Το φθινόπωρο του 1964, τη χρονιά της βρετανικής εισβολής και της καθιέρωσης του Bob Dylan, ο Lou Reed εργαζόταν ως in-house συνθέτης σε μια μικρή δισκογραφική εταιρεία με έδρα το Long Island της Νέας Υόρκης∙ μια εταιρεία που επέμενε να κυκλοφορεί παλιομοδίτια pop, rhythm ‘n’ blues και surf σινγκλάκια, σαν να μην πέρασε μια μέρα από τα τέλη της δεκαετίας του 1950: την Picwick. Η ονομασία της προερχόταν από το περίφημο The Pickwick Papers, το πρώτο μυθιστόρημα του Charles Dickens (1837, στα ελληνικά Τα έγγραφα Πίκγουικ, εκδόσεις Gutenberg, 2023, μτφρ. Ρένα Χατχούτ). Ίσως αυτή η λογοτεχνική αναφορά, σε συνδυασμό βέβαια με την αντικειμενική ανάγκη του για εύρεση εργασίας, να προέτρεψε τον 22χρονο Reed, που είχε πρόσφατα αποφοιτήσει με πτυχίο αγγλικής φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο του Syracuse, να χτυπήσει την πόρτα της εν λόγω εταιρείας. Εντούτοις, ο Reed είχε ήδη προλάβει να κάνει το ντεμπούτο του στη δισκογραφία, με το εφηβικό φωνητικό γκρουπ The Jades, που ηχογράφησαν το 1958 το εφτάιντσο Leave Her For Me / So Blue στην ετικέτα Time Records.

Ήταν, πάντως μια δουλειά πλήρους απασχόλησης, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Reed, «μια πραγματική δουλειά 9 με 5, μια δουλεά συνεχώς στην τσίτα», καθώς έπρεπε να παράγει καθημερινά συγκεκριμένο αριθμό τραγουδιών σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Αργότερα, πάντως, θα παραδεχόταν ότι ψήθηκε ως συνθέτης και καλλιέργησε το ταλέντο του δουλεύοντας για την Pickwick. Εξάλλου, παράλληλα με τα τραγούδια που έγραφε για το label, ο Reed αθόρυβα επεξεργαζόταν demo για μελλοντικά τραγούδια των Velvet Underground: “Heroin”, “I'm Waiting For The Man”, “Pale Blue Eyes”. Καθοδηγούμενος στο Πανεπιστήμιο του Syracuse από τον ποιητή Delmore Schwartz και έχοντας ήδη εντρυφήσει στα παραβατικά μυθιστορήματα του William Burroughs και του Hubert Selby Jr., ο Reed είχε ήδη αρχίζει να σχηματίζει στο μυαλό του το concept των Velvets. «Ναρκωτικά, βία, Νέα Υόρκη, όλα αυτά».

Ο Reed έπιασε δουλειά στην Pickwick χάρη σε μια φίλη του, η οποία μανατζάριζε την μπάντα του στο κολέγιο. Εκείνη τον σύστησε στον Terry Philips, τραγουδοποιό και de facto συνθέτη της εταιρείας. «Γράψαμε 33 τραγούδια και τα ηχογραφήσαμε σε δύο μέρες», καυχιόταν ο Reed σε μια επιστολή προς τον Delmore Schwartz, περιγράφοντας ωστόσο τα εξαντλητικά του ωράρια. Όχι, ο Reed στην πραγματικότητα δεν ήταν ευχαριστημένος από τη δουλειά του.

«Ήμουν μια αποτυχημένη Ellie Greenwich, η φτωχή αντρική εκδοχή της Carole King», θα έλεγε αργότερα, αναφερόμενος σε δύο από τις πιο καθιερωμένες συνθέτριες της pop των αρχών του ’60. Ως «εργάτης στο εργοστάσιο παραγωγής τραγουδιών της Pickwick», ο Reed τραγούδησε και έπαιξε κιθάρα σε μερικούς δίσκους ερμηνευτών που σήμερα δεν θυμάται κανένας (Jeannie Larimore, Robertha Williams) και σε συγκροτήματα προκάτ: The Primitives, The Surfsiders, The Beachnuts. Η κριτική, μερικά χρονικά μετά, θα ήταν αμείλικτη γι’ αυτές τις πρώιμες ηχογραφήσεις του. Ο Mike Kostek και ο Phil Milstein, δύο από τους κυριότερους μελετητές του έργου των Velvets και ιδρυτές της Velvet Underground Appreciation Society, θα έγραφαν στο πρωτοποριακό τους fanzine What Goes On: «Καμία δουλειά που έχει κάνει ο Lou δεν είναι τόσο ασήμαντη, τόσο προκατασκευασμένη, τόσο πεταμένη».

Ο Lenny Kaye, κιθαρίστας της Patti Smith και επιμελητής της θρυλικής psyche.garage συλλογής “Nuggets”, διαφωνεί με τον παραπάνω αφορισμό. «Ο Reed ωφελήθηκε από τη δουλειά του στην Pickwick», σημειώνει «Είναι σαν να προβάρει τη μελλοντική του περσόνα, το στυλ των τραγουδιών που πρόκειται να γράψει για τους Velvet Underground» ενώ, συγχρόνως, «δοκιμάζει τις αντοχές του, εκείνη την ανήσυχη και ακαταπόνητη εργασιακή ηθική που τον έσπρωχνε πάντα μπροστά».

Αργότερα, τόσο με τους Velvets όσο και σόλο, ο Reed θα ανέτρεχε τακτικά και σταθερά στις αγαπημένες του φωνές της δεκαετίας του 1950 και τους «δίσκους της εποχής της εφηβικής αθωότητας», με τους οποίους μεγάλωσε στο Μπρούκλιν: το rhythm ‘n’ blues των Dion & the Belmonts, το doo wop των Chantels από το γειτονικό Μπρονξ, το ακατέργαστο rockabilly της Sun. Παρόμοια ήταν τα τραγούδια που ηχογραφούσε για την Pickwick.  

Η εταιρεία Light in the Attic, γνωστή για τις πολύ προσεγμένες (επαν)εκδόσεις της (κυρίως σε βινύλιο), ξανανοίγει αυτό το ξεχασμένο κεφάλαιο της καριέρας του Lou Reed με την ανθολογία Why Don't You Smile Now: Lou Reed at Pickwick Records 1964-65. Η ίδια εταιρεία, εξάλλου, είχε κυκλοφορήσει -μεταθανάτια- το τελευταίο του album, το Hudson River Wind Meditations (2023), καθώς και τη συλλογή Words & Music, May 1965 (2022), με ανέκδοτες πρώιμες εγγραφές του, διασκευές σε κομμάτια του Dylan κλπ. Στην επιμέλεια της ανθολογίας συμμετείχε και η σύντροφος του Reed, Laurie Anderson, ενώ τις σημειώσεις του δίσκου υπογράφουν ο προαναφερθείς Lenny Kaye και ο δημοσιογράφος Richie Unterberger, συγγραφέας του σπουδαίου βιβλίου White Light/White Heat: The Velvet Underground day-by-day (Jawbone Press, 2009). Το σχεδιασμό και τη γραφιστική επιμέλεια του διπλού βιβυλίου ανέλαβε ο πολυβραβευμένος καλλιτέχνης Masaki Koike.  

Το έργο του Reed για την Pickwick δεν διεκδικεί δάφνες ιδιοφυίας. Προετοιμάζει όμως το έδαφος για τον επόμενο σταθμό της καριέρας του και προσφέρει μια συναρπαστική (τουλάχιστον για τους φανατικούς, καλή ώρα) πρώτη ματιά στην συνεχώς εξελισσόμενη, απεριόριστη τέχνη του.

Η ανθολογία περιλαμβάνει 25 κομμάτια, που ως προς τον ήχο εκτείνονται από το garage-rock και την pop των girl-group μέχρι την blue-eyed soul και την teen-idol μπαλάντα.

Ο Terry Philips, που αναφέρθηκε παραπάνω, εκπροσωπείται με τρία κομμάτια, που ακούγονται σαν καρικατούρες των πιο δακρύβρεχτων στιγμών του Gene Pitney (“Something’s Gotten Hold Of My Heart”, και τα ρέστα).

Τα πράγματα όμως αγριεύουν στο “You're Driving Me Insane” των Roughnecks, όπου ο Reed αφήνει υπόνοιες για το πώς θα εξελιχθεί ως συνθέτης, μιας και το κομμάτι προσιδιάζει στο “Heroin”. Το ίδιο ισχύει και για τον “Soul City” των Hi-Lifes, που ακούγεται σαν ακατέργαστος προπομπός του “Rock ‘n’ Roll” από το Loaded των Velvets.  

