλλά για την επιβολή στρατιωτικού νόμου σε μια έκταση περίπου 2.000.000 τετραγωνικών χλμ., δηλαδή τέσσερις φορές όσο η συνολική έκταση της Γαλλίας. Στο Κονγκό οι μισθοφόροι του Λεοπόλδου είχαν δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους ντόπιους. Εκατομμύρια Κονγκολέζοι εξαναγκάστηκαν να γίνουν σκλάβοι στα ορυχεία ή ασχολούνταν με την συγκομιδή καουτσούκ, δουλεύοντας επί 16 ώρες την ημέρα, νηστικοί, υπό απάνθρωπες συνθήκες. Τα αφεντικά τους, σαν καλοί CEO, τους έβαζαν στόχους στη συγκομιδή καουτσούκ. Αν δεν τους πετύχαιναν, τους έκοβαν το ένα χέρι. Αν το επαναλάμβαν και το δεύτερο, και πάει λέγοντας. Συγκέντρωναν τα κομμένα χέρια σε κοφίνια και εξέθεταν σε κοινή θέα για παραδειγματισμό. Στα 23 χρόνια που διήρκησε η κυριαρχία του Λεοπόλδου στο Κονγκό, υπολογίζεται ότι τα θύματα ανήλθαν σε περίπου 10 εκατομμύρια ανθρώπους. Κανονική γενοκτονία. «Η Φρίκη! Η Φρίκη!», όπως αναφέρεται στην κορύφωση της νουβέλας του Κόνραντ.
Ο ίδιος ο Τζόζεφ Κόνραντ (Joseph Konrad, 1857 – 1924), πολωνικής καταγωγής Άγγλος υπήκοος, βίωσε ιδίοις όμμασι αυτή τη φρίκη, όταν ταξίδεψε ως ναυτικός στο Κονγκό γύρω στο 1890. Προτύτερα είχε ταξιδέψει στην Άπω Ανατολή, μια εμπειρία που του ενέπνευσε το άλλο μεγάλο αριστούργημά του, το μυθιστόρημα Λόρδος Τζιμ (1900). Γράφει στην Καρδιά του σκότους:
«Μαύρες μορφές περιφέρονταν νωθρά, ρίχνοντας νερό στα κάρβουνα που έλαμπαν κι έβγαζαν έναν σφυριχτό ήχο∙ ατμός ανέθρωσκε μέσα στο φεγγαρόφωτο∙ ο δαρμένος νέγρος κάπου βογκούσε. “΄Άκου σαματά που κάνει το ζώον!” είπε ο ακάματος άντρας με τα μουστάκια (ο δεσμοφύλακας), που εμφανίστηκε ξαφνικά δίπλα μας. “Του χρειαζόταν. Παράπτωμα. Τιμωρία. Μπαμ και κάτω! Χωρίς έλεος, χωρίς έλεος. Δεν γίνεται αλλιώς. Είναι ο μόνος τρόπος να προληφθούν μελλοντικές πυρκαγιές».
Και λίγο πιο κάτω:
«Δεν ήταν αποικιστές∙ η διοίκησή τους ήταν σκέτη απομύζηση, υποψιάζομαι, και τίποτα παραπάνω. Ήταν κατακτητές, και γι’ αυτή τη δουλειά το μόνο που χρειάζεσαι είναι ωμή ισχύ – κάτι δηλαδή που σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί λόγο υπερηφάνειας όταν το έχεις, μιας κι η δική σου δύναμη είναι κάτι τυχαίο, που προκύπτει απ’ την αδυναμία των άλλων. Αυτοί, άμα μπορούσαν κάτι να αρπάξουν, το άρπαζαν. Βία και ληστεία μετά διακεκριμένου φόνου σε μεγάλη κλίμακα. Βαρούσαν στα τυφλά – έτσι κάνεις όταν πολεμάς στο σκοτάδι. Η κατάκτηση της γης, που βασικά σημαίνει να την κλέβεις απ’ όσους έχουν άλλο χρώμα δέρματος ή λίγο πιο πλακουτσωτή μύτη από σένα, δεν είναι και πολύ όμορφο θέαμα αν το καλοκοιτάξεις».
Κεντρικός αφηγητής στη νουβέλα του Κόνραντ είναι ο Μάρλοου∙ το όνομα ενδεχομένως προέρχεται από τον ελισαβετιανό θεατρικό συγγραφέα Κρίστοφερ Μάρλοου, σύγχρονο του Σαίξπηρ, ο οποίος έγραφε συνήθως βίαια και αιματηρά δράματα εκδίκησης. Ο Μάρλοου προσλαμβάνεται από μια βελγική εταιρεία (που δεν κατονομάζεται) για να ταξιδέψει με ατμόπλοιο στο εσωτερικό της Δυτικής Αφρικής (στο Κονγκο, που όμως και αυτό δεν κατονομάζεται, ούτε ο ομώνυμος ποταμός)∙ αποστολή του είναι να αναζητήσει τα ίχνη του πράκτορα Κουρτς. Ο τελευταίος περιγράφεται ως ικανότατος πράκτορας της εταιρείας, ο οποίος ελέγχει μια μεγάλη περιοχή. Όμως, τον τελευταίο καιρό έχει διακόψει την επικοινωνία με την κεντρική διοίκηση και δεν στέλνει την προβλεπόμενη ποσότητα καουτσούκ. Υποψιάζονται ότι κάτι έχει συμβεί ή ότι ο Κουρτς ενδεχομένως έχει αυτονομηθεί.
Μετά από ένα μακρύ και επικίνδυνο ταξίδι σε βάλτους και ποταμόκολπους με βλάστηση ζούγκλας, ο Μάρλοου φτάνει στον προορισμό του και γνωρίζεται με τον Κουρτς. Αντιλαμβάνεται ότι ο τελευταίος έχει παραφρονήσει και συμπεριφέρεται ως θεός-μονάρχης στους υπηκόους του. Οι θηριωδίες που αντικρίζει ο Μάρλοου στην Αυλή του Κουρτς, περιφρονούν και προσβάλλουν την οποιαδήποτε έννοια της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η καρδιά του σκότους δημοσιεύθηκε αρχικά στο λογοτεχνικό περιοδικό Blackwood’s, το 1899. Τρία χρόνια αργότερα εκδόθηκε σε βιβλίο. Στην εποχή της, η νουβέλα του Κόνραντ προκάλεσε αμηχανία. Ήταν ακόμα η εποχή του ρεαλισμού και των λεπτομερειακών εξωτερικών περιγραφών. Αν και γλωσσικά οι εξωτερικές περιγραφές του Κόνραντ είναι εξαιρετικά λεπτοδουλεμένες, ο συγγραφέας εμβαθύνει περισσότερο στον ψυχολογικό κόσμο των ηρώων του, επιχειρώντας μια εσωτερική ανατομία των χαρακτήρων. Επιπλέον, η τεχνική του να αφηγείσαι μια ιστορία μέσα από μια άλλη ιστορία, ήταν σχετικά πρωτόγνωρη για την εποχή εκείνη. Έπρεπε να επέλθει η περίοδος του μοντερνισμού και να φτάσουμε ως τις δεκαετίες του 1950 και 1960 για να αναγνωριστεί η πρωτοποριακή δυναμική της νουβέλας του Κόνραντ∙ για να αναγνωριστεί καθολικά ως ένα από τα μεγάλα λογοτεχνικά αριστουργήματα του 20ού αιώνα.
Το οποίο παραμένει ασύγκριτα επίκαιρο: μπορεί αυτή καθαυτή η εποχή της αποικιοκρατίας να έχει παρέλθει, όμως η μεταποικιακή συνθήκη και ο οικονομικός ιμπεριαλισμός στις χώρες της Αφρικής, συνεχίζεται. Δυστυχώς στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού γίνεται ολοένα και πιο βαναυσος, με την ασύδοτη εκμετάλευση των εδαφών της ηπείρου από πολυπρόσωπες εταιρείες-κολοσσούς, αμερικανικών, ρωσικών, κινεζικών, γαλλικών, γερμανικών, ή ό,τι άλλο, συμφερόντων.
Έχοντας συνειδητοποιήσει την αέναα επίκαιρη διάσταση του έργου, ο Φράνσις Φόρντ Κόπολα, το 1979, βάσισε στο κείμενο της Καρδιάς του σκότους το σενάριο της ταινίας Αποκάλυψη, Τώρα!∙ μετέφερε την πλοκή από το Κονγκό στον ιμπεριαλιστικό Πόλεμο του Βιετνάμ, με έναν αλησμόνητο Μάρλον Μπράντο στον ρόλο του παρανοϊκού από την υπερβολική εξουσία, συνταγματάρχη Κουρτς.
Τζόζεφ Κόνραντ, Η καρδιά του σκότους
Εκδόσεις Δώμα, 2023
Σελ. 145, μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου