Σήμερα κανονικά θα είχαμε άλλη θεματολογία. Όμως το Παρατηρητήριο δέχεται ερεθίσματα και ερεθίζεται. Και αφού επεξεργαστεί τα συναισθήματά του και κατανοήσει τις αιτίες που τα προκαλούν, καταθέτει τις παρατηρήσεις του ώστε να ανοίγουν συζητήσεις και δίαυλοι επικοινωνίας με το κοινό του. Χωρίς εκπτώσεις, ας ξεκινήσουμε να αναλύουμε με τον τρόπο μας τα θέματα με τα οποία θα καταπιαστούμε.
Ο εορτασμός των 200 ετών από την έναρξη της Επανάστασης του 1821 μπορεί να σαρώθηκε από τις επιπτώσεις της πανδημίας, όμως μας άφησε ένα τραγούδι για να θυμόμαστε για πάντα. Το "ELLAS 21" κάλλιστα θα μπορούσε να είναι username κάποιου κλγδ που χάνει τα τίμια ελληνικά λεφτά του σε κάποιο τραπέζι blackjack, όμως είναι το νέο τραγούδι της Μόνικα για να τιμήσει την χώρα της. Η ταπεινή μας γνώμη είναι ότι η χώρα της θα ήταν μια χαρά και χωρίς το τραγούδι αυτό.
Εμείς δε θα ρίξουμε hate. Αυτό θα ήταν το εύκολο κυρίες και κύριοι αναγνώστες. Εμείς, όπως πάντα, δε θα κάνουμε το εύκολο. Θα αναζητήσουμε αντίστοιχες περιπτώσεις της μακρινής ξαδέρφης του Matt Damon, που απλοί άνθρωποι εμπνεύστηκαν από την πατρίδα τους και προσπάθησαν να μελοποιήσουν την αγάπη τους για αυτήν. Γιατί και η Μόνικα, κυρίες και κύριοι τρολς, από αγνή, ανόθευτη αγάπη ένιωσε μια πρωτόγνωρη παρόρμηση που οδήγησε το πνεύμα της να αποτυπώσει σε νότες και φωνές (και λίγα «αχ, αχ, αχ») ένα ευχαριστώ στους ανθρώπους που έδωσαν τη ζωή τους για να είμαστε εδώ εμείς ελεύθεροι να ακούμε τις μλκιες αυτές. Πάμε λίγο.
Η Μαριγώ Μπούρη (στίχοι-μουσική) η αλήθεια είναι ότι ποδοπάτησε, μην πούμε κατούρησε την προσπάθεια της Μόνικας και κάθε Μόνικας. Το κομμάτι που έγινε σύνθημα στα χείλη εκατοντάδων χιλιάδων συνανθρώπων μας που έχουν δικαίωμα ψήφου και άλλων τόσων εκατοντάδων χιλιάδων που κοροϊδεύουν τους πρώτους. Ο ύμνος των σύγχρονων Μακεδονομάχων ήταν η σάρισα που τρύπησε τα μυαλά μας πέρα ως πέρα και μέχρι σήμερα δεν έχουμε καταφέρει να ξεχάσουμε αυτήν την πανέμορφη κριντζιά. Το «Mην Παραχαράζετε την Ιστορία» μιξαρίστηκε πολλάκις, χορεύτηκε σε clubs, για μήνες παρέμεινε στις καρδιές μας, με τον έντονο ρυθμό του και την κολλητική μελωδία του. Μπορεί να μην τα κατάφερε να ξεσηκώσει όλους τους Έλληνες, σίγουρα όμως έκανε πολλούς συνανθρώπους μας ευτυχισμένους, με διαφορετικό τρόπο τον καθένα.
Ο Νότης Σφακιανάκης (ποιος άλλος), ο μεγάλος τροβαδούρος των τεράστιων επιτυχιών και γνωστός μύστης, τραγούδησε το «Μα Εγώ Είμαι Έλληνας» στον δίσκο Μαζί… του 2014. Μέσα στην καρδιά της κρίσης και πολλοί συμπολίτες μας είχαν την ανάγκη να νιώσουν μια εθνική ανάταση και τσουπ εμφανίζεται ο Νότης να εκφράσει αυτή την ανάγκη μέσα από τη μουσική και τους στίχους του Κώστα Χορλιαφάκη. Μια πολύ όμορφη αρχαιοελληνική ζεμπεκιά από αυτές που χορεύουν τα παλικάρια στα μαρμαρένια αλώνια. Ο ήρωας του τραγουδιού, ο Έλληνας, πιθανότατα ελληνικής καταγωγής δεν παίρνουμε όρκο, τον οποίο οι ξένες δυνάμεις και τα τσουτσέκια τους προσπαθούν να τον κάμψουν, να τον λυγίσουν αλλά αυτός είναι άρχοντας και στο τέλος τους πολεμάει όλους και τους διαλύει τους ρουφιάνους και όλοι περάσαν καλά και εμείς καλύτερα. Μας πήρε κάμποσα μνημόνια αλλά στο τέλος νικάει πάντα ο Έλληνας. Κάπως έτσι.
Πάμε σε κάτι διαφορετικό αλλά πολύ πολύ όμορφο, που πιστεύουμε ότι θα εκτιμήσετε. Ο Ανδρέας Λάμπρου σε στίχους και μουσικμιεχδενθατοελεγα, εκφράζει το παράπονό του προς την Ελλάδα την οποία αγαπάει μεν, αυτή τρώει τα παιδιά της δε και μάλλον ο Ανδρέας είναι παιδί της, δεν εξηγείται αλλιώς τέτοιο κατηγορώ εκ μέρους του. Το La Isla Bonita συναντά τη rock opera και όλοι μαζί πάνε στο cringeoπωλείο της περιοχής και το σηκώνουν. Απάτητες κορυφές εδώ αδέρφια, ειλικρινά δεν έχουμε ακούσει κάτι καλύτερο τα τελευταία 200 χρόνια. Αν χρειαστεί και δεύτερη Οθωμανική Αυτοκρατορία να περάσει από πάνω μας για να φτιαχτεί κάτι τόσο άρτιο, κομμάτια να γίνει, αντέχω…
Κλείνουμε αυτό το τόσο όμορφο Παρατηρητήριο, με τη Λαίδη. Ποια Λαίδη; Μία είναι η Λαίδη, η Άντζελα Δημητρίου, η ιέρεια του ελληνικού τραγουδιού, βρε γαβ γαβ. Πάμε στο μακρινό 2007, στο ομώνυμο EP της Άντζελας η οποία έβλεπε πολύ μπροστά, να τα λέμε όλα. Υπάρχει μια ανεπανάληπτη αλληλουχία στίχων του Νεκτάριου Μπήτρου σε αυτό το πανέμορφο τραγούδι, που όταν σκέφτεσαι ότι ερμηνεύονται από την Άντζελα, αλλάζουν υφή και υπόσταση.
«Τώρα κατάλαβα τα χρόνια μου πως χάλαγα, όταν με στέλνανε σχολείο να σπουδάσω. Με υποσχέσεις που δεν είχανε αντάλλαγμα, θέλαν κι εγώ μία ψυχή να εξαγοράσω».
Ουδείς άσφαλτος, Άντζελα μου, ευτυχώς το κατάλαβες γρήγορα και βγήκες από τις δαγκάνες του εκπαιδευτικού συστήματος. Πάμε λίγο παρακάτω.
«Αυτοί τα λόγια τα μεγάλα που φωνάζουνε, πολιτικοί και γαλονάδες και λαμόγια. Έχουνε μάθει τις ζωές μας να ρημάζουνε, θέλουν να ζουν στα ρετιρέ κι εμείς στα υπόγεια».
Σε αντίθεση με τον Νότη, λίγα χρόνια αργότερα, η Λαίδη εκφράζει ανοικτά την φωνή της κοινωνικής ανατροπής, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι αποτελεί μανιφέστο μιας φιλοαναρχικής συνιστώσας που ίσως να ακούγεται απλοποιημένη μέσα από τον ρυθμό του μπουζουκιού, όμως η λέξη «γαλονάδες» δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης. Τα σέβη μας, Λαίδη. Venceremos.