Οι άθλοι του ήδη καταγράφονται στη μυθολογία του rock: ότι ο μάγκας κατέχει τη τέχνη του riff καλύτερα από τον καθένα· ότι όταν οι συνομίλικοί του έπιναν γάλα αυτός έπινε μπέρμπον ακούγωντας Muddy και Chuck Berry· ότι είναι ικανός να στείλει τον Tom Waits για ύπνο από τις δέκα κι αυτός απτόητος να συνεχίσει σερί για άλλα δυο 24ωρα· ότι λούστηκε κάποτε στα λασπόνερα του Μισσισσιπή και οι αλλιγάτορες σκόρπισαν για να του κάνουν χώρο· ότι έδωσε ραντεβού με το διάβολο μεσάνυχτα σε σταυροδρόμι σκοτεινό στο Ντόκερι για να του πουλήσει την ψυχή του με αντάλλαγμα την ψυχή του Robert Johnson, κι ο διάβολος φοβήθηκε να πάει...
Αυτό που παραμένει ανεξερεύνητο και που ενδεχομένως αξίζει να διερευνήσουν νυν και μελλοντικοί χρονικογράφοι είναι η ιδιαίτερη σχέση του του Keith Richards με την Τζαμάικα.
Στην αυτοβιογραφία του με τον τίτλο “Life” (Little, Brown and Company, 2010), ο Keith Richards σημειώνει:
«Πήγα για πρώτη φορά στη Τζαμάικα για μερικές μέρες το 1969, σ’ενα μέρος που λεγόταν Frenchman’s Cove. Μπορούσες να ακούσεις το ρυθμό ολόγυρά σου. Ελευθεριακή reggae, ska και rocksteady (…) Ανακάλυψα ότι έπιαναν δυο σταθμούς από τις ΗΠΑ, που το σήμα τους έφτανε καθαρά. Ο ένας ήταν από το Νάσβιλ και έπαιζε country, προφανώς. Ο άλλος ήταν από τη Νέα Ορλεάνη (...) Συνειδητοποίησα ότι αυτό που έκαναν αυτοί οι τύποι είναι ότι ακουγαν αυτούς τους δυο σταθμούς παράλληλα και προσπαθούσαν να τα συνδυάσουν. Άκου το “Send Me The Pillow That You Dream On”, στη reggae εκτέλεση που κυκλοφόρησε αργότερα από τους Bleechers. Ο ρυθμός είναι Νέας Ορλεάνης, η φωνή κι η μελωδία είναι Νάσβιλ. Το μαύρο και το λευκό δεμένα μαζί με έναν εκπληκτικό τρόπο. Οι μελωδίες των μεν και το μπητ των δε. Ήταν ο ίδιος συνδυασμός λευκού και μαύρου που μας έδωσε το rock n’ roll. Σκέφτηκα, κοίτα πράγματα, εδώ είναι μέρος για μένα.»
Τρία χρόνια αργότερα, το 1972, ο Keith Richards θα επέστρεφε στην Τζαμάικα μαζί με τους Stones αυτή τη φορά για την ηχογράφηση του Goat’s Head Soup.
«Η Τζαμάικα τότε δεν έμοιαζε με τη σημερινή. Το 1972 η χώρα ήταν σε άνθηση. Οι Wailers είχαν μόλις υπογράψει στην Island. Ο Marley μόλις είχε αρχίσει να καλλιεργεί τα dreadlocks του. Οι κινηματογράφοι έπαιζαν το The Harder They Come με τον Jimmy Cliff…»
Ο Jimmy Cliff ζούσε ήδη στην Αγγλία, όμως σ’εκείνο το ταξίδι του ο Keith Richards γνώρισε έναν άλλο rudie. Τον έλεγαν Justin Hinds κι ήταν τότε τριάντα ετών, έναν χρόνο δηλαδή μεγαλύτερος από τον Keith. Στις αρχές της δεκαετίας του 60 ο Hinds ήταν τραγουδιστής στο φωνητικό σχήμα των Dominoes, που τόσο επηρέασαν τους Wailers στα πρώτα τους βήματα· είχε σκοράρει κιόλας με το σκα-ρίφημα Carry Go Bring Home, 45άρι κομμένο στο Treasure Isle του δεν-θέλεις-να-τα-βάλεις-μαζί-του Duke Reid.
O Hinds το ‘72 είχε ήδη αποτραβηχθεί από τη Βαβυλώνα της δισκογραφίας. Ο πρώην rudie είχε γίνει πια rastafari. Περνούσε τον καιρό του παίζοντας τύμπανα και ψέλνοντας μαζί με γηραιότερους rastas στον οικισμό του Sheer Town, όχι μακριά από την παραλία του Κόλπου του Mammee, στην περιοχή του Ochos Rios· ούτε ένα τσιγάρο δρόμος από την περιοχή όπου γεννήθηκαν ο Burning Spear κι ο θεωρητικός του παναφρικανισμού Marcus Garvey.
«Στην Τζαμάικα εκείνη την εποχή ήμουν απλώς ένας ανάμεσα στο πλήθος. Η φάση των rastafari ήταν σε έξαρση, και υπήρχαν πολλοί νεαροί dreads στη γύρα, έτσι άρχισα να συχνάζω μαζί τους στα χωριά στους γύρω λόφους. Δεν είχαν ιδέα ποιοι ήταν οι Rolling Stones. Δεν έδιναν δεκάρα.»
Απελευθερωτική αίσθηση ανωνυμίας στο μαβί του δειληνού στα πόδια της Γαλάζιας Οροσειράς. Ο Keith Richards θα έφτιαχνε στο Ochos Rios την εξοχική του κατοικία και θα επέστρεφε εκεί κάθε χρόνο, υπακούοντας στο κάλεσμα της μουσικής των rastafari.
Χρειάστηκε να περάσουν μερικά χρόνια μέχρι ο Keith να συνδεθεί πραγματικά με την τοπική κοινότητα. Στην αρχή παραδέχεται ότι απλώς τον άφηναν να κάθεται μαζί τους και ν’ ακούει, σαν ήρωα σε μυθιστόρημα μαθητείας. Ώσπου ένα βράδυ, την ώρα που χτύπαγε ένα πελώριο τύμπανο, ο Justin Hinds του έκανε νεύμα να γρατζουνίσει την ακουστική κιθάρα. Οι σεβάσμιοι ενέκριναν τη μύηση. Για τα επόμενα τριάντα και κάτι χρόνια, κάμποσοι rastafari θα μαζεύονταν στο σπίτι του Keith για να τζαμάρουν, κι ο Keith θα είχε πάντα εύκαιρο ένα φορητό μαγνητόφωνο για να τους ηχογραφήσει.
«Από το 1972 έχω συγκεντρώσει καταπληκτικές ηχογραφήσεις σε κασσέτες, ηχογραφήσεις που στέκονται άνετα ακόμα και σήμερα».
Το 1995 ο μηχανικός ήχου Rob Fraboni, φίλος του Keith, ο οποίος είχε δουλέψει στην ηχογράφηση του Goat’s Head Soup, έτυχε να βρίσκεται σην Τζαμάικα για διακοπές. Ενθουσιάστηκε ακούγοντας τις κασσέτες του Keith και τού πρότεινε να ηχογραφήσουν με πιο επαγγελματικό τρόπο. Τρόπος του λέγειν επαγγελματικό, αφού και πάλι στο σπίτι του Keith κατηφόρισαν εφτά rastafari, ο Justin Hinds, ο Winston Blacksull Thomas, ο Warrin Williamson, η Maurren Freemantle, ο Vincent Ellis, ο Locksley Whitlock κι ο Milton Neville Beckerd, κι έστησαν τα τύμπανά τους γύρω από μόλις τρία μικρόφωνα που έγραφαν σε φορητό μπομπινόφωνο.
Τύμπανα μεμβρανόφωνα, της παράδοσης των Nyabinghi, τεράστια και αρχαία όσο κι η Μαύρη Μητέρα, μαθημένα να χτυπούν αργόσυρτα στα 4/4. Φλάουτα πού και πού, κι η ακουστική κιθάρα του Keith ν’ ακομπανιάρει με slide πρωτάκουστα, σε υλικό παραδοσιακό: “On Mount Zion I”, “ Morning Train”, “Roll Jordan Roll”, “ Rasta Army”,” Ring Out Mt. Zion Bells”,” Bright Soul”, και πλάι τους το “We Shall Overcome” του Pete Seeger ξορκισμένο λες από το μάγο της φυλής.
Οι εφτά πήραν το όνομα Wingless Angels κατόπιν προτροπής του Keith: «επειδή ο καθένας τους έπαιζε και τραγουδούσε σαν να τον είχε συνεπάρει μια ανώτερη δύναμη, αλλά, την ίδια ώρα, όλοι τους πατούσαν στη γη».
Ύστερα από συμφωνία με την Island του Chris Blacwell, το πρώτο album των Wingless Angels κυκλοφόρησε το 1997 υπό την ετικέττα της Mindless.
Στα επόμενα χρόνια οι Wingless Angels συνέχισαν να κατηφορίζουν από τις κοινότητες των λόφων στο σπίτι του Keith Richards για να ξεμουδιάσουν. Χρόνο με το χρόνο, απ’ τους εφτά έμειναν τέσσερις. Ο Vincent Ellis έφυγε με το που εκδόθηκε ο πρώτος δίσκος, ο Justin Hinds υπέκυψε στον καρκίνο του πνεύμονα το 2005 και μερικούς μήνες μετά τον ακολούθησε ο Locksley Whitlock.
Έναν όμως χρόνο πριν από το θάνατο του Justin Hinds, ο Keith είχε προνοήσει να τους ηχογραφήσει ξανά, αυτή τη φορά με πιο επαγγελματικό στήσμο, σ’ ένα στούντιο στο Βοτανικό Κήπο του Coyabana, με παραγωγό τον Brian Jobson.
«Το πιο ουσιαστικό στα τζαμαρίσματα των Wingless Angels ήταν ότι γίνονταν ελεύθερα, αυθόρμητα. Ποτέ δεν προγραμματίσαμε τίποτα. Ούτε για το πρώτο album ούτε γι’ αυτό που έμελλε να είναι το δεύτερο (...) Ο Justin απλώς θα έλεγε, ΟΚ, πιάστε το ρυθμό, και θα άρχιζε να ψέλνει καθώς χτυπούσαν τα τύμπανα...».
Το υλικό που διάλεξαν ήταν και πάλι παραδοσιακό: “Shady Tree”, Come Down Wickedn”, “Zion Bells”, “No Dark Day”, “Oh What A Joy”, “Band Of Angels”, και τα ρέστα.
Δοξαστικά και μπλουζ, ελεγειακά και ανυψωτικά, βαριά και αποσταγμένα, τα τραγούδια αυτά καίνε με την άσβεστη φλόγα που πυροδοτεί την αφοσίωση των πεποιθήσεων των Rastafari. Αρχαίo όσο κι ο ο χρόνος, αυτό είναι το στυλ των Nyabinghi – κάλεσμα με φωνές και τύμπανα που κόβει ως το κόκκαλο, ξεγυμνώνοντας το είναι ως την ουσία, το ακατέργαστο και δικαιωμένο πνεύμα των απλών ανθρώπων.
Τo box set “Wingless Angels: Limited Deluxe Edition” περιλαμβάνει 2 cd με το σύνολο των ηχογράφησεών τους με τον Keith Richards (27 κομμάτια) + dvd με το ντοκιμαντέρ για την μπάντα που γυρίστηκε το 2010. Κυκλοφορεί από το label της Mindless.