Στα κοινωνικά νουάρ μυθιστορήματα του Κουβανού Λεονάρδο Παδούρα, με ήρωα τον πρώην αστυνομικό και νυν έμπορο παλαιών βιβλίων Μάριο Κόντε, συνήθως απαντά το εξής μοτίβο: παρακολουθούμε δύο υποθέσεις, δύο ξεχωριστές αφηγήσεις που η μια εκτυλίσσεται στο παρελθόν και η άλλη στο παρόν, οι οποίες με κάποιο αφηγηματικό τέχνασμα διασταυρώνονται. Το μοτίβο αυτό συναντάμε σε μυθιστορήματά του όπως τα Αντιός, Χέμινγουεϊ (2007), Παρελθόν χαμένο στην ομίχλη (2009), Αιρετικοί (2015), και η Η διαφάνεια του χρόνου (2021) – όλα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε πολύ προσεγμένες μεταφράσεις του Κώστα Αθανασίου. Εξαιρείται ίσως το μυθιστόρημα Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά (2011), με θέμα τη δολοφονία του Τρότσκι, που είναι και το κατεξοχήν ιστορικό του.
Η παραπάνω τεχνική προσφέρει στον συγγραφέα τη δυνατότητα να εξερευνήσει την ιστορία της πατρίδας του και να επικεντρώσει σε πλευρές της λίγο πολύ άγνωστες ή επισκιασμένες, καθώς και ταυτόχρονα να μιλήσει για την κοινωνική κατάσταση που επικρατεί στη σύγχρονη Κούβα. Εξάλλου, πολλοί θεωρητικοί, κυρίως της μαρξιστικής επιστημονικής μεθόδου, ορίζουν την ίδια την Ιστορία ως την «επιστρωμάτωση του παρελθόντος στο παρόν».
Ο Λεονάρδο Παδούρα γεννήθηκε το 1955 στην Αβάνα, όπου εξακολουθεί να ζει μόνιμα. Σπούδασε ισπανική φιλολογία και λογοτεχνία. Στη συνέχεια εργάστηκε ως σεναριογράφος, δημοσιογράφος και κριτικός. Έγινε ευρύτερα γνωστός με την αστυνομική τετραλογία του Οι τέσσερις εποχές (Τέλειο παρελθόν, Άνεμοι της Σαρακοστής, Μάσκες, Φθινοπωρινό τοπίο) όπου εισήγαγε ως κεντρικό ήρωα τον Μάριο Κόντε. Η σειρά βιβλίων του με πρωταγωνιστή τον Κόντε αριθμεί μέχρι σήμερα εννέα τίτλους. Έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από είκοσι γλώσσες. Μεταξύ άλλων, το 2012 τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Κούβας ενώ το 2015 του απονεμήθηκε το λογοτεχνικό βραβείο «Πριγκίπισσα των Αστουριών», μια εξαιρετική διάκριση η οποία ξεπερνά τα όρια του ισπανόφωνου κόσμου.
Στο τελευταίο μυθιστόρημα του Παδούρα η πλοκή εκτυλίσσεται ξανά σε δύο χρόνους:
Αβάνα, 2016. Ιστορικά γεγονότα αναστατώνουν τη ζωή στην Κούβα: η αναμενόμενη επίσκεψη του Ομπάμα και η εξομάλυνση των σχέσεων με τις ΗΠΑ, μια συναυλία των Rolling Stones, μια επίδειξη μόδας του οίκου Chanel,. Έτσι, όταν ανακαλύπτεται ακρωτηριασμένο το πτώμα ενός πρώην κυβερνητικού στελέχους, η αστυνομία δεν έχει επαρκείς δυνάμεις να ασχοληθεί με την υπόθεση και αναγκάζεται να απευθυνθεί για μια μικρή βοήθεια στον Μάριο Κόντε. Αυτός θυμάται ότι ο νεκρός, ένας άνθρωπος δεσποτικός, βάναυσος και σκοτεινός, είχε υπάρξει επί σειρά ετών λογοκριτής και εκβιαστής πολλών καλλιτεχνών. Μετά από λίγες μέρες, αφού εντοπιστεί ακόμα ένα πτώμα δολοφονημένο υπό παρόμοιες συνθήκες, αρχίζουν να χτυπούν όλοι οι συναγερμοί.
Αβάνα, 1910. Η απειλή του κομήτη Χάλεϊ σκιάζει την πρωτεύσα της Κούβας. Την εποχή εκείνη η Αβάνα, λόγω της φυσικής ομορφιάς της, της αρχιτεκτονικής της και της έντονης, πάντα γεμάτης μουσικής, νυχτερινής ζωής της, θεωρείτο η «Νίκαια της Καραϊβικής». Από εκείνα τα ταραγμένα και μεταβατικά χρόνια, τα πρώτα μετά την ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας της Κούβας (1898), αναδύεται η μορφή του Αλμπέρτο Γιαρίνι, που έγινε γνωστός ως ο μεγαλύτερος μαστροπός της εποχής του. Το παρελθόν και παρόν τελικά τέμνονται.
Ο Λεονάρδο Παδούρα ασκεί κριτική στο καθεστώς που επικράτησε στην Κούβα, ωστόσο δεν είναι αντι-καστρικός και η κριτική του δεν εκπροσωπεί με κανέναν τρόπο την αυτοαποκαλούμενη «εξόριστη αντιπολίτευση», δηλαδή τους απογόνους των ακροδεξιών του Μαϊάμι, των οποίων οι αμύθητες περιουσίες δημεύτηκαν μετά τη νίκη της Επανάστασης, την Πρωτοχρονιά του 1959. Ο Παδούρα υποστηρίζει τη δικαιωμένη επανάστση του Φιδέλ, του Τσε και του Σιενφουέγος, όμως ασκεί κριτική στα κακώς κείμενά της: είτε πρόκειται, στο οικονομικό πεδίο, για τα σοβιετικής έμπνευσης πενταετή προγράμματα αγροτικής ανάπτυξης, είτε, για να περάσουμε στο κοινωνικό πεδίο, στη σταλινικού τύπου λογοκρισία που επιβλήθηκε και στις διώξεις που υπέστησαν διάφορες κοινωνικές ομάδες.
Το ένα από τα θύματα του βιβλίου, ο διαβόητος Κεβέδο, ο οποίος δολοφονείται πολύ άγρια, πιθανότατα για εκδίκηση, είχε διατελέσει αρχιλογοκριτής στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Γράφει ο Παδούρα:
«Ο Κεβέδο μου είπε ότι η συμεριφορά μου δεν είναι η καλύτερη [...] Για να καθαρίσουν τον πνευματικό κόσμο της Κούβας από τις κακές επιρροές, έπρεπε να εξαλείψουν τα μιάσματα. Τις αδερφές, τις λεσβίες, τους θρήσκους, τους διστακτικούς, και τους απείθαρχους, τους υπαρξιστές των τροπικών, τους κρυπτοτρτσκιστές, αυτούς που δεν κατανοούσαν τις διαστάσεις του ιστορικού προτσές, της σκληρότητας της ταξικής πάλης, μου είπε. Δεν εξεπλάγην ποτέ από αυτές τις πληροφορίες, αφού όλη αυτή σαβούρα, βέβαια, ήταν γραμμένη στα εγχειρίδια της πολιτιστικής πολιτικής του σταλινισμού και της προλεταριακής τέχνης. Καθαρός Ζντάνοφ, καθαρή Αγκιτπρόπ. Εδώ δεν επινόησαν τίποτα, το ξέρεις, έτσι; Κι ενώ είναι αλήθεια ότι δεν μας έστειλαν να παγώσουμε σε κάποιο γκούλαγκ της Σιβηρίας, μεταξύ άλλων επειδή εδώ δεν έχουμε Σιβηρίες, από πολλούς από εμάς πήραν την αξιοπρέπεια, μας έκαναν να νιώθουμε ένοχοι, χωρίς να ξέρουμε πολύ καλά για ποιο πράγμα, αλλά πολύ ένοχοι, μέχρι που μας εξανάγκασαν, αν θέλαμε να αποκαθαρθούμε από τις ενοχές, να απαρνηθούμε τον ίδιο μας τον εαυτό».
Λίγο πιο κάτω, ο Παδούρα περιγράφει ως εξής την φθαρμένη από τον χρόνο και τις ελλείψεις σημερινή όψη της Αβάνας:
«Ακριβώς σε εκείνο το σημείο βρισκόταν το καφενείο Ελ Κοσμοπολίτα, το πιο διάσημο και διακεκριμένο της κομψής πόλης της μπελ επόκ, το μέρος όπου είχαν πραγματοποιηθεί τόσες αξιομνημόνευτες συναντήσεις, όπου τόσες ζωές είχαν καθορίσει ή αλλάξει την πορεία τους. Πολύ λίγους πρέπει να τους ενδιάφερε ένα γεγονός που δεν επηρέαζε την ύπαρξή τους, και, κυρίως, δεν τους τη βελτίωνε σε μια φθοροποιό εποχή στην οποία ο κόσμος χρειαζόταν μάλλον ανακούφιση στο παρόν παρά αναμνήσεις περασμένες, εξαφανισμένες, από μια πόλη που ονειρεύτηκε να γίνει η Νίκαια της Αμερικής και άρχισε να μοιάζει με τη βομβαρδισμένη Βηρυτό».
Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ιστορικό και πολιτισμικό, παρουσιάζουν τα κομμάτια του βιβλίου που αναφέρονται στην Αβάνα της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα. Εδώ η αφήγηση περιστρέφεται γύρω από την προσωπικότητα του Αλμπέρτο Γιαρίνι (1882 - 1910), μιας ημιμυθικής περσόνας του οργανωμένου εγκλήματος. Αριστοκρατικής καταγωγής και εθνικιστής στην ιδεολογία, ο Γιαρίνι υποστήριζε ότι η Κούβα πρέπει να ανακτήσει την πολιτική και οικονομική ανεξαρτησία από τις ΗΠΑ και συγχρόνως να αφαιρέσει από τους Ισπανούς τα προνόμια που εξακολουθούσαν να κατέχουν. Για τον σκοπό αυτό συνεργάστηκε μάλιστα με στρατιωτικούς πατριώτες, πρώην ηγέτες της Επανάστασης του 1895. Ωστόσο, προνομιακά, ο Γιαρίνι επιδίωξε να εφαρμόσει τις ιδέες του στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος. Ήρθε σε σύγκρουση με τους Γάλλους απάχηδες που ήλεγχαν έως τότε την πορνεία και με τους Ισπανούς, Αμερικανούς και Κινέζους που αντίστοιχα εκμεταλλεύονταν τον τζόγο. Ήταν πεπεισμένος ότι επιτελούσε πατριωτικό έργο∙ το οργανωμένο έγκλημα έπρεπε να ανήκει στους Κουβανούς και αυτοί θα έπρεπε να εποφελούνται. Με οδηγό αυτή τη συλλογιστική και ύστερα από αιματηρές συγκρούσεις, κυρίως με τους Γάλλους, ο Γιαρίνι δημιούργησε μια μικρή αυτοκρατορία πολυτελών πορνείων και καζίνων στην Αβάνα, αν και ο ίδιος δεν έζησε αρκετά ώστε να την χαρεί. Ούτε όμως και οι Γάλλοι ανταγνωνιστές του∙ από τη δεκατία του ’30 και μετά, τα πορνεία και τα καζίνο θα περνούσαν στον έλεγχο της αμερικανικής Μαφίας, μέχρι την επικράτηση της Επανάστασης το 1959. Από εκεί και πέρα, ο Φιδέλ θα έκοβε μαχαίρι αυτές τις δραστηριότητες.
Ένα άλλο θέμα που διερευνά, παράλληλα, ο Παδούρα είναι ο ρατσισμός κατά των μαύρων, τουλάχιστον ως την επικράτηση της Επανάστασης. Οι λευκοί και μεστίσος (απόγονοι Ισπανών) συμπεριφέρονταν με υπεροψία και περιφρόνηση στους μαύρους αφρικανικής καταγωγής και στους μουλάτους (μελαμψοί μιγάδες), που συγκροτούσαν παραδοσιακά τα πιο φτωχά και κοινωνικά αποκλεισμένα στρώματα του πληθυσμού της χώρας. Το φυλετικό και το ταξικό ζήτημα είναι εξάλλου αλληλένδετα.
Άλλο ένα θαυμάσιο μυθιστόρημα από τον Κουβανό συγγραφέα∙ φωτίζει την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν μιας πόλης που, αν κάποτε φιλοδοξούσε να εξελλιχθεί σε «Νίκαια της Καραϊβικής», τελικά έγινε, με όλα τα αδιαμφισβήτητα στραβά της, η συμβολική πρωτεύουσα της κόκκινης καρδιάς μας.
Λεονάρδο Παδούρα, Έντιμοι άνθρωποι
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2023
Σελ. 544, μετάφραση: Κώστας Αθανασίου