Δεν θυμάμαι στιγμή εντός ελληνικών συνόρων που κάθε αναφορά σε αυτό που ονομάζουμε διεθνή μουσική και κυρίως τα πιο εναλλακτικά παρακλάδια της ποπ κουλτούρας,  να μην συνοδευόταν με κατσουφιάσματα σε όποιον τολμήσει να επενδύσει σε αυτή. Όταν η μουσική άνοιξε τη βεντάλια της, απαλλάχθηκε από γεωγραφικούς περιορισμούς, έγινε στο σύνολό της κτήμα όλων σε μια εφαρμογή, αυτή η αντίδραση άρχισε να περνάει στον ειδικό ηλεκτρονικό ή έντυπο Τύπο, τη δισκογραφία, την έννοια της κατοχής ενός αντικειμένου που αφορά αυτήν, το ίδιο το φορμάτ του άλμπουμ. Μόνο οι συναυλίες και τα φεστιβάλ ξέφυγαν από αυτή την αμφισβήτηση, για το πόσο μέσα είναι στη ζωή μας, πόσο επίκαιρα για κάθε ηλικία, και πόσο ενδεικτικά είναι -στην πράξη- τα όσα στατιστικά μας παρέχουν δια γυμνού οφθαλμού για την αγάπη για το διαχρονικό.

Τι νόημα έχει να κυκλοφορεί κανείς ολόκληρα βιβλία αφιερωμένα σε κάτι για το οποίο μπορεί ο καθένας να έχει τη δική του άποψη;

Είμαι από αυτούς που ονειρεύτηκαν πάνω από 20 χρόνια πριν μια υπηρεσία με την οποία θα έχουμε όλοι πρόσβαση σε ένα μεγάλο μέρος του πλούτου της μουσικής με ένα μικρό μηνιαίο αντίτιμο. Όταν το 2000 κάναμε ως Avopolis μια από τις πρώτες διεθνείς έρευνες για μια τέτοια ιδέα-υπηρεσία, σε συνεργασία με το Manchester Metropolitan University, δεν υπήρχαν απλώς ενστάσεις, υπήρχε ένα κλίμα μιας δυνητικής πτώχευσης των δισκογραφικών εταιρειών από μια τέτοια ιδέα. Οι δισκογραφικές, εν τέλει, δεν πτώχευσαν, το ποτάμι δεν γύρισε πίσω και -όσο ρομαντικοί και να είμαστε κάποιοι βινυλιομανείς που ακριβοπληρώνουμε σε σημείο εξωφρενικό αυτή μας την αγάπη- η μουσική είναι διαθέσιμη σε όλους. Όταν, λοιπόν, κάθε κομμάτι, κάθε άλμπουμ είναι διαθέσιμο για άμεση ακρόαση, ποιο το νόημα της ύπαρξης όσων μιλούν γι' αυτά; 

Με αφορμή τη σειρά 33 1/3, που περιλαμβάνει βιβλία για τους πιο σημαντικούς δίσκους όλων των εποχών και των ειδών και έφτασε στην Ελλάδα,  αναρωτιέται κανείς: τι νόημα έχει να κυκλοφορεί κανείς ολόκληρα βιβλία αφιερωμένα σε κάτι για το οποίο μπορεί ο καθένας να έχει τη δική του άποψη;

3313

Θα μπορούσαμε να σταθούμε με ευκολία στο ίδιο το εκδοτικό φαινόμενο: η θρυλική σειρά επίτομων «βιογραφιών» δίσκων του εκδοτικού οίκου Bloomsbury, έχει κυκλοφορήσει περισσότερους από 150 τίτλους, με πωλήσεις σε όλο τον κόσμο. Σε ενημερωμένες (και όχι και τόσο) δισκοθήκες και βιβλιοθήκες, θα βρει κανείς βιβλία της - σε περίοπτη θέση. Αλλά μπορείς να βρεις γύρω σου και πολλούς ενθουσιώδεις fans της μουσικής να σου μιλάνε για το πόσο καλογραμμένα είναι όλα αυτά τα βιβλία. Γραμμένα από μουσικόφιλους προς μουσικόφιλους, πολλές φορές με τους ιδιαίτερους εσωτερικούς κώδικες και τις εμμονές τους, και αφιερωμένα σε σημαντικά, διαχρονικά άλμπουμ. Αυτή, όμως, θα ήταν μια λογική πιο κοντά στη λογιστική αντιμετώπιση του ό,τι περιβάλλει τη μουσική βιομηχανία - που πάντα ήταν safe, αλλά ποτέ δεν μας πήγε μπροστά. Ακόμα και την εποχή που εμφανίστηκαν για πρώτη φορά αυτά τα βιβλία (που δεν είναι και πολύ μακρινή), κάποιος οραματίστηκε να προσφέρει κείμενα που ξεφεύγουν από την άποψη, την οποία και διαθέτουμε λίγο-πολύ όλοι. Αυτό απαντά και στο γιατί τα έχουμε σήμερα ανάγκη, αλλά και στην έκταση που πρέπει να διαθέτει ένα κείμενο, πέρα από την οικονομία που επιβάλλει το μέσο. Σήμερα, που η οικονομία αυτή έχει παρεξηγηθεί στον ηλεκτρονικό Τύπο, τα βιβλία αυτά μας δίνουν την απάντηση: όταν έχεις πρωτογενή πληροφορία, δημοσιογραφικές αναφορές και κριτικές, μυθοπλασία, απομνημονεύματα και ανέκδοτες ιστορίες για τα συγκροτήματα, μουσικές μελέτες για τα τραγούδια του κάθε δίσκου και προσωπικές εμπειρίες, την οικονομία δεν στην επιβάλλει το ίδιο το μέσο. Την επιβάλλουν αυτά (ως όγκος και ως ουσία μαζί) που έχεις να πεις, αλλά και αυτά που έχει να (σου) δώσει και ο ίδιος ο δημιουργός.

Λογοτεχνικά κείμενα από ανθρώπους που πέρασαν μερόνυχτα με τους μουσικούς

Μολονότι είναι πολύ εύκολο να πέσει κανείς στην παγίδα του junk food σε πεινασμένους μουσικόφιλους που αγαπούν αυτά τα άλμπουμ, εδώ έχουμε να κάνουμε με το ακριβώς αντίθετο. Είναι όσο χορταστικά και περιεκτικά (για το μυαλό) χρειάζεται, πλήρη κατά το όραμα του δημιουργού τους, αλλά κυρίως είναι βιβλία που ξεκινούν από ενδελεχή έρευνα και δημιουργούν αφορμές για άλλες αναζητήσεις. Είναι πολλές φορές λογοτεχνικά κείμενα. Από ανθρώπους που πέρασαν (στο μέτρο του εφικτού) μερόνυχτα με τους μουσικούς και τους συντελεστές, έζησαν μαζί τους και εν τέλει καλύπτουν και την πιο βασική ανάγκη αυτών των κυκλοφοριών: τις ιστορίες, τον μύθο, την τοποθέτησή σου μέσα στη δημιουργία τους. Όλα αυτά που περιβάλλουν πολλές διαχρονικές μορφές και δίσκους και που -εν τέλει- κάνουν τη μουσική βίωμα, εμπειρία. Πέρασα ώρες τα βράδια χαμένος στις ιστορίες αυτές, πολλές φορές και με περιττές λεπτομέρειες, αλλά ένιωσα την ανάγκη να ακούσω ξανά και ολόκληρα τα άλμπουμ τα οποία πραγματεύονται. Σαν να είχα την ευκαιρία να μιλήσω και να τα ακούσω από τους ίδιους τους εμπνευστες. Είναι λίγο αυτό;

Το άλμπουμ έσπρωξε τη μουσική σε ένα άλλο επίπεδο, μιας μεγαλύτερης και πιο διαχρονικής σύνδεσης με ολοκληρωμένα έργα.

Αντίθετα, είναι εύκολο να είναι κανείς αφοριστικός και για τα υλικά/φυσικά αποκτήματα, και για το άλμπουμ, ως φορμάτ. Όπως σημείωσε και στη ζωντανή παρουσίαση της σειράς την Παρασκευή 10 Ιουνίου, στην Αγγλικανική Εκκλησία, ο Μάκης Μηλάτος (ο άνθρωπος που επιμελείται τη σειρά), από το τέλος της δεκαετίας του ’50, άρχισε να αλλάζει η ταχύτητα και από τις 45 στροφές που είχαν τα σινγκλάκια, περάσαμε στις 33 1/3 στροφές και στα άλμπουμ με 5-6 τραγούδια σε κάθε πλευρά. Αυτό δεν ήταν απλώς η αλλαγή ενός format αλλά η καθολική αναβάθμιση της μουσικής. Για πρώτη φορά οι δημιουργοί μπορούσαν να παρουσιάσουν μια πιο συνολική δουλειά, έναν κύκλο τραγουδιών ή ένα concept άλμπουμ που φανέρωνε πως και οι ίδιοι είναι πολλά περισσότερα από συνθέτες τρίλεπτων τραγουδιών για πιτσιρικάδες. Δεν είναι υπερβολή να μιλήσουμε για το πώς το άλμπουμ έσπρωξε τη μουσική σε ένα άλλο επίπεδο, μιας μεγαλύτερης και πιο διαχρονικής σύνδεσης με ολοκληρωμένα έργα.

33_1

«Tα άλμπουμ είναι η συγκολλητική ουσία που μας συνδέει εδώ και χρόνια. Το ερώτημα: "Άκουσες τίποτα καλό;" είναι το σύνθημα και η απάντηση με τον τίτλο ενός άλμπουμ είναι το παρασύνθημα. Έτσι αναγνωριζόμαστε, έτσι συνεννοούμαστε, έτσι συνυπάρχουμε. Τα αγαπημένα, τα σπουδαία άλμπουμ της ποπ κουλτούρας είναι η κοινή μας ζωή, ο τρόπος που βλέπουμε τα πράγματα και αντιλαμβανόμαστε τη μουσική. Τώρα αυτοί οι δίσκοι έχουν (κάτι σαν) βιογραφίες. Βιβλία που εξιστορούν την δημιουργική τους περιπέτεια, τον τρόπο που είδαν το φως της δημοσιότητας, την αξία του περιεχομένου τους», συμπλήρωσε στην παρουσίαση της σειράς ο Μάκης Μηλάτος.

Αρκεί όμως αυτό σήμερα; Στην εποχή του single, στην εποχή του Spotify, των λιστών, του skip βρισκόμαστε. Αυτό που βλέπω είναι ότι στα μεγάλα φεστιβάλ αυτοί που συγκεντρώνουν λαοθάλασσες, είναι όσοι έχουν επενδύσει τον δικό τους χρόνο και αγάπη στο να παραδώσουν κάτι ολοκληρωμένο, από κάθε άποψη.

Το άλμπουμ δεν είναι για όλους και από όλους

Κι αν το άλμπουμ δεν είναι πλέον υποχρέωση των μουσικών, αυτό ας μας ευχαριστεί. Βλέπω ότι μπορεί το ποτάμι να μη γυρίζει πίσω και η μουσική να ακούγεται ευκολότερα από streaming υπηρεσίες, αλλά το κάθε είδους merchandize και τα φυσικά αποκτήματα είναι αυτά που χρησιμοποιούνται από τον fan για να (συν)δεθεί με τα αγαπημένα του group, είτε αυτό λέγεται βιογραφία, είτε τετράδιο για τους BTS, αυτοκόλλητα, μπλουζάκια - και μιλάμε για πραγματικά παραδείγματα, εκδόσεων που έχουμε ήδη κάνει. Πολλά, λοιπόν, έχουν αλλάξει στη μουσική βιομηχανία, αλλά οφείλουμε να τα δούμε στη σημερινή τους διάσταση: διαφέρει, αλλά εν τέλει δείχνει βασικές και διαχρονικές ανθρώπινες ανάγκες έκφρασης και ταύτισης.

kykloforoun

Η σειρά αυτή, που κυκλοφορεί από το Avopolis.gr και τις εκδόσεις Οξύ, με την επιμέλεια του Μάκη Μηλάτου, ναι, παραμένει στοίχημα, όπως όλα τα εκδοτικά εγχειρήματα. Αλλά εμείς ήδη έχουμε ποντάρει. Όχι μόνο στην πρώτη φουρνιά των βιβλίων που κυκλοφόρησαν τις τελευταίες εβδομάδες (Pink Floyd – The Piper at the Gates of Dawn, Bob Dylan – Highway 61 Revisited, Beatles – Let It Be, Led Zeppelin – Led Zeppelin IV, Metallica – Metallica, The Beach Boys – Pet Sounds, Pixies – Dolittle, NIN – Pretty Hate Machine, Tom Waits – Swordfishtrombones, Joy Division – Unknown Pleasures, Maria Callas – Lyric and Coloratura Arias, Διονύσης Σαββόπουλος – Βρώμικο Ψωμί, Mάνος Χατζιδάκις – Ο Μεγάλος Ερωτικός), αλλά και σε πολλά που θα κυκλοφορήσουν προσεχώς. Για τον Lou Reed, τον Brian Eno, τους Black Sabbath, την Patti Smith, τους Rolling Stones, τους Ramones, τους Velvet Underground, τον Miles Davis, τον Elvis Presley, τους Pearl Jam, τους Smiths, τους Sonic Youth, την PJ Harvey, τον Nick Cave και πολλούς ακόμη. Αλλά και για ελληνικούς δίσκους, του Τσιτσάνη, του Σιδηρόπουλου, της Λένας Πλάτωνος. Είναι δίσκοι που σημάδεψαν τη γενιά που τους έζησε, αλλά μέχρι σήμερα βρίσκω εκεί έξω νέους που μένουν με ανοιχτό το στόμα στη δύναμη αυτών των άλμπουμ.

Αγοράστε εδώ βιβλία της σειράς 33 1/3 με έκπτωση και δείτε και όλες τις προσφορές.

Η βραδιά στον νεογοτθικό, αγγλικανικό ναό του Αγίου Παύλου

Είχαμε πει από την πρώτη ανακοίνωση, ότι η σειρά 33 1/3 δεν είναι απλώς μία «στατική» έκδοση κάποιων βιβλίων αλλά ένας διαρκής κύκλος με εκδόσεις, εκδηλώσεις, συναυλίες, dj set, ραδιοφωνικές εκπομπές, πάρτι και memorabilia που θα συνεχίσει να είναι εν δράσει για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.

Πρώτη γεύση πήραν όσοι μαζεύτηκαν στον νεογοτθικό, αγγλικανικό ναό του Αγίου Παύλου το απόγευμα της Παρασκευής 10 Ιουνίου. Και είχαν την ευκαιρία να ακούσουν προσωπικές εμπειρίες από κάποιους από τους μουσικάνθρωπους που προλόγισαν τις εκδόσεις, αλλά και να κάνουν μετά συζητήσεις μουσικές, από αυτές που μας είχαν τόσο λείψει. Πολλές φορές, ακόμα και αυτές οι ιστορίες, οι δευτερογενείς, από ανθρώπους που τριγυρνούσαν στη Νέα Σμύρνη και προσπαθούσαν να ρουφήξουν οτιδήποτε νέο μπορούσε να τους συνταράξει, είναι συναρπαστικές.

zeppelin-iv-cover_1_1Άκουγα τον Γιάννη Αλεξίου να αναφέρεται στο Led Zeppelin III Physical Graffiti, που προλόγησε, και η γλώσσα του σώματος όταν αναφερόταν σε αυτό το άλμπουμ και την εισαγωγή του ίδιου στον ροκ ήχο, τα έλεγε όλα. Ήταν "ροκ" και το έλεγε με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα το έζησε, με ανοιχτό το στόμα, δεκαετίες πριν. Έβλεπα τον Αλέξη Βάκη (συγγραφέα της έκδοσης για τον Μεγάλο Ερωτικό του Μάνου Χατζιδάκι) να δείχνει τον Στέλιο Γιαννακόπουλο στο κοινό, έναν άνθρωπο που γεννήθηκε το 1928, και ηχογράφησε το άλμπουμ, και αισθάνθηκα ότι έχουμε μαζί μας ένα συγγενή πρώτου βαθμού του έργου. Αλλά άκουσα και τη λογική του Χριστόφορου Κάσδαγλη, που επέλεξε την επί του προσωπικού αναμέτρηση με το έργο του Διονύση Σαββόπουλου, Βρώμικο Ψωμί , και μου άρεσε και αυτή η βιωματική εκδοχή.

nin-pretty-hate-macine-cover_1Άκουσα ανθρώπους όπως ο Σπήλιος Λαμπρόπουλος να περιγράφουν -με αφορμή το Pet Sounds των Beach Boys που προλόγισε- όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που μας συνδέουν ως μουσικόφιλους, που πολλές φορές μας κάνουν να γκρινιάζουμε, όπως ο Γιώργος Δημητρακόπουλος με την φοβερή ανάλυσή του για το εμβληματικό The Piper at the Gates of Dawn των Pink Floyd, ή όπως ο συνοδοιπόρος στη Brainfood Νίκος Χατζόπουλος, που περιέγραψε το δικό του σοκ (μαζί με τον Πάρι Κούτσικο) πριν 25-30 χρόνια με τους Nine Inch Nails - σοκ αυτής της προαναφερθείσας ταύτισης με τους παρατημένους έφηβους της βιομηχανικής Αμερικής. Όταν κάποιος σου μιλάει για "ηθικό πανικό" και μένεις αποσβολωμένος να ψάχνεσαι και να θέλεις να διαβάσεις ακόμα μια μουσική ιστορία, κάτι λέει αυτό για το πόσο το έχει βιώσει. 

33_main

Κι αν θέλουμε να βρούμε την ουσία, πέρα από τις αναλύσεις, την οπτική του καθένα μας σε γενικά ή ειδικότερα θέματα της μουσικής, αυτή είναι η ίδια η μουσική εμπειρία. Την άφησα τελευταία, γιατί είναι και η πιο ζωντανή ανάμνηση από εκείνη τη βραδιά, αυτή που συνέδεσα με την ατμοσφαιρική του χώρου κι αυτή που -ως συνήθως- μου έδωσε χώρο για ανάλυση και σκέψεις. Έχω γνωρίσει πολλούς μουσικούς, έχω ακούσει ακόμα περισσότερους ζωντανά. Και δεν είμαι από αυτούς που στέκονται στους τίτλους και τις σπουδές, όσο κι αν αυτές παίζουν τον ρόλο τους. Στη σκηνή, λοιπόν, εκείνη τη μέρα βρέθηκαν τρεις ξεχωριστοί καλλιτέχνες της jazz, world music και πειραματικής ηλεκτρονικής μουσικής: η βοκαλίστρια, καθηγήτρια φωνής και ερευνήτρια Αγγελική Τουμπανάκη (PhD), η avant-garde, jazz αρπίστα Maria-Christina Harper (που έκανε την άρπα να μοιάζει με πολλά διαφορετικά όργανα) και ο ντράμερ, mixed-media practitioner και συνθέτης Ηλίας Δουμάνης, αλλά αυτό που μου έμεινε είναι ένα σύνολο που μεταχειρίστηκε κομμάτια από τα άλμπουμ αυτά στα οποία αναφέρονται οι εκδόσεις, με έναν τρόπο που μετασχημάτισε ακόμα και τον πυρήνα των κομματιών σε κάτι δικό του.

Έχουμε ακούσει αποδομήσεις και αποδομήσεις, αλλά πολλές φορές ο στόχος είναι να χτίσεις και κάτι νέο. Μέσα σε ελάχιστο διάστημα παρουσίασαν ένα αυτόνομο project στο οποίο η φωνή της Αγγελικής Τουμπανάκη, βουτηγμένη μέσα σε όλα όσα ετεροπροσδιορίζουν τον μουσικό της κόσμο, έπιανε δύο φαινομενικά ασύνδετους πόλους: ήταν ταυτόχρονα μουσικό όργανο (και όχι μόνο στο ιδιότυπο beat boxing της) και βασική ψυχή, ερμηνεία πολλές φορές συγκλονιστική που δεν μένει στη στείρα εξερεύνηση των δυνατοτήτων της φωνής. Υπηρετούσε και αναδείκνυε, αλλά κυρίως απολάμβανε η ίδια. Δεν ξέρω πολλούς ερμηνευτές -και μάλιστα με αυτό το φωνητικό και υφολογικό εύρος και τις γνώσεις- που μπορούν να ισχυριστούν δια της ίδιας της μουσικής τους και όχι απλώς δια της φαινομενικά ασεβούς αντιμετώπισής τους στο έργο, ότι διαμορφώνουν αισθητική και δίνουν νέα ζωή σε κλασικά έργα.

33_2

Έγιναν πολλές συζητήσεις στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας, με Jameson Black Barrel, μέχρι αργά. Και όλο αυτό το γαϊτανάκι θα έχει και συνέχεια.

Την προηγούμενη Παρασκευή νιώσαμε για λίγο όλοι σαν οικογένεια. «Αυτή είναι η οικογένειά μου», είπε ο Μάκης Μηλάτος και κάπως έτσι νιώσαμε -λίγο ή πολύ- κάποιοι από εμάς. Είναι άνθρωποι που μπορεί να έχεις και μήνες να δεις, αλλά έχεις πολλά να πεις και εμπειρίες να μοιραστείς. Το ίδιο που γίνεται αυτή τη στιγμή στα φεστιβάλ και δεν περιορίζεται σε διεκπεραιωτικές συζητήσεις, αλλά πολλές φορές φέρνει μπροστά ανέλπιστα προσωπικές-εσωτερικές κουβέντες, ανάγκες και αγωνίες. 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured