Ο τίτλος του κειμένου αποτελεί παράφραση του τίτλου του μυθιστορήματος του Graham Greene Ο ήσυχος Αμερικάνος (1955). Τα δύο βιβλία, αυτό του Greene και αυτό του David Diop, δεν παρουσιάζουν ομοιότητες ως προς την πλοκή, εξάλλου το μυθιστόρημα του Βρετανού συγγραφέα ανήκει στην κατηγορία του κατασκοπικού∙ όμως οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες, δηλαδή o Βρετανός δημοσιογράφος Τόμας Φάουλερ στο μυθιστόρημα του Greene και ο Γάλλος φυσιοδίφης Μισέλ Αντανσόν σ’ αυτό του Diop, ομοιάζουν στο εξής: στις εξωτικές περιοχές όπου καλούνται να εργαστούν, ο ένας στην Ινδοκίνα και ο άλλος στη Δυτική Αφρική, δεν συμπεριφέρονται με σνομπισμό και με τον αυταρχισμό της δυτικής υπεροχής, αλλά αντιμετωπίζουν με σεβασμό τους τοπικούς πολιτισμούς και με ουμανιστική διάθεση τους ντόπιους κατοίκους. Είναι δύο ήσυχοι αποικιοκράτες με ευαισθησίες.
Σε κάποιο σημείο, στο μυθιστόρημα του Diop, ο Μισέλ Αντανσόν στοχάζεται πάνω στο θέμα της ηθικής νομιμοποίησης της αποικιοκρατίας. Λέει:
«Η καθολική θρησκεία, που παραλίγο να γινόμουν υπηρέτης της, διδάσκει ότι οι νέγροι είναι από τη φύση τους σκλάβοι. Ωστόσο, αν οι νέγροι είναι σκλάβοι, γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι δεν έγιναν λόγω θεϊκής επιταγής, αλλά μόνο επειδή αυτό μας βολεύει να σκεφτόμαστε για να συνεχίσουμε να τους εμπορευόμαστε χωρίς τύψεις».
Λίγο πιο κάτω καταρρίπτει τον κοινωνικό δαρβινισμό:
«Το γεγονός ότι οι νέγροι δεν κατασκεύασαν πλοία για να έρθουν να μας κάνουν σκλάβους και να οικειοποιηθούν τα ευρωπαϊκά εδάφη μας, δεν το θεωρώ ούτε αυτό απόδειξη κατωτερότητας, αλλά σοφίας. Πώς είναι δυνατόν να καυχηθούμε επειδή σχεδιάσαμε εκείνα τα καράβια που τους μεταφέρουν κατά χιλιάδες στην Αμερική εν ονόματι της ακόρεστης επιθυμίας μας για ζάχαρη; Οι νέγροι δεν θεωρούν την απληστία αρετή, όπως κάνουμε απερίσκεπτα εμείς, βρίσκοντας τις μηχανογραφίες μας τόσο φυσικές».
Οι προβληματισμοί του Μισέλ Αντανσόν είναι πολύ τολμηροί και μαρτυρούν ένα προοδευτικό πνεύμα, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι διατυπώνονται το 1750∙ βρισκόμαστε ακόμα στην ακμή του δουλεμπορίου, δεν έχει καν ξεσπάσει η πρώτη αντιαποικιακή εξέγερση (αυτή της Αϊτής το 1804).
Η ιστορία που αφηγείται ο Diop περιστρέφεται γύρω από τη ζωή και το έργο του φυσιοδίφη Μισέλ Αντανσόν. Ως αναγνώστες, διαβάζουμε και εμείς μαζί με την κόρη του, την Ανγκλαέ, τις επιστολές που τις άφησε ως πνευματική κληρονομιά μετά τον θάνατό του. Το 1750, σε ηλικία 23 ετών, ο Αντανσόν ταξίδεψε στη Σενεγάλη για να μελετήσει την πλούσια χλωρίδα της χώρας. Σαν άλλος Ντενί Ντιντερό, στόχος του ήταν να συγγράψει ένα μεγάλο επιστημονικό έργο, μια Εγκυκλοπαίδεια του φυσικού κόσμου. Ο Αντανσόν όμως γοητεύτηκε βαθιά από το φυσικό τοπίο της Σενεγάλης και, ακόμα περισσότερο, αγάπησε τους κατοίκους της για αυτό που είναι. Παράλληλα, καθώς η Σενεγάλη ήταν γαλλική κτήση, ο Αντανσόν διαπίστωσε «με τα ίδια του τα μάτια τι σημαίνει αποικιοκρατία, εκμετάλλευση και δουλεμπόριο». Μοιραία, ήρθε σε αντιπαράθεση με τον κυνισμό, την υπεροψία και τις απάνθρωπες πρακτικές των αξιωματούχων της γαλλικής διοίκησης.
Ο Αντανσόν γνωρίζει και ερωτεύεται τη μυστηριώδη γυναίκα Μαριάμ, την οποία προστατεύει συμβολικά –και όχι μόνο- ένας γιγαντιαίος βόας. Η Μαριάμ παρουσιάζεται εξάλλου σαν ένας τύπος ιέρειας των τοπικών παραδόσεων. Ο έρωτας του Αντανσόν και της Μαράμ θα έχει τραγική κατάληξη, παρόμοια με τον μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, που μνημονεύεται στο μυθιστόρημα. Ο μύθος και η ιστορία αλληλοτρέφονται, όμως δεν γίνεται να συναντηθούν, τουλάχιστον όχι ολότελα.
Η Μαριάμ είναι επίσης δύο φορές φυγάδα: σε πρώτη φάση, από τους λευκούς δουλέμπορους που την αιχμαλώτισαν και ήθελαν να την πουλήσουν σκλάβα∙ σε δεύτερη, από τον θείο της, έναν τοπικό φύλαρχο, ο οποίος επιχείρησε να τη βιάσει.
Το τελευταίο αυτό περιστατικό προσφέρει και στον ίδιο τον David Diop την ευκαιρία να αναστοχαστεί πάνω στα έθιμα και τις παραδόσεις της χώρας καταγωγής του. Ο Diop δεν είναι σε καμία περίπτωση νοσταλγός, δεν έχει καμία πρόθεση να εξιδανικεύσει τον υποτιθέμενο παλαιό, καλό, φυσικό τρόπο ζωής στη Δυτική Αφρική. Σέβεται τα έθιμα και τις παραδόσεις της, όμως συγχρόνως αντιλαμβάνεται ότι χρειάζεται να εκσυγχρονιστούν, όπως και πολλοί τομείς της καθημερινής ζωής των Αφρικανών (συνθήκες υγιεινής, ιατρική περίθαλψη, υποδομές για πόσιμο νερό κλπ.).
Ο Μαρξ, με τη μελαγχολική αισιοδοξία που τον διέκρινε, γράφει ότι το πέρασμα από τις προκαπιταλιστικές στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής θα σηματοδοτήσει το πέρασμα των αποικιοκρατούμενων χωρών από την Προϊστορία στην Ιστορία. Σύμφωνα με το θεωρητικό σχήμα του Μαρξ, το οποίο επαληθεύτηκε σε ορισμένες περιπτώσεις, όχι όμως καθολικά, η αποικιοκρατία, προκειμένου να επιβάλει την εξουσία της, θα έπρεπε να αναδείξει μια ντόπια γραφειοκρατία για τη διοίκηση, η οποία τελικά θα εξεγειρόταν ενάντια στην ίδια την αποικιοκρατία. Τυπικό παράδειγμα η Ινδία.
Το σχήμα-πλαίσιο του Μαρξ αμφισβήτησαν νεότεροι στοχαστές της μετααποικιακής θεωρίας, όπως ο Franz Fanon ή ο Edward Said, οι οποίοι εστιάζουν περισσότερο στο τραύμα που άφησε η αποικιοκρατία παρά στον προωθητικό ρόλο της. Παρόμοια, ο David Diop επεξεργάζεται στα έργα του με ευαισθησία και οξυδέρκεια το τραύμα της γαλλικής αποικιοκρατίας στη Σενεγάλη.
Ο David Diop γεννήθηκε στο Παρίσι το 1966. Μεγάλωσε στη Σενεγάλη, όπου τελείωσε και το λύκειο. Σπούδασε γαλλική φιλολογία στα Πανεπιστήμια της Τουλούζης και της Σορβόννης (Paris IV), όπου και ανακηρύχθηκε διδάκτωρ. Agrege της φιλολογίας. Είναι αναπληρωτής καθηγητής της γαλλικής γραμματολογίας του 18ου αιώνα στο Πανεπιστήμιο του Πω, όπου διδάσκει παράλληλα γαλλόφωνη αφρικανική λογοτεχνία.
Στα ελληνικά έχει επίσης κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά του Τη νύχτα, όλα τα αίματα είναι μαύρα (Εκδόσεις Πόλις, 2019, μτφρ. Αλεξάνδρα Κωσταράκου).
Μυθιστόρημα σκληρό, όμως αντιστικτικά γραμμένο σε ποιητική γλώσσα, παρακολουθεί τις περιπέτειες του Σενεγαλέζου στρατιώτη Αλφά Ντιάγε κατά τον ‘Α Παγκόσμιο Πόλεμο. Μαζί με τον αδελφικό του φίλο Μαντέμπα Ντιοπ και άλλους πολυάριθμους ομοεθνείς τους από τη Σενεγάλη, πολεμούν υπό τη γαλλική σημαία. Όταν ο Μαντέμπα σκοτώνεται στην έξοδο από τα χαρακώματα, ο Αλφά βυθίζεται στην απελπισία, στην τρέλα, στις ενοχές και στις τύψεις. Από αυτά τα συναισθήματα τελικά αναδύεται στην επιφάνεια η πιο σκληρή πλευρά του εαυτού του: μετατρέπεται και ο ίδιος σε μηχανή θανάτου.
Δύο σπουδαία μυθιστορήματα από μια πολύ αξιόλογη φωνή της σύγχρονης, γαλλόφωνης αφρικανικής λογοτεχνίας.
David Diop, Η πύλη του ταξιδιού χωρίς επιστροφή
Εκδόσεις Πόλις, 2023
Σελ. 304, μετάφραση: Αλεξάνδρα Κωσταράκου