Όπως ειπώθηκε, ο Reed είχε πάντα αδυναμία στα girl-group των αρχών του ’60. Το “Oh No Don't Do It”, που ερμηνεύει η Ronnie Dickerson, ακούγεται σαν να τραγουδά η Ronnie Spector κάποιο από τα κομμάτια του Reed από το αυτοβιογραφικό Coney Island Baby (RCA, 1975). Παρόμοια, το “Teardrop In The Sand” των Hollywoods παραπέμπει στον αλήτικο, κοριτσίστικο pop ήχο των Shangri-Las.

Το “Cycle Annie” από τους Beachnuts είναι μια θορυβώδης αντιγραφή του hot-rod surf των Jan & Dean («Surf City”, “Batman”, κλπ.), με τον Reed μπροστάρη, να καθοδηγεί τον ρυθμό με την κιθάρα του.

Το “The Ostrich” των Primitives (που δεν πρέπει να συγχέονται με τους Ιταλούς γκαραζιέρηδες με το ίδιο όνομα), ηχογραφημένο προς το τέλος του '64, είναι μάλλον η πιο γνωστή ηχογράφηση του Reed για την Pickwick. Απλό στη σύλληψη και στη μελωδία, με στακάτο ρυθμό, με τον εύθραυστο μινιμαλισμό της κιθάρας του (συντόνισε κάθε χορδή στην ίδια νότα) να προϊδεάζει και πάλι το drone των Velvets, το “The Ostrich” είναι ένα garage διαμάντι, στο ίδιος ύφος με το “Farmer John” των Premiers (επίσης του 1964) ή με το “ The Witch” των Sonics.  

Το “The Ostrich” παίχθηκε αρκετά στο ραδιόφωνο. Ο Reed και ο Terry Philips προσπάθησαν να αδράξουν την ευκαιρία για να προωθήσουν τους Primitives. Χρειάζονταν όμως session μουσικούς για να κάνουν περιοδεία, μιας και όπως είδαμε, τα γκρουπ της Pickwick ήταν φωνητικά και λίγο-πολύ προκάτ. Προσέλαβαν λοιπόν δύο περίεργους, μοντέρνους τύπους που γνώρισε ο Philips σε ένα πάρτι: τον Ουαλό συνθέτη John Cale και τον πειραματικό καλλιτέχνη Tony Conrad μαζί με τον φίλο τους, τον γλύπτη Walter De Maria, στα ντραμς. Το συγκρότημα τελείωσε μετά από μερικές εμφανίσεις, αλλά ο Cale συνέχισε να κάνει παρέα με τον Reed, ενθουσιασμένος από την ικανότητά του να γράφει γερές μελωδίες. Ο Cale μάλιστα συμμετέχει στο τραγούδι που έδωσε τον τίτλο στην ανθολογία της Light In The Attic, το “ Why Don't You Smile”, ηχογράφηση των All Night Workers (παλιοί φίλοι του Reed από το πανεπιστήμιο) από την άνοιξη του 1965. Κιθαρίστας των All Night Workers ήταν ο Sterling Morrison, που εδώ ακούγεται σαν να προβάρει το hook από το “What Goes On”. Μερικές εβδομάδες μετά, ο Reed θα αποχαιρετούσε την Pickwick και μαζί με τους Cale & Morrison θα σχημάτιζαν τους Velvet Underground.

Ο Lou Reed, ο John Cale και μέλη των Primitives στη διάρκεια της τουρνέ του 1965. Copyright: 2022 Canal Street Communications, Inc

 

Tracklist:

1. The Primitives - the Ostrich
2. The Beachnuts - Cycle Annie
3. The Hi-Lifes - I'm Gonna Fight
4. The Hi-Lifes - Soul City
5. Ronnie Dickerson - Oh No Don't Do It
6. Ronnie Dickerson - Love Can Make You Cry
7. The Hollywoods - Teardrop in the Sand
8. The Roughnecks - You're Driving Me Insane
9. The Primitives - Sneaky Pete
10. Terry Philips - Wild One
11. Spongy and the Dolls - Really - Really - Really - Really - Really - Really Love
12. The Foxes - Soul City
13. The J Brothers - Ya Running But I'll Getcha
14. Beverley Ann - We Got Trouble
15. The All Night Workers - Why Don't You Smile
16. Jeannie Larimore - Johnny Won't Surf No More
17. Robertha Williams - Tell Mamma Not to Cry
18. Robertha Williams - Maybe Tomorrow
19. Terry Philips - Flowers for the Lady
20. Terry Philips - This Rose
21. The Surfsiders - Surfin'
22. The Surfsiders - Little Deuce Coupe
23. The Beachnuts - Sad Lonely Orphan Boy
24. The Beachnuts - I've Got a Tiger in My Tank
25. Ronnie Dickerson - What About Me

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured