Ο εύσχημος τίτλος που κοσμεί το Παρατηρητήριο, είναι ειλικρινής στην δήλωση του και πώς θα ήταν δυνατόν να μην είναι, αφού στα χρόνια της ενήλικης ζωής μου έχω χάσει τους Μέηντεν μονάχα 2 φορές. Την τελευταία φορά που ήρθαν και άλλη μια που έπαιζαν ολόκληρο το A Matter of Life and Death, το μακρινό 2007. Όλες τις υπόλοιπες φορές που τους είδα, ήταν από εξαιρετικοί μέχρι ΟΚ και αυτό τους το πιστώνω, απογοητευμένος δεν έφυγα ποτέ από συναυλία τους. Μάλιστα μια από αυτές τις φορές, σε εκείνο το απίστευτο live στο Terravibe (αν θυμάμαι καλά έπαιξαν κομμάτια από τους δίσκους μέχρι και το Seventh Son) είχα καταφέρει και τρύπωσα παρά την θέληση μου αρκετά κοντά στην σκηνή και είχα περάσει τέλεια.

Αυτά από προσωπικές εμπειρίες. Πάμε στο σπαμ. Έχουν γραφτεί τα πάντα, μάγκες, δεν υπάρχει πραγματικά κάτι άλλο να αναλύσουμε. Έχει μιλήσει για τους Μέηντεν και ο κάθε πικραμένος, οπότε βλέπω ανούσιο να γράψω το ο,τιδήποτε για να σας “ενημερώσω”. Θα κάνω αυτό που κάνω συνήθως όταν επιθυμώ να σας ψυχαγωγήσω με τον δικό μου τρόπο. Θα κάψω τον εγκέφαλο μου, προσφέροντας σας 3 ιστορίες ανέκδοτες που εμπνεύστηκα από τρία αγαπημένα τραγούδια των Βρετανών. Επίσης ως bonus track της σημερινής έκδοσης του Παρατηρητηρίου, 10 κομμάτια που σίγουρα δεν  θα ακούσετε σε λίγες μέρες και μλκια τους που δεν τα παίζουν, ποτέ δεν είχαμε μεγάλες απαιτήσεις από το γούστο τους, έτσι και αλλιώς. Καλή απόλαυση.

O Billy the Kid ήταν ο πιο άγριος μαδερφακερ στην επαρχία του Άρκανσω. Το μαύρο άλογο του ήταν το πιο γρήγορο, το είχαν μεγαλώσει ελεύθερο κάτι Ινδιάνοι νομάδες που έπεσαν πάνω στον Μπίλι για κακή τους τύχη. Τράβαγε τα περίστροφα όπως γραπώνει το κούγκαρ το κουνέλι, που περνάει από δίπλα του. Το μαύρο ίσιο μαλλί του και η βλογιοκομμένη μούρη του, έσπερναν τον τρόμο σε όλη την επαρχία. Μαζί του είχε και τον Πάντσο, έναν χοντρούλη, κοντό Μεξικανό που μάζεψε ορφανό από κάποιο μακελειό που πιθανότατα προκάλεσε, για να του κάνει τα θελήματα. Η μοίρα και η έκσταση για χρυσό τον έφεραν στην πόλη μας. Μπήκε στο σαλούν και η νύχτα έπεσε στο Πρίτσμπουργκ. Στάθηκε μπροστά στο μεγάλο πιάνο, ο πιανίστας χώθηκε από κάτω, εκεί που συνήθως στριμώχνει τα πόδια του, όλοι γύρισαν να τον δουν και ένιωθες τον φόβο στα μάτια τους. “Ποιος είναι ο σερίφης εδώ πέρα;;” ρώτησε με την βραχνή φωνή του. Από το πίσω μέρος της αίθουσας, ένας τρεμάμενος ψίθυρος ακούστηκε πνιχτός: “Εγώ, είμαι…”. “Και ποιος είσαι εσύ ρε μάγκα;” τον ρωτάει επιθετικά ο Bill. “Είμαι ο Κάρτερ Τζόελ ο Τζούν…” και πριν προλάβει να ολοκληρώσει το όνομα του, δύο σφαίρες είχαν καρφωθεί στο κεφάλι του. Όλοι έτρεξαν προς την πόρτα, όμως ο Πάντσο είχε προλάβει να κλειδώσει το σαλούν και οι κοιλαράδες έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο. Ο Billy φύσηξε τον καπνό από το μπαρούτι και ξαναρώτησε: “Τώρα ποιος είναι ο σερίφης;;;”. Ένας ξανθός νεαρός, ούτε 18 χρονών, έκανε ένα βήμα μπροστά και είπε “Δεν έχουμε σερίφη, τον σκότωσες”. Ο Μπιλ δεν ξαφνιάστηκε με την αυθάδεια του πιτσιρικά, σε κάθε πόλη υπάρχει και ένας νέος άμυαλος. “Γενναίος φαίνεσαι εσύ, μ’αρέσεις. Πώς σε λένε, μικρέ;;”. Ο πιτσιρικάς έβγαλε το καπέλο, έκανε ακόμα ένα μικρό βήμα μπροστά και με ένα γλυκόπικρο χαμόγελο, ανταπάντησε “Είμαι ο γιος του διοικητή εδώ πέρα, ονομάζομαι Κάρσι Τζάκσον και θέλω να φυγ…”. Δεν πρόλαβε να μας πει τι ακριβώς ήθελε, αφού η σφαίρα από το όπλο του Bill διαπέρασε το μέτωπο του από την μια άκρη στην άλλη. Στο πίσω μέρος του σαλούν, ένας γέρος τραβάει το μανίκι του Πάντσο και του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί. “Γιατί τους ρωτάει το όνομα τους και μετά τους πυροβολεί…;”. Ο Πάντσο βάζει τα γέλια και με μάτια γεμάτα δάκρυα, του απαντάει: “Μα γιατί φοβάται να πυροβολεί αγνώστους. Φοβάται να πυροβολεί αγνώστους. Φοβάται να πυροβολεί αγνώστους. Φοβάται να πυροβολεί αγνώστους. Αγνώστους. Φοβάται να πυροβολεί αγνώστους.”.

Ο Γιάννης δουλεύει στο ληξιαρχείο. Τελείωσε το λύκειο με 19 και μπήκε πρώτος στο Μετσόβιο όπου αποφοίτησε στα τέσσερα χρόνια με γενικό βαθμό 8.5, διάβασε και τον όρκο. Ο πατέρας του, ήταν στο κόμμα και τον βόλεψε στο Δημόσιο όμως ο Γιάννης ήταν για πιο μεγάλα πράγματα, δεν την θέλει αυτή την ζωή, πίσω από ένα πάσο να περνάει ονοματεπώνυμα, διευθύνσεις, αδέρφια, μανάδες και πατεράδες και να γεμίζει τεφτέρια με αριθμούς και οικογενειακές μερίδες. Είχαν περάσει μόλις 5 χρόνια και ένιωθε ότι ήδη θέλει σύνταξη. Μια μέρα από αυτές που δεν τελειώνουν ποτέ, εκεί που καθόταν και συμπλήρωνε ΑΦΜ σε κάτι καρτέλες, λίγο πριν σχολάσει, ανοίγει την πόρτα και μπαίνει μέσα η πιο όμορφη γυναίκα που είχε δει στην ζωή του. Προσεγγίζει τον γκισέ και ρωτάει τον Γιάννη με ένα πλατύ χαμόγελο: “Καλησπέρα, θα ήθελα μια ληξιαρχική πράξη θανάτου του συζύγου μου, πέθανε πριν 6 μήνες.”, η κοπέλα καταρρέει, βάζει τα κλάματα. Ο Γιάννης πηδάει πάνω από τον γκισέ και την βοηθά να κάτσει σε μια καρέκλα. Με λόγια συμπόνοιας, ο Γιάννης ήξερε να μιλάει, ήταν σπουδαγμένος άνθρωπος, τελικά καταφέρνει και την ηρεμεί. Η Ξένια, έτσι την έλεγαν, ήρεμη πλέον τον ρωτάει πως τον λένε. Ο Γιάννης της χαμογελάει, η Ξένια ανταποκρίνεται και του προτείνει όταν σχολάσει, σε λίγα λεπτά δηλαδή να πάνε να πιούν έναν καφέ, εκεί κοντά. Θα την έκανε να νιώσει καλύτερα. Είναι τόσο νέα, σκέφτεται ο Γιάννης, κρίμα να χαραμίσει από τώρα την ζωή της. “Εξυπηρετώ τον κύριο, που μόλις μπήκε και κατεβαίνω κάτω, με το χαρτί σου, να πάμε εδώ πιο κάτω σε ένα πολύ καλό καφέ που ξέρω” o Γιάννης, είναι για πρώτη φορά τόσο χαρούμενος σε αυτή τον κωλοδουλειά. Χαμογελαστός, ρωτάει τον κύριο “Σε τι θα θέλατε να σας εξυπηρετήσω;;;”. “Ναι, καλησπέρα σας και συγνώμη για την ώρα αλλά θα θέλαμε να κάνουμε μια αποδοχή κληρονομιάς, τα αδέρφια μου και εγώ, έχω τις απαραίτητες εξουσιοδοτήσεις, οπότε θα ήθελα κάποιες οικογενειακές μερίδες να μου δώσετε, πριν δυο εβδομάδες πέθανε ο παππούς μας και καταλαβαίνετε, έχουμε τα διαδικαστικά τώρα και ως μικρότερος με έστειλαν να κάνω την δουλειά, είμαι ο έβδομος γιός του έβδομου γιου του παππού μου και μας τα έχει αφήσει όλα εξ ’αδιαιρέτου”.

Με τον Σοφοκλή κάναμε πολύ παρέα στον στρατό, ήταν καλό παλικάρι με χαβαλέ και πολλά σκοπέτα τα κάναμε ομού και όσο να ‘ναι δεθήκαμε. Στην Λήμνο βγαίναμε και τα πίναμε σε ένα ροκ μπαράκι που είχαμε βρει και μάλιστα δυο φορές με είχε καβατζώσει και με λεφτά, γιατί χάλαγα ό,τι είχα σε τηλεκάρτες. Είχα μια σχέση πίσω στην Αθήνα που πάλευα να σώσω, πριν μπω στον στρατό, ένα από αυτά τα αδιέξοδα που για απολύτως κανέναν λόγο δεν κάνεις όπισθεν να φύγεις μακριά. Τέλος πάντων, με την Ματίνα είμασταν μια κρύο μια ζέστη, ίσως στο νησί να με έπιασαν τα συναισθηματικά μου, ολογράφως κβλες και διατήρησα μια ανώφελη επικοινωνία που περισσότερο κακό μου έκανε παρά καλό. Ο Σοφοκλής ήταν μεγαλύτερος σε ηλικία και μου έλεγε να μην δίνω σημασία, μετά τον στρατό θα ξεκινούσα επιτέλους την ζωή μου, φρέσκο ξεκίνημα και όλα αυτά τα life coaching πράγματα που δεν θες να ακούς ενώ βράζεις στο ζουμί σου, μέσα στο λιοπύρι ανάμεσα σε μαντραχαλάδες που βρωμάνε. Με τον Σοφοκλή αποχωριστήκαμε όταν πήρε μετάθεση για ΓΕΕΘΑ και εγώ έμεινα Λήμνο άλλους 2 μήνες, ήταν λίγο κωλόβυσμα ο Σοφοκλής αλλά καλό παιδί, ανταλλάξαμε και τηλέφωνα όμως ποτέ δεν ανταποκρίθηκε στις κλήσεις μου. Προχθές που πήγα με την γυναίκα μου και τα τρία μας παιδιά στο Mall, για να πάρουμε καινούργια παπούτσια για τα μικρά, εκεί που περίμενα φορτωμένος με τα ψώνια, από μακριά διακρίνω μια φιγούρα που μου ήταν γνώριμη. Ψηλός, χοντρός με γκρίζα μαλλιά, είχε παραμείνει ένα κτήνος και είχε ακόμα εκείνο το στεντόρειο γέλιο που τράνταζε βουνά. Ήταν σίγουρα ο Σοφοκλής, “…μωρό μου, συγνώμη, ένας φίλος από τον στρατό…”, της αφήνω τις σακούλες και κοντοζυγώνω τον τύπο. “Σοφοκλή…; Έλα ρε μλκ, ο Βασίλης είμαι από την Λήμνο…!!!” του είπα σχεδόν δακρυσμένος. Ο Σοφοκλής κοντοστάθηκε για μισό δευτερόλεπτο, με γνώρισε αμέσως και χαθήκαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. “Πού’σαι ρε μλκ;;”, “Χαθήκαμε ρε σειρούλα, πόσα χρόνια έχω να σε δω ρε φίλε…”, “Πήγα στην Αγγλία και σπούδασα εφαρμοσμένα μαθηματικά, ρε μπαγάσα…”, “Έλα να σου γνωρίσω την οικογένεια μου, ρε φίλε, από εδώ η Ματίνα, δεν ξέρω αν θυμάσαι στον στρατό που σου είχα πει για αυτήν ρε συ;;;”, “…χαχαχα, εννοείται ρε φιλαράκι, ποτέ δεν σε ξέχασα αλλά ξέρεις με τα ταξίδια και τα υπόλοιπα…”, “Μάτωσαν τα δάχτυλα μου να σου τηλεφωνώ ρε, έχεις ακόμα το 694…89”, “…χαχαχα γι’ αυτό δεν με βρήκες ρε φίλε, το δικό μου νούμερο είναι το 694…87”. “Έλα ρε θηρίο, το είχα σημειώσει λάθος το νούμερο σου.” Το νούμερο του θηρίου. Συγνώμη, ήταν κακό το ξέρω.

10 φοβερά κομμάτια των Άιρον Μέηντεν που δεν θα ακούσετε στις 16 Ιουλίου και ξέρετε ήδη το νούμερο 10.

"Remember Tomorrow": Αδιανόητη κομματάρα που εάν οι φίλοι των Μέηντεν δεν ήταν μεταλλάδες “φασαίοι”, θα το είχαν στην καρδιά τους όπως έχουν οι φίλοι των Judas Priest το Victim of Changes. Πονάτε αλλά αυτή είναι η αλήθεια.

 

"To Tame a Land": Μια από τις καλύτερες “μεγάλες ανατολίτικες συνθέσεις” που έχει γράψει ο Harris, αν όχι η καλύτερη. Για μένα η μεγαλύτερη μαγκιά εδώ πέρα είναι όλες οι μπασογραμμές του κομματιού, το πως στηρίζουν τα θέματα σε κιθάρες και φωνητικά. Δις ιζ έπικ μεταλ μα φριεντ.

 

"Stranger in a Strange Land": Παιχνιδιάρικο σχεδόν χορευτικό άσμα που αν οι Iron Maiden δεν εγκατέλειπαν τόσο γρήγορα σαν στυλ στην μετέπειτα καριέρα τους, ίσως να άνοιγαν κανένα διάδρομο προς την Σωτηρία, αντί να καταλήξουν δημόσιοι υπάλληλοι.

 

"Infinite Dreams": Ξεκινάει σαν μπλουζιά, στο μέσο γίνεται αυτό που θέλουμε όλοι από τους Μέηντεν, στο τέλος έχει κάποια από τα πιο ωραία σολίδια που είχαν έβερ οι Βρετανοί. Ένα αριστούργημα που ακόμα απορώ που δεν τo παίζουν (ποτέ από το μακρινό 1988).

 

"The Assassin": Στο album ορόσημο για τους Μέηντεν, όπου ουσιαστικά επισημοποιήθηκε η πρόσληψη τους στο Δημόσιο, υπάρχουν ωραίες στιγμές, που θα θέλαμε έτσι για αλλαγή ρε παιδί, να ακούγαμε κάποτε ζωντανά. Αυτό είναι ένα νευρωτικό μέηντεν τραγούδι, με πολυφωνίες και αλλαγές ρυθμού και γενικά μπορείς να πεις ότι κινείται σε ένα προγκ πλαίσιο για τα δεδομένα της μπάντας, πάντα. Μην το μπερδέψετε με το Assassin των Marillion, που είναι πραγματικά κομματάρα.

 

"Judas Be My Guide": Εάν για κάθε φορά που έχω ακούσει ζωντανά αυτή την μλκία το Fear of the Dark, άκουγα το Judas be my guide, με την τρελή ρεφραινάρα, θα ήμουν σίγουρα ένα σημαντικό ποσοστό μεγαλύτερος χτζμτλς από όσο είμαι τώρα (δλδ 0%). Τι φοβηθήκατε ρε μλκες; Μην σας πουν γκλαμ; Κομματάρα.

 

"The Mercenary": Από το reunion album ρε μλκες, έχετε ένα τρομερό up tempo, κβλτικό κομμάτι, το οποίο βγάζει πάθος, βγάζει ρυθμό, έχει μέσα “iron fist”, “you have to kill to stay alive”, “show no fear show’em no pain”, γενικά είναι κάργα μέταλ και προφανώς είστε τόσο κλγδ που έχετε να το παίξετε από το Rock in Rio. Αυτοί είστε.

 

"Face in the Sand": Ένα από τα καλύτερα κομμάτια ενός δίσκου που ποτέ δεν με ενθουσίασε αλλά οκ, κάποιοι έκοβαν φλέβες με κάτι Πάτσντεηλ και Μοτσεγκούρ. Δεν κρίνω. Εμένα μου άρεσε αυτό το outsider γιατί θύμιζε πάντα το στυλ των συνθέσεων που είχε ο Dickinson στα προσωπικά του. Καθόλου τυχαίο που το έχει γράψει μαζί με τον Adrian Smith (στα credits είναι και ο Harris, θα τους έβαλε χέρι λογικά).

 

"Back in the Village": Ανεξήγητο φαινόμενο η πλήρης απουσία αυτού του έπους από τα setlist των Maiden. Έχει παιχτεί μια φορά και ουδέποτε μετά, με αυτό να καταγράφεται στα μεγαλύτερα wtf του metal. Ίσως δεν μπορούν τα παλικάρια να παίξουν σε αυτήν την ταχύτητα, δεν μπορώ να το καταλάβω γιατί αυτό το σχεδόν speed metal κέντημα λείπει από την συναυλιακή ύπαρξη τους. Αμπελαλέ.

 

"Alexander the Great": Πονάτε και θα ξαναμαναπονέσετε και φέτος αλλά αυτή είναι η αλήθεια. Δεν θα το παίξουν ποτέ.

Διαβάστε Ακόμα

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Featured