Η επιστροφή μου στην άβολη καρέκλα της συγγραφής του Παρατηρητηρίου με βρίσκει μέσα σε μια πολύ όμορφη περίσταση, όπου τα live έχουν κατακλύσει την προσωπική μου ατζέντα. Αυτό έχει σαν συνέπεια να με πονάει αρκετά πιο συχνά η σμπαραλιασμένη από τις κακουχίες σπονδυλική στήλη μου αλλά κυρίως με υποχρεώνει να μεταβάλω συνεχώς τις επιλογές μου στην θεματολογία του άρθρου που θέλω να σας παρουσιάσω. Παρατηρώ εντόνως ότι το μουσικό σύμπαν της εγχώριας σκηνής έχει μεταφερθεί από την ακρόαση νέων δίσκων, στο “πως θα καταφέρουμε να δούμε όλες αυτές τις μπάντες”. Λογικό και επόμενο, θα πει κάποιος. Γνωρίζαμε ότι το ξεμπούκωμα όλης αυτής της covid friendly κατάστασης (που η ακρόαση μουσικής αύξανε τα ποσοστά να κολλήσει κάποιος, ενώ ταυτόχρονα στοιβαζόμασταν στα ΜΜΕ) θα έφερνε στο προσκήνιο μια υπερπροσφορά θεαμάτων. Ευτυχώς η ποιότητα της συντριπτικής πλειοψηφίας των συναυλιών παραμένει υψηλή και περνάμε όμορφα. Όμως, ο σκοπός μας είναι η διατήρηση μιας ισορροπίας, όπου οι νέες δουλειές θα πρέπει να λάβουν ό,τι τους αξίζει. Ας τους αποδώσουμε προβολή αρχικά, για τα υπόλοιπα βλέπουμε. Ας περπατήσουμε μια γύρα από αρκετές τοπικές περιπτωσούλες που προκρίναμε τον τελευταίο καιρό.
Οι adolf plays the jazz επιστρέφουν δισκογραφικά με το Low Life | We Can't Lose. We Have Already Lost., δουλειά η οποία με κέρδισε ακαριαία με την ρυθμολογία της και την όμορφη αισθητική της. Αυτά τα έντεχνα συνήθως τα βαριέμαι γιατί στερούνται πραγματικών ιδεών, βασίζουν όλη την φάση τους στην intellectual ατμόσφαιρα, όμως εδώ οι αδόλφοι που παίζουν την τζαζ και την παίζουν τέλεια. Το σινεματικό post/noise rock τους, ακούγεται εντελώς ταιριαστό με την γλυκόπικρη φωνή της Νεφέλης (και αυτή βελτιωμένη και θαρρώ με περισσότερη αυτοπεποίθηση), όμως εκεί που γονατίζω είναι τα γεμίσματα με drums. Συνήθως σε αυτό το είδος, οι drummers κινούνται σε ρηχά νερά λόγω της τάσης να ασχολούνται οι συνθέτες με τις κλιμακώσεις στις κιθάρες, ο δίσκος αυτός είναι από τις ελάχιστες φορές που οι κιθάρες είναι απλά το background που γράφουν φωνή, ντραμς κ σαξόφωνο τις δικές τους ιστορίες.
Οι Morphine Social Club μας σκάνε μια ακόμα μπουγάτσα με rock’n’roll, το οποίο πηγάζει είτε από την true εκδοχή του, είτε από τις noise, garage, post-punk απολήξεις του. Το Suffocate EP, περιλαμβάνει το καλύτερο υλικό που είχαν ποτέ και θεωρώ ότι θα τους δείξει τον δρόμο για ένα ακόμα καλύτερο full length. Η νουάρ αισθητική που έχουν, ίσως να μην θυμίζει σοκάκια της Θεσσαλονίκης, τα παιδιά σίγουρα θα είχαν άλλη τύχη αν βάραγαν αυτή τη μουσικούλα σε καμιά πιο γκρίζα πόλη. Το τραγούδι "Salvation Overload" δεν ξέρω αν έχει γραφτεί για την Επιτροπή, όμως είναι τόσο καλό που θα το κράταγα για ύμνο μας. (σ.σ μάθαμε από την ίδια την μπάντα, ότι αναφέρεται στις καθημερινές ανακοινώσεις τύπου από τις επιτροπές που αποφάσιζαν τα μέτρα κατά την διάρκεια της πανδημίας).
Ας το σκληρύνουμε λίγο, με την παρουσίαση των ολόφρεσκων Urstaat, οι οποίοι παίζουν instrumental sludge, post metal, όπως περίπου το μάθαμε από αρκετές μπάντες στην χώρα μας. Τι με κάνει να προσθέτω αυτή την κυκλοφορία στο Παρατηρητήριο; Αυτό το “περίπου” που οφείλεται στο τελείωμα του "Squall", της πρώτης σύνθεσης του ομώνυμου, ντεμπούτου EP . Εκεί ακούς μια σύντομη αλλά ουσιαστική prog πανδαισία από riff που θυμίζει “μπάρονες in acid” ασούμε, για να μην πω Huntress και πάθετε κανένα βραχυκύκλωμα. Εκεί ακριβώς εντοπίζω το μέλλον τους και ευελπιστώ να επαναληφθεί σε μεγαλύτερο βαθμό. Ξεχωρίζω επίσης και την κιθαριστική εξέλιξη του "Re-leashe", η οποία με κράτησε “ζεστό” μέχρι το τέλος. Το γεγονός ότι ακούγονται όλα όπως πρέπει, παρά το super low budget studio, δίνει έξτρα ποντάκια στο πρώτο αυτό εγχείρημα. Περιμένω να ακούσω πολλά παραπάνω, πιθανολογώ ότι θα συμβεί.
Συνεχίζουμε εξίσου δυναμικά, με μια κυκλοφορία από την Θεσσαλονίκη. Οι Wreckin’ ψήνουν στα κάρβουνα ωραίο, γκρουβάτo, αμερικανοθρεμμένο metal. Πέντε συνθέσεις που αποτελούν το EP Omega, είναι εξίσου κατάλληλες για να παίξεις κλωτσοπατινάδες στο 8ball, σε ένα διάλλειμα ανάμεσα στις disco συναθροίσεις. Βαγγέλα, κάν' το εικόνα και πάτα το κουμπί. Ακόμα και το γλυκανάλατο, βλαχομπαλαντοειδές "The Loneliest Wave", έχει όμορφη πορεία και δεν κριντζάρεις σε κανένα σημείο. Θεωρώ ότι το πρώτο αυτό δείγμα, είναι παραπάνω από ενθαρρυντικό και ΔΕΝ θυμίζει σε καμία περίπτωση μια ερασιτεχνική απόπειρα φίλων να παίξουν “μουσικές που μας ενώνουν”. Ολογράφως ΚΑΛΟΔΟΥΛΕΜΕΝΟ. Ο πρώτος δίσκος όταν και αν προκύψει θα τα διαλύσει όλα, με προϋπόθεση οι συνθέσεις να παραμείνουν στο συνθετικό και ηχητικό επίπεδο του EP.
Πολύ ψηλά σίγουρα θα βρούμε στις λίστες της χρονιάς, την νέα κυκλοφορία της Submersion Records. Δισκογραφική που αρχίζει και μας κακομαθαίνει, κύριε πρέσβη. Πέρσι είχαμε παρουσιάσει το πρώτο split το οποίο κυκλοφόρησε η νεοσύστατη εταιρεία, με την πρώτη προσπάθεια των Low Texture (το παρεάκι Τσαλταμπάση-Gallo-Γκογκίδης) να μας προσφέρει ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα, που εγώ θα το ονομάσω drone soul improvisation. Και φέτος, το full length με τίτλο Improliving, είναι ακόμα καλύτερο. Χωρίς να θέλω να αδικήσω τους άλλους δύο μουσικούς, η φωνή της Χρύσας είναι από μόνη της μια ατραξιόν, κερδίζει τις εντυπώσεις και ουσιαστικά αποτελεί το πινέλο που βάφει τον καμβά που φτιάχνουν οι υπόλοιποι. Θεωρώ αυτός ήταν και ο στόχος.
Κάποιοι από εμάς, εδώ στην Επιτροπή, περιμέναμε τον νέο δίσκο των Ήλιος Θανάτου σαν φυλακισμένοι σε απομόνωση που επιθυμούν να δουν το φως του ήλιου. Προφανώς και αυτό οφείλεται στο υπέροχο Στην Απεραντοσύνη του Φόβου, που το 2017 έριξε το μαύρο του φως πάνω μας. Πριν συνεχίσω να γράφω τέτοια ποιητικά, για την Μαρμαρωμένη Απόγνωση, να επισημάνω ότι ο Ήλιος Θανάτου πιθανότατα ξεπέρασε τον εαυτό του, παραδίνοντας μας έναν δίσκο που θα θυμόμαστε για πολλά χρόνια. Τα black metal μέρη είναι λιγότερο θολά και οι metal προσμίξεις, θεωρώ ότι ταιριάζουν με τον πιο καθαρό ήχο, που υιοθετούν πλέον. Ας επαναλάβω και εδώ μια αισιόδοξη σκέψη σε σχέση με την ακραία, τοπική σκηνή: πλέον η (black/death) crust σκηνή με κυκλοφορίες σαν την Απεραντοσύνη του Φόβου ή το περσινό ομώνυμο του Παροξυσμός μπορούν να βρουν απήχηση σε περισσότερο κόσμο, στον metal κόσμο που ψάχνει κάτι το διαφορετικό από το παραδοσιακό death και black, αναζητά τον κοινωνικά ευαισθητοποιημένο στίχο και κυρίως θέλει να ξεσπάσει ακούγοντας μια ειλικρινή μουσική που μιλά στην ψυχή του. Και κλείνοντας το 99ο Παρατηρητήριο, σας κερνάω μια επιβεβαίωση των παραπάνω, με το ομώνυμο ντεμπούτο των Αποφορά, που υπογράφουν το δίδυμο Manolis Kouelo/Vasilis Nanos των ντεθομεταλλάδων και άξιων απογόνων των Ιμολέσιο, Blessed by Perversion. Βαράει στο ψαχνό και τα λένε ωραία.