Με γόνατο σπασμένο, η κόρη αυτή, δηλώνω εγώ, είναι κάτι ωραίο και ψηλό, κάτι ηρωικά χαμένο που ηρωικά έχει βρεθεί. (Τρελό Κορίτσι, Ουίλιαμ Μπ. Γέιτς)
Στην τελευταία στροφή του Easy Come, Easy Go του 2008, η Marianne Faithfull κλείνει την πόρτα του δίσκου, αγκαζέ με τον Keith Richards, τραγουδώντας το “Sing Me Back Home” του Merle Haggard, ένα κομμάτι για τους φυλακόβιους που διαβαίνουν το διάδρομο προς την ηλεκτρική καρέκλα. Δεν τραγουδά στοματικά, έχει ακούσει την ιστορία του τραγουδιού, την ξέρει δεκαετίες νωρίτερα και την έχει φωλιάσει στα μέσα της, της τη σφύριξε ο Keith που σε έναν άλλο χωροχρόνο, την τραγουδούσε παρατημένος από την υπόλοιπη παρέα, κάπου στον Καναδά. Μα κι αυτός, από κάποιον άλλο την έμαθε, πιθανότατα από τον Gram Parsons, έτσι είναι αυτές οι ιστορίες που γίνονται τραγούδια, αλλιώς τα παραμύθια, τα βιβλία κι οι δίσκοι θα μένανε ως κρυφά κι ακοινώνητα μυστικά. Επόμενο ήταν η Faithfull να πάρει τούτο το τραγούδι, από μικρή είχε όρεξη για αλισβερίσι, άλλωστε ως μικρό κορίτσι θα ήταν εκείνο -και κανένα άλλο- που θα έδινε το Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα του Μπουλγκάκοφ στον Mick για να πάρει μπρος για το “Sympathy For The Devil”. Δεκαετίες μετά θα χάριζε σε μια αναμνηστική φωτογραφία αμφοτέρων, μια όμορφη γωνιά στην παριζιάνικη τουαλέτα της, λίγο πιο πάνω από τη λεκάνη. “I don't have a nostalgic bone in my body” επέμενε στις συνεντεύξεις της με αυτά ή παρεμεφή λόγια, ο άγγελος με τα μεγάλα στήθη που αντίκρυσε ο Andrew Loog Oldham στην κουζίνα κατά τη διάρκεια ενός party, και έβαλε τους Mick και Keith να γράψουν το “As Tears Go By”.
Στο ίδιο παριζιάνικο διαμέρισμα (τον καιρό που μοίραζε το χρόνος της μεταξύ Γαλλίας και Ιρλανδίας), είχε ένα κάδρο βαλμένο, όχι με τον επουσιώδη πια τρόπο της θέσης του Jagger ως παρελκόμενο του χεσίματος, μα με τα εξής λόγια ως επίρρωση των εκφάνσεων της διαδρομής της ή ως ερμηνευτική πτυχή των εκδοχών της: «Το ψέμα της αλήθειας και η αλήθεια του ψεύδους». Tο οποίο θα μπορούσαμε να μεταχειριστούμε και για τα ενδότερα της εντός υπόθεσης του οσκαρικού(;) Complete Unknown, ανεξαρτήτως της ρηχής του κινηματογράφησης, μα τελικώς αυτό είναι που καθολικά συμπίπτει σε προσωπικότητες με βαριές και περίπλοκες φωνές, που στη διαδρομή τους από τη υποτιθέμενη διαύγεια προς την ομιχλώδη βραχνάδα, τίποτε δεν πήγε εκφραστικά χαμένο. Κι αυτό, ας σημειωθεί για την περίπτωση της Faithfull που μάλλον υποτιμάται ως όμορφο 60s κορίτσι ή κατάπως είχε σημειώσει φλεγματικά, φίλος μουσικογραφιάς: «Αυτό που με ενοχλούσε πάντα στην Faithfull είναι ότι προσέγγιζε όλα τα δραματικά θέματα των τραγουδιών της, υποδυόμενη την χαροκαμένη. Ποτέ δε με έπεισε ότι ένιωθε minimum αυτά που τραγουδoύσε – περισσότερο μιμούνταν το περιεχόμενο των τραγουδιών και υποδυόταν ρόλους που όλοι μα όλοι είχαν κάτι από αυτήν την γυναικεία καρτερικότητα που υποδηλώνει η βραχνάδα της». Είναι άδικη τούτη η υποβιβαστική επιμονή, παρά τις όποιες ατυχείς δισκογραφικές της στιγμές μέσα στα χρόνια.
Μιας και πιάσαμε τη Dylan επικαιρότητα, δείτε για λίγο το κλιπάκι όπου η Faithfull τραγουδά μαζί με την Baez το “As Tears Go By”, ενόσω ο Bob χτυπάει τα πλήκτρα της γραφομηχανής, από τα outtakes του “Don't Look Back” του D.A. Pennebaker (τον καιρό που θα του έριχνε μια, κατά το κοινώς λεγόμενο, χυλόπιτα, κι εκείνος θα έσκιζε ένα ποιήμα που έγραψε για την αφεντιά της.).
Δεν είναι η ίδια με τη στουντιακή εκτέλεση του κομματιού, όπως δεν είναι ερμηνευτικά όμοια στις δύο εκφορές του “It’s All Over Now, Baby Blue” μέσα στις δεκαετίες, όπως δεν θυμίζει σε τίποτε το κορίτσι των sixties όταν πια έχει περπατήσει για χρόνια δίπλα στο σκοπού του θανάτου, ώστε τελικά να σηκώσει ένα τρανό κωλοδάχτυλο με το Broken English, εκείνο το θυμωμένο Frankenstein statement του 1979, ένα καταφατικό «ναι» στη ζωή, ένα «άντε γαμήσου» για τα περασμένα.
“I never gave to the rich/ I never stole from the poor/ I'm like a curious child/ Give me more, more, more/ More, more, more, more”. Ανώφελο να παραφουσκώνεις τα ίδια που λίγο έως πολύ γνωρίζετε και διαβάζετε τούτες τις ημέρες με άλλα λόγια, επικήδειους που ξεκινούν με γονιδιακές ερμηνείες για την καταγωγή της από τον αυστριακό συγγραφέα Λεοπόλδο Ρίτερ φον Ζάχερ-Μάζοχ (που έθεσε τον όρο μαζοχισμό), ξεπηδούν σε όλες αυτές τις φανταστικές και μη φήμες που την καταδιώκαν ες αεί, στη μάχη για τη φτιαξιά του “Sister Morphine”, στην απαίδευτη κινηματογραφική της παρουσία, στις λαρυγγίτιδες και τη χρήση που τη σμπαράλιασαν. Ουδεμία διαφυγή από τις οριστικές και αόριστες λεπτομερείς συνδέσεις κυριότερα με τα sixties, η παρεξήγηση θα κυριαρχεί παρά η ακάματη δισκογραφική της παρουσία μέχρι τέλους, παρά το “Strange Weather” -στην παραγωγή του Hal Willner και με τη διαλεχτή συμβολή των Bill Frisell, Dr. John, Garth Hudson, Michael Gibbs και άλλων πάνω στα τραγούδια των Tom Waits (χρόνια αργότερα, στη θεατρική μεταφορά του Black Rider, εκείνη υποδύθηκε το διάβολο) και Doc Pomus, πάνω στα “Boulevard Of Broken Dreams” και “Yesterdays” - που ενώ υπάρχει από το 1987 και στέλνει στον αγύριστο τις όποιες επιτηδευμένες indie dark cabaret απομιμήσεις, σα να παραπέφτει ως πεπραγμένο. Όπως και το αδύναμο Badalamenti-κο A Secret Life του 1995 (που στο NME της εποχής που κυκλοφόρησε τρώει ένα ξεγυρισμένο 3αρι με επωδό τη φράση «Βούλωσε το γυναίκα! Πήγαινε καλύτερα να ζωγραφίσεις ή να κάνεις κάτι άλλο τελοσπάντων!»), σα να δείχνει πια καλύτερα καμωμένο στις στιγμές του (“She”).
Προφανώς, σχεδόν μια δεκαετία μετά, με την παρέα των PJ Harvey, Nick Cave, Hal Willner, Damon Albarn και Jon Brion αλλά και με εκείνη των Pulp, Beck, Billy Corgan κ.ά θα μας παρέδιδε τα Before The Poison (2004) και Kissin Time (2002) αντίστοιχα, ουσιαστικότερα τελικά της sixties εμμονής. Η δεύτερη κι η τρίτη δισκογραφικά περίοδοι της Faithfull, όταν η νεανική της γοητεία είχε πια εξαλειφθεί (τουλάχιστον στη φωνή της) μα παρέμενε ως συμβολικά άφθαρτη υπόμνηση, είναι συμπαγείς και ουσιαστικές. Όπως έγραφε κι ένας τύπος στη στήλη του «Υπεραστικά», αναφερόμενος στις εκάστοτε επανόδους παλιών ηθοποιών και καλλιτεχνών εν γένει: «…όποιος δεν έχει τη νοημοσύνη της ηλικίας του, έχει όλη τη δυστυχία της ηλικίας του», και σε τέτοιου τύπου παγίδες ουδέποτε έπεσε η φίλη μας, με το να μηρυκάζει νεανικούς φθόγγους.
Η Marianne Faithfull γεννήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου του 1946 και πέθανε ένα μήνα μετά τα 78α της γενέθλια στις 30 Ιανουαρίου του 2025. Έσβησε ασαφώς ερμηνευμένη κατάπως περιπλέκονται τα λόγια της με το μεταλλόφωνο και τους ήχους των κουρδισμένων ρολογιών στο “City Of Quartz”. Αναντίρρητα στιγματίστηκε, διάλεξε λάθος φύλλα, αυτοϋπονομεύτηκε, ξοδεύτηκε, ηρέμησε και άλλαξε. Είχε πάντοτε σθένος, κάτι που κανείς δε μπορεί να παρερμηνεύσει.
“We saw the green fields/ Turn into homes/ Such lovely homes/ We saw the green fields/ Turn into stone/ Such lonely stone/ Now all my love is out/ It's just for you/ It's not a love song/ It's the last song for you”