Τα συγκρουσιακά 60’s εστιασμένα στην ευρύτερη περιοχή του Λος Άντζελες, είναι το κέντρο αυτής της αφήγησης που υπερβαίνει τη rock μουσική, το αντιπολεμικό/φοιτητικό κίνημα και την αντικουλτούρα. Τονίζω καταρχάς τη λέξη «ευρύτερη», καθώς το Λος Άντζελες δεν είναι ακριβώς «πόλη», αλλά μια ατελείωτη αλληλουχία από διακριτά πολεοδομικά συγκροτήματα και οικισμούς, χωρίς να μπορεί να ορίσει κάποιος με ακρίβεια το κέντρο της (downtown). Όπως έχει γραφτεί, εκεί «όπου η Νέα Υόρκη αναπτύχθηκε κάθετα, το L.A. αναπτύχθηκε οριζόντια».
Έλειπε μια μελέτη όπως αυτή από τη σχετική βιβλιογραφία, πόσω μάλλον όταν φέρει την εκδοτική σφραγίδα του Verso, που αυτή τη στιγμή είναι ο κορυφαίος εκδοτικός οίκος στον αγγλόφωνο κόσμο, δίνοντας έμφαση στη μαρξιστική θεωρία, στα κοινωνικά και στα μαζικά πολιτισμικά κινήματα βάσης και στη Νέα Αριστερά. Το βιβλίο των Mike Davis και Jon Wiener θα μπορούσε κανείς να πει ότι λειτουργεί συμπληρωματικά σε δύο άλλα αξιομνημόνευτα βιβλία για το «Συμβάν των 60s» (σύμφωνα με τον ορισμό του Alain Badiou για τη μετάβαση «από το Είναι στο Συμβάν»): το There’s A Riot Going On: Revolutionaries, Rock Stars, and the Rise and Fall of the '60s του Peter Doggett (Congate U.S., 2009) και το κλασικό πια και ευτυχώς μεταφρασμένο στα ελληνικά (με μαεστρία από τη Χίλντα Παπαδημητρίου) Μια γενιά σε κίνηση. Μουσική και Πολιτισμός τη δεκαετία του '60 του David Pichaske (εκδ. Κουκίδα, Σειρά: Πόρτες 2, 2016). Κατά κάποιο τρόπο εξελίσσει τη συλλογιστική που είχε αρχικά αναπτύξει ως συγγραφέας ο Mike Davis στην προηγούμενη σχετική μελέτη του για τα κινήματα και για για τις κοινωνικές συγκρούσεις στην περιοχή του Λος Άντζελες με τον τίτλο City of Quartz: Excavating the Future in Los Angeles (Verso, 2018), μια δυστοπική αφήγηση ντικενσιανών προδιαγραφών.
Όσον αφορά τα επιμέρους θέματα και τις πληθυσμιακές-κοινωνικές ομάδες και κουλτούρες που εξετάζονται ενδελεχώς στο βιβλίο, ένα μεγάλο μέρος καταλαμβάνουν δικαιωματικά οι κοινότητες των Μαύρων του L.A. Σταθμό για τα 60’s αποτέλεσε η μαζική εξέγερση που ξέσπασε από τους κατοίκους του Watts (το γκέτο στο νοτιοκεντρικό πολεοδομικό συγκρότημα) τον Αύγουστο του ’65, με αφορμή ένα μικροεπεισόδιο και με πραγματική αιτία τον ρατσισμό και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης. Ακολούθησαν σφοδρές συγκρούσεις των κατοίκων με τις δυνάμεις καταστολής, με 34 νεκρούς και εκατοντάδες τραυματίες και από τις δύο πλευρές.
Οι Μαύροι Πάνθηρες ιδρύθηκαν (από τους Bobby Seale και Huey P. Newton) στο γειτονικό Όκλαντ και όχι στο L.A, όμως και το παράρτημα της Πόλης των Αγγέλων ήταν εξίσου δυναμικό και ανέπτυξε κι αυτό έντονο κοινωνικό πρόγραμμα, εμφανώς επηρεασμένο από τον μαοϊσμό. Δοθείσης της ευκαιρίας, γίνεται παρανόηση όταν ταυτίζονται οι Πάνθηρες με άλλες σεχταριστικές ή παναφρικανιστικές ομάδες. Ήταν ξεκάθαρα αριστερό κοινωνικό κίνημα και το πρόγραμμά τους ήταν συντεταγμένο με τις αρχές του ιστορικού υλισμού και όχι στο πνεύμα κάποιου (μετα)αποκαλυπτικού ή θρησκειολογικού κειμένου. Το τονίζω αυτό, επειδή πολλές φορές επικρατεί η τάση να συγχέονται οι Μαύροι Πάνθηρες με τους Μαύρους Μουσουλμάνους, οι οποίοι επίσης εμφάνισαν έντονη παρουσία στο L.A. του ’60 και είχαν να επιδείξουν αξιοσημέιωτο κοινωνικό έργο, άλλου τύπου. Στο L.Α. μάλιστα, το 1962, αστυνομικοί δολοφόνησαν εν ψυχρώ τον Ronald Stokes, υψηλόβαθμο μέλος του Έθνους του Ισλάμ, γεγονός που ριζοσπαστικοποίησε τη ρητορική του Malcolm X, ο οποίος ήταν τότε Εκπρόσωπος Τύπου των Μαύρων Μουσουλμάνων.
Να επιστρέψουμε, όμως, στους Μαύρους Πάνθηρες. Με το τμήμα του Λος Άντζελες διατηρούσε στενούς δεσμούς η περίφημη διανοούμενος Angela Davis. Μια άλλη σύγχυση που επικρατεί, θέλει και την Angela Davis οργανωμένη στους Πάνθηρες. Δεν ισχύει. Ήταν μέλος του Αμερικανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, όμως λειτουργούσε ως δίαυλος ανάμεσα σ’ αυτό και στο Black Panther Party, καθώς τα δύο κόμματα συχνά συντόνιζαν τη δράση τους. Εξαιτίας του ακτιβισμού και της στενής σχέσης της με τους Πάνθηρες, η Davis ενεπλάκη στη λεγόμενη υπόθεση των Soledad Brothers (από όπου και η ονομασία της ομώνυμης garage-rock μπάντας): δηλαδή στην απόπειρα του Jonathan Jackson να απαγάγει τον ανώτατο δικαστή Harold Haley, ζητώντας σε αντάλλαγμα για την απελευθέρωσή του, την απελευθέρωση και του θανατοποινίτη αδελφού του George Jackson και επίσης των Fleeta Drumgo και John Clutchette (όλοι τους τότε Πάνθηρες, ενώ ο George Jackson είχε ιδρύσει και την οργάνωση Μαύρη Μαρξιστική-Λενινιστική Αντάρτικη Οικογένεια). Η επιχείρηση κατέληξε σε φιάσκο, καθώς οι μπάτσοι άρχισαν να πυροβολούν αδιάκριτα, ο δράστης αλλά και ο δικαστής σκοτώθηκαν επί τόπου (ο δεύτερος από φίλια πυρά). Ο George Jackson τελικά εκτελέστηκε στη φυλακή. Η Angela Davis κατηγορήθηκε ότι προμήθευσε τον οπλισμό στον Jonathan Jackson, προφυλακίστηκε και χρειάστηκε μακρύς δικαστικός αγώνας και πολύπτυχο κίνημα συμπαράστασης μέχρις ότου δικαιωθεί. Ο απόηχος της εκτέλεσης του Jackson στις φυλακές του Σαν Κουέντιν της Καλιφόρνιας, έφτασε μέχρι την Πολιτεία της Νέας Υόρκης: στις 9 Σεπτεμβρίου του 1971 ξέσπασε η βιαιότερη εξέγερση στην ιστορία του αμερικανικού σωφρονιστικού συστήματος στις φυλακές Attica, όπου οι κρατούμενοι ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία Μαύροι βαρυποινίτες. Η καταστολή ήταν αδιανόητα αιματηρή, άφησε πίσω της 33 νεκρούς κρατούμενους (8 ήταν τα θύματα από την πλευρά των δυνάμεων της τάξης). Τα γεγονότα, που περιφερειακά μεν, καλύπτονται στο βιβλίο, ενέπνευσαν τον σαξοφωνίστα Archie Shepp να ηχογραφήσει το 1972 το συγκλονιστικό άλμπουμ Attica Blues στην εταιρεία Impulse.
Σημαντικό μέρος του βιβλίου καλύπτουν τα κινήματα των Ισπανόφωνων. Καταρχάς, στην περίπτωση ειδικά των Μεξικανών, είναι οξύμωρο να μιλάμε για «μετανάστες»∙ η Καλιφόρνια ήταν μεξικανικό έδαφος που προσαρτήθηκε με πολέμο από τις ΗΠΑ∙ οι chicanos θα έπρεπε ανέκαθεν να λογίζονται ως γέννημα-θρέμα. Αν περιοριστούμε, ωστόσο, κατά συνθήκη στην περίοδο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα δούμε ότι τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα των Ισπανόφων της Καλιφόρνιας, με επίκεντρο την ευρύτερη περιοχή του Λος Άντζελες, συγκροτήθηκαν ως πολιτικά υποκείμενα, έχοντας ως βασικό διακύβευμα το θέμα της στέγασης. Οι Ισπανόφωνοι ζούσαν σε συγκεκριμένες περιοχές και επί δεκαετίες ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από την περιοχή του Chavez Ravine, ένα απέραντο βυθισμένο κάνιον στο ανατολικό Λος Άντζελες. Οι εκτάσεις όπου ζούσαν δεν ήταν ιδιόκτητες και στη δεκαετία του 1950 πέρασαν στα χέρια εταιρειών μεγαλοεργολάβων που αποφάσισαν να επενδύσουν και να αναπλάσουν την περιοχή (το λεγόμενο gentrification). Έργο-καμπής αποτέλεσε η κατασκευή του κολοσσιαίου νέου γηπέδου των Dodgers, όταν η περίφημη ομάδα baseball μεταφέρθηκε από το Μπρούκλιν στο L.A. Προκειμένου να προχωρήσουν τα έργα, χιλιάδες Ισπανόφωνες οικογένειες διατάχθηκαν να ξεσπιτωθούν βίαια. Οι όποιες αποζημειώσεις εγκρίθηκαν από την Πολιτεία, ήταν αστείες. Οι Ισπανόφωνοι σχημάτισαν επιτροπές διαμαρτυρίας, προσέφυγαν νομικά, όμως δεν βρήκαν το δίκιο τους στα δικαστήρια και έτσι αντέδρασαν πιο δυναμικά. Διαδήλωσαν μαζικά (απεικονίζεται στο εξώφυλλο του βιβλίου) και προσπάθησαν να αποκλείσουν την περιοχή. Επακολούθησε η λεγόμενη «μάχη του Chavez Ravine», που απαθανατίστηκε στο ομώνυμο άλμπουμ του πολυπράγμονα Ry Cooder (στην εταιρεία Rykodisc, 2003). Οι Ισπανόφωνοι πολέμησαν τον Νόμο, όμως τελικά ο Νόμος τους νίκησε (η υπόθεση θυμίζει λίγο Βοτανικό ή και Σκουριές, σε κλίμακες όμως Καλιφόρνιας). Όπως γράφει και ο Thomas Pynchon στο Έμφυτο Ελάττωμα, «η χρήση της γης στο Λος Άντζελες ήταν πάντα μια πολύ σκοτεινή ιστορία» (Καστανιώτης, 2011, μτφ. Γιώργος Κυριαζής). Το έχει παρουσιάσει πολύ παραστικά και ο Roman Polanski στο αλησμόνητο Chinatown.
Η διαμόρφωση της ταυτότητας των ασιατικής καταγωγής μεταναστών μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, είναι επίσης ένα πολύ ενδιαφέρον θέμα, προκειμένου να σκιαγραφηθεί η πολυπολιτισμική τοιχογραφία του L.A. Μέχρι και τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, οι πληθυσμοί αυτοί αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία. Δεν είχε περάσει εξάλλου πολύς καιρός από τότε που, στη διάρκεια του πολέμου, Ιάπωνες κυρίως, αλλά και Κινέζοι συλλήβδην, πολιτογραφημένοι Αμερικανοί πολίτες, είχαν κλειστεί σε στρατόπεδα ως πιθανοί συνεργάτες του εχθρού. Αυτοί οι άνθρωποι και οι άμεσοι απόγονοί τους έπρεπε να βρουν τρόπους να επανενταχθούν στην αμερικανική κοινωνία, και το σύστημα δεν τους διευκόλυνε πάντα. Η λευκή μπουρζουαζία της Καλιφόρνιας εξακολουθούσε να τους αντιμετωπίζει ως πολίτες β’ κατηγορίας, ενώ άλλες φορές τους χρησιμοποιούσε ως «χρήσιμους υπηκόους», προκειμένου να κρατήσει μακριά της τους ανεπιθύμητους Μαύρους και Ισπανόφωνους, γεγονός που έφερε συχνά τους Ασιάτες σε σύγκρουση με αυτές τις κοινότητες –τακτική του διαίρει και βασίλευε στο ταξικό πεδίο.
Ένα άλλα σημαντικό τμήμα του βιβλίου καταλαμβάνουν τα κινήματα κατά των έμφυλων στερεοτύπων και διακρίσεων, κυρίως τα gay-lesbian κινήματα (ο όρος LGBTQ δεν συνηθιζόταν εκείνα τα χρόνια) και τα ποικίλα φεμινιστικά. Όπως επισημαίνουν οι δύο συγγραφείς, με την πιθανή εξαίρεση της Νέας Υόρκης, πουθενά στην Αμερική δεν εκδηλώθηκαν τόσα δυναμικά τα κινήματα αυτά όσο στο L.A. Το αντίστοιχο φωτογραφικό υλικό που παρατίθεται, καταδεικνύει του λόγου το αληθές.
Και η μουσική των 60’s; Φυσικά και διαπερνά τις σελίδες, δεν είναι όμως το κύριο θέμα του βιβλίου, αλλά ο συνεκτικός κρίκος για όλα τα επιμέρους θέματα. Η παρατήρηση αυτή δεν αφορά μόνο το L.A. των 60’s ή την Νέα Υόρκη ή την Αμερική γενικά. Αφορά τις εκδηλώσεις του «φαινομένου του ‘60» σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου: η μουσική (pop, rock, soul, free jazz και τα ρέστα) είναι εκεί. Στο swinging London, στα οδοφράγματα τον Μάη του ’68 στο Παρίσι, στην Άνοιξη της Πράγας, στο πολιτισμικό κίνημα της Tropicália στη Βραζιλία ως μορφή αντίστασης στη χούντα, στα ιταλικά «μολυβένια χρόνια» με ήχους progressive-rock, στα Ιουλιανά και στο κίνημα του «1-1-4» στην Αθήνα (στα οποίο συμμετείχαν οι λιγοστοί τότε fans του rock ’n’ roll, όπως γράφει στην αυτοβιογραφία του ο σκηνοθέτης Νίκος Νικολαΐδης).
Δεν χρειάζεται, πιστεύω, να υπερτονίσω τη σημασία που είχε για τα 60’s η μουσική σκηνή της ευρύτερης περιοχής του L.A: Byrds, Beach Boys, Doors, Love, War, Seeds, Buffalo Springfield, Tim Buckley, Elektra Records, Monterey Pop Festival, σκηνή του Laurel Canyon...Παρόλα αυτά, θα διαφωνήσω (και είναι το μόνο) με τους δύο συγγραφείς ότι ήταν το επίκεντρο της μουσικής της αντικουλτούρας. Το επίκεντρο εντοπίζεται μερικά μίλια πιο βόρεια στην ακτή του Ειρηνικού: στο Σαν Φρανσίσκο.