Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στο Avopolis το καλοκαίρι του 2019.
Λιακάδα στην Αθήνα και όλα πάνε περίφημα. Γιατί τούτη εδώ η χώρα, όσα προβλήματα και να έχει, πάντα θα τα ξεχνά όλα με τέτοιον καιρό.
Ανέκαθεν η μουσική συνόδευε κάθε διαφορετική πόλη του κόσμου, σύμφωνα με το κλίμα της. Βλέπε τη Μεγάλη Βρετανία, με τις μελαγχολικές της ποπ μουσικές ή τη Λατινική Αμερική, με το φοβερό της σκέρτσο και τη latin κουλτούρα. Στο Ντιτρόιτ οι μουσικοί, επηρεασμένοι από το βιομηχανικό τοπίο και τα εργοστάσια, έφτιαξαν techno, ενώ στη ρομαντική και γραφική Ιταλία ύμνησαν την καλή ζωή και τον έρωτα. Και πάει λέγοντας.
Στην Ελλάδα, όμως, όλα χωράνε. Ο ήλιος λάμπει και εμείς από τη μία αγαπάμε τον χαρούμενο ήχο και από την άλλη αποζητάμε τη γλυκιά μελαγχολία: τραβάμε την κουρτίνα για να σκοτεινιάσει, ώστε να βοηθήσουμε τον νου να φτάσει στην άλλη άκρη. Αποζητάμε πάντα εκείνο που δεν έχουμε, γιατί, πάνω απ' όλα, είμαστε άνθρωποι· με τις ανασφάλειες και με τα γούστα μας.
Ήταν Σεπτέμβρης του 1952 και ακόμα ο καιρός ήταν καλός όταν γεννήθηκε ο Manuel Göttsching στο πληθωρικό Βερολίνο. Θα ακολουθήσουν κάποια φανταστικά γεγονότα μέχρι να φτάσει να δουλεύει σόλο. Μερικά από αυτά; Συνεργάστηκε ως κιθαρίστας και συνθέτης με τον σημαντικό Klaus Schulze, ενώ είχε καθοριστικό ρόλο σε σχήματα πρωτοπόρα για την εποχή, σαν τους Ash Ra Tempel και τους Cosmic Jokers. Σταθμός για το krautrock κίνημα στη Γερμανία της δεκαετίας του 1970. Η πιο απόκοσμη μουσική της Γης όλης, που όσο δύσκολη και να είναι πολλές φορες στο αυτί, τόσο εθιστική αποδεικνύεται.
Ήδη από τα τέλη των 1970s μα πιο έντονα στα 1980s, όλοι οι τότε ροκάδες το έριξαν στα ηλεκτρονικά –και καλά έκαναν, υπό μια έννοια. Ο ίδιος ο Göttsching κυκλοφόρησε αρκετά πράγματα, αλλά ήταν ένα που κρίθηκε ως ίσως το πιο σημαντικό: το άλμπουμ του 1984 E2-E4, με την περίφημη κίτρινη σκακιέρα στο μπρός και πίσω εξώφυλλο. 58:39 η διάρκειά του, με ένα κομμάτι μόνο, κομμένο στα δύο (αναγκαστικά, αφού δεν χωρούσε σε μία πλευρά βινυλίου). Με πολλούς τίτλους, οι οποίοι προφανώς και δεν αναφέρονται όλοι στο συγκεκριμένο project.
Την πρώτη φορα που άκουσα το E2-E4 ένιωσα αρκετά άβολα· τη δεύτερη, παγιδευμένος. Την τρίτη φορά ένιωσα όμως ελεύθερος και την τέταρτη ανακουφισμένος. Έκτοτε απολαμβάνω να το βάζω στο πικάπ και να χαλαρώνω, να σκέφτομαι και να αποκοιμιέμαι πολλές φορές. Ναι! Συμβαίνει και αυτό. Μιλάμε για ένα μόνο κομμάτι, με διάρκεια (περίπου) 1 ώρας. Με άπειρη ανάπτυξη και χτίσιμο ήχων. Μια ηλεκτρονική δίνη, που σε παίρνει μαζί της χωρίς να σε κουράζει αφού στην πραγματικότητα δεν έχουμε εδώ πειραματισμούς. Είναι αντιθέτως ένα από τα πολλά «μέρη» στα οποία γεννήθηκε η μετέπειτα dance κουλτούρα.
Ζήτησα από έναν φίλο που αγαπάει τον σύγχρονο ηλεκτρονικό ήχο να έρθει για καφέ σπίτι. Έβαλα στο πικάπ το E2-E4 και αρχίσαμε να μιλάμε. Ποτέ δεν γύρισε να μου παραπονεθεί, ούτε καν να αναρωτηθεί, γιατί το ρημάδι το κομμάτι δεν τελειώνει. Όταν όμως τελείωσε, έτρεξα να τον προλάβω ρωτώντας αν του άρεσε, χωρίς να τον προϊδεάσω για τη χρονιά κυκλοφορίας του. Και του άρεσε και δεν πίστεψε –προφανώς– ότι γράφτηκε το 1984. Τη χρονιά δηλαδή που παρουσιάστηκε πρώτη φορά στην τηλεόραση σε διαφήμιση ο Macintosh και το Discovery ξεκίνησε για την πρώτη του βόλτα στο Φεγγάρι.
Μια μπότα σε 3/4 συνοδεύει το κομμάτι από την αρχή ως το τέλος, χωρίς όμως να βγαίνει μπροστά, αφού είναι τα ατελείωτα αναλογικά synths που έχουν τον πρώτο λόγο. Μιλάμε για το απόλυτο space progressive electronic LP, που ξεκάθαρα επηρέασε τόνους παραγωγών απ' όσους ασχολήθηκαν με τα ηλεκτρονικά πάσης φύσης από τότε ως και σήμερα. Το άλμπουμ πήρε μάλιστα την ονομασία του από την πιο διάσημη εναρκτήρια κίνηση στο σκάκι (e2-e4), ενώ και η κιθάρα του ήταν κουρδισμένη από την ε2 στην ε4 χορδή. Ακριβή 1η έκδοση σε 1000 κόπιες, με επανέκδοση την ίδια σχεδόν χρονιά, επίσης σπάνια και ακριβή. Μία ακόμα προσεγμένη επανέκδοση ήρθε το 2016. Ψάχτε την ή να πω καλύτερα digg-άρετέ την.
Λιακάδα λοιπόν και διάλεξα να γράψω αυτή τη στήλη για το περίφημο βερολινέζικο άλμπουμ κοντά στη θάλασσα. Κόντρα στο χάος του, αυτό που αγαπάμε όσοι Έλληνες μουσικόφιλοι προτιμάμε ταξίδι και μελαγχολία πολλές φορές. Αξίζει δε να σημειωθεί πως, καθόλη τη διάρκεια της συγγραφής, απέναντί μου καθόταν για καφέ η διάσημη τραγουδίστρια Πάολα.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε αρχικά στο Avopolis το καλοκαίρι του 2019.