Η δισκογραφική πορεία του John Lee Hooker συνιστά ένα από τα πιο γνωστά κεφάλαια της blues ιστορίας. Η παραδοχή αυτή, ωστόσο, αφορά κυρίως τις ηχογραφήσεις του από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και μετά, την περίοδο που ο Hooker είχε ήδη επιβληθεί ως ένας από τους δημιουργούς τους μεταπολεμικού blues ήχου. Αφορά δηλαδή τις ηχογραφήσεις του κυρίως στις εταιρείες Vee Jay και Bluesway και αργότερα (για λίγο) στη Stax, την περίφημη συνεργασία του με τους Canned Heat το ‘70 στη Liberty, και φτάνει έως το θριαμβευτικό comeback του στα τέλη του ‘80, που τον έβαλε σχεδόν σε κάθε «σπίτι».
Συγκριτικά παραμερισμένο παραμένει το κεφάλαιο που αφορά τα πρώτα βήματα του Hooker στη δισκογραφία, δηλαδή τις ηχογραφήσεις του οι οποίες ήρθαν στο φως κυρίως από τις εταιρείες Modern και King, στα τέλη της δεκαετίας του 40 και στις αρχές του 50. Ηχογραφήσεις, που αποτελούν ίσως και το πιο σημαντικό κομμάτι της δισκογραφίας του∙ ήταν αυτές που διαμόρφωσαν το προσωπικό και άκρως επιδραστικό ύφος του ως ερμηνευτή και κιθαρίστα, χαρίζοντάς του παράλληλα το προσωνύμιο “The Boogie Man”.
Από το Δέλτα στο Ντιτρόιτ
Στην blues βιβλιογραφία αναφέρεται συχνότερα ως πιο πιθανή ημερομηνία γέννησης του Hooker η 22η Αυγούστου του 1917. Άλλοι πάλι τοποθετούν τη γέννησή του στις 17 Αυγούστου του 1920, ενώ ο ίδιος υποστήριζε ότι ήρθε στον κόσμο στις 22 Αυγούστου του 1920. Όπως και να’ χει, ο Hooker γεννήθηκε και πέρασε τα εφηβικά του χρόνια σε έναν αγροτικό οικισμό κοντά στην πόλη Clarkesdale, στο βόρειο Δέλτα του Μισσισσιπή. Ο πατέρας του, William Hooker, υπήρξε και ο ίδιος μουσικός, πιο πολύ ερασιτέχνης παρά επαγγελματίας, ο οποίος έπαιζε country blues στο γνωστό στιλ του Δέλτα. Ο πατήρ Hooker ουδέποτε ηχογράφησε, ωστόσο έδινε συχνά ζωντανές εμφανίσεις στα πέριξ του Δέλτα και αναφέρεται μάλιστα ότι συνόδεψε μερικές φορές τον μεγάλο Charley Patton αλλά και άλλους περιπλανώμενους bluesmen στις τοπικές τους εμφανίσεις. Από τον πατέρα του ο Hooker έμαθε και τα πρώτα «κόλπα» στην κιθάρα, ενώ την ίδια εποχή φέρεται να επηρεάστηκε και από έναν άλλον bluesman του Δέλτα, ο οποίος είχε φιλικές σχέσεις με την οικογένειά του: τον κιθαρίστα Tony Hollins, μπαρμπέρη κατά τα άλλα στο επάγγελμα, ο οποίος ηχογράφησε για λογαριασμό της εταιρείας Okeh στη δεκαετία 1941-51 και έπειτα αποτραβήχτηκε από τα κοινά. Λέγεται μάλιστα ότι στο δικό του “Crawling Kingsnake” είναι βασισμένο το “Crawling King Snake” μία από τις πιο γνωστές ηχογραφήσεις της πρώτης εποχής του Hooker.
O Hooker είχε ήδη μάθει τα βασικά της κιθάρας μέχρι τα 14 του, την εποχή δηλαδή που, απηυδησμένος από τη ζωή στον αγροτικό Νότο, εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι του και να βρει δουλειά. Hobbo με κιθάρα στο χέρι. Πρώτος προορισμός το Μέμφις, πόλη αν μη τι άλλο με blues παράδοση και ακμαία μουσική σκηνή. Ωστόσο, παρά τις προσπάθειές του να καθιερωθεί στο τοπικό κύκλωμα, ο Hooker δεν κατάφερε να ορθοποδήσει στα στέκια της Beale Street -η συνοικία που ήταν ανέκαθεν η Μέκκα του Μέμφις όσον αφορά τις αφροαμερικανικές μουσικές. Στη συνέχεια ο Hooker τράβηξε για τον Βορρά και εγκαταστάθηκε για λίγο στο Σινσινάτι του Οχάιο, ώσπου, το 1943, κατευθύνθηκε ακόμη πιο βόρεια και έφτασε στο Ντιτρόιτ.
Η κατεξοχήν τότε βιομηχανική πόλη των ΗΠΑ, αφενός προσέφερε ευκαιρίες σε έναν επίδοξο μουσικό, αφετέρου είχε σταθερά ανάγκη από φτηνά εργατικά χέρια που τροφοδοτούσαν τις αλυσίδες των τοπικών (αυτο)βιομηχανιών (εξ ού και ο χαρακτηρισμός Motortown). Στο Ντιτρόιτ, λοιπόν, μεταξύ του 1943 και του 1948, ο Hooker εργαζόταν το πρωί σε εργοστάσια και εμφανιζόταν ζωντανά το βράδυ στα μικρά στέκια των Αφροαμερικανών της πόλης. Στο ίδιο διάστημα, μέσα σε μια μόλις πενταετία, πρόλαβε ο αθεόφοβος να παντρευτεί τρεις φορές και να αποκτήσει τα δύο πρώτα του παιδιά (θα ακολουθούσαν, αν δεν χάνω το μέτρημα, άλλα τρία στη δεκαετία του 1950, ανάμεσά του και ο γνωστός πλέον δισκογραφικά John Lee Hooker Jr., γεννηθής το 1952).
Γάμοι και παιδιά όμως συνεπάγονται έξοδα, και στην περίπτωσή μας αυτό δεν αποτελεί απλώς ευφυολόγημα, αλλά συνδέεται με τον τρόπο που κινήθηκε δισκογραφικά ο Hooker στα πρώτα του βήματα στην πιάτσα, κάνοντας, όποτε του δινόταν η ευκαιρία, ηχογραφήσεις από δω κι από κει, προκειμένου να βγάλει κανένα δολάριο παραπάνω.
Το Ντιτρόιτ στις δεκαετίες του 1940-50 ήταν μεν σημαντικό κέντρο της αφροαμερικανικής μουσικής, είχε ωστόσο ορισμένες ιδιαιτερότητες σε σύγκριση με τη δισκογραφική παραγωγή των άλλων μεγαλουπόλεων του αμερικανικού Βορρά. Σε αντίθεση, ας πούμε, με το Σικάγο, όπου εταιρείες όπως η Chess και αργότερα η Vee Jay αναπτύχθηκαν ως τοπικοί έστω πυρήνες του blues και του rhythm ‘n’ blues, στο Ντιτρόιτ, της προ-Motown, εποχής δεν υπήρχε κάποια κραταιά εταιρεία η οποία να κινεί τα νήματα για την αφροαμερικανική μουσική κοινότητα. Οι ηχογραφήσεις στο Ντιτρόιτ της περιόδου εκείνης γίνονταν κατά κανόνα ως εξής: συνήθως οι διάφοροι ανεξάρτητοι τοπικοί promoters-managers-producers (οι οποίοι, ενίοτε, ήταν συγχρόνως και ιδιοκτήτες μπαρ, bootleggers ή ακόμη και νταβατζήδες) ανακάλυπταν κάποιον μουσικό, έγραφαν ορισμένα session μαζί του και εν συνεχεία έκαναν συμφωνία με εταιρείες, που είχαν την έδρα τους σε άλλες πόλεις, για την κοπή των δίσκων και για τη διανομή τους σε ευρύτερο επίπεδο. Συχνά, ο ίδιος παραγωγός-μάνατζερ μπορεί να συνεργαζόταν με περισσότερες από μία εταιρείες. Έτσι, οι ηχογραφήσεις ενός μουσικού ήταν πιθανόν να κυκλοφορούσαν κάτω από διαφορετικά labels, ανάλογα με το deal. Το γεγονός αυτό εξηγεί, όπως θα δούμε λίγο πιο κάτω, τον κατακερματισμό της πρώιμης δισκογραφίας του Hooker σε ένα σωρό διαφορετικές εταιρείες και, ενίοτε, κάτω από διαφορετικά ψευδώνυμα, για λόγους δικαιωμάτων.
Οι πρώτες ηχογραφήσεις στη Modern
Ό πρώτος που διέγνωσε στο Ντιτρόιτ το ταλέντο του Hooker ήταν ο Elmer Barbee, ιδιοκτήτης ενός τοπικού δισκοπωλείου. Με τη δική του βοήθεια, τον Σεπτέμβρη του 1948, ο Hooker ηχογράφησε ένα πρόχειρο demo, το οποίο κατόπιν ο Barbee έκανε πάσα στον Bernie Basman, έναν από τους κυριότερους ανεξαρτήτους παραγωγούς της πόλης, ο οποίος λειτουργούσε στο στιλ που περιέγραψα πιο πάνω. Το πρώτο session για λογαριασμό του Basman απέδωσε 4 κομμάτια, με πρώτο κατά σειρά ηχογράφησης το “Sally Mae” και τελευταίο το τραγούδι στο οποίο στηρίχτηκε ο πρώιμος μύθος του Hooker: το περίφημο “Boogie Chillen”, ένα αρχικά χαλαρό και mid tempo boogie, που στα χέρια του Hooker μεταμορφώθηκε σε πραγματικό δυναμίτη. Διαβλέποντας ότι έχει στα χέρια του ένα κομμάτι με τα φόντα να γίνει hit σε παναμερικανικό επίπεδο, ο Basman έσπευσε να κλείσει συμφωνία για τη διανομή των δίσκων με την εταιρεία Modern της Δυτικής Ακτής. Το deal αποδείχτηκε επιτυχημένο και για τις δύο πλευρές, καθώς το “Boogie Chillen” σκαρφάλωσε τον Γενάρη του 1949 στο Νο 1 του rhythm ‘n’ blues του Billboard και έγινε μία από τις μεγαλύτερες αφροαμερικανικές επιτυχίες της μεταπολεμικής περιόδου, δίνοντας, όπως εικάζεται, πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα σε πωλήσεις. Βεβαίως, ο ίδιος ο Hooker δεν στάθηκε ιδιαίτερα «τυχερός» στη μοιρασιά των δικαιωμάτων από τις πωλήσεις του δίσκου, αλλά αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα, που αφορά γενικά τους Αφροαμερικανούς μουσικούς και τον τρόπο με τον οποίο τους αντιμετώπιζαν οι δισκογραφικές εταιρείες, τουλάχιστον έως τα τέλη της δεκαετίας του ‘60.
Παρά την επιτυχία, ο Hooker δεν έμεινε πιστός στο Basman, καθώς όπως είπαμε …είχε έξοδα. Έτσι, μόλις έναν μήνα μετά το ντεμπούτο του, όταν του δόθηκε η ευκαιρία για μια σειρά από νέα session με έναν άλλον ανεξάρτητο παραγωγό ονόματι Joe Van Battle, ο Hooker δεν είπε όχι. Κάπου εδώ αρχίζει το μπλέξιμο, καθώς, μέχρι και τα μέσα του 1950, ο Hooker θα κάνει πολλαπλά session για τον Bassman, τον Van Battle αλλά και άλλους ανεξάρτητους παραγωγούς και θα δει τα τραγούδια του να κυκλοφορούν σε μια σειρά από διαφορετικές εταιρείες και κάτω από διάφορα ψευδώνυμα. Για παράδειγμα, το εκπληκτικό instrumental “Stomp Boogie” και το “Black Man Blues” (αμφότερα γραμμένα τον Δεκέμβρη του 1948) κυκλοφόρησαν αρχικά από την εταιρεία King κάτω από τα ψευδώνυμα Texas Slim και John Lee Cooker (οποία πρωτοτυπία!), το “Helpless Blues” και το “Going Mad Blues” βγήκαν από την Regent κάτω από το ψευδώνυμο Delta John, το έξοχο α λα talking blues “Low Down-Midnite Boogie” εκδόθηκε από την Savoy και φερόταν να ανήκει σε «κάποιον» Birmingham Sam & His Magic Guitar (!), τα “Miss Rosie Mae” και “Highway Blues” κυκλοφόρησαν λίγο αργότερα από την Prize label κάτω από το ψευδώνυμο Johnny Williams ….και πάει λέγοντας.
Τα παραπάνω κομμάτια είναι αναμφισβήτητα πρώτης κλάσης, ακόμη κι όταν αδικούνται από την ποιότητα της ηχογράφησης - εννοείται ότι μιλάμε για ηχογραφήσεις που γίνονταν μια κι έξω, μέσα σε λίγες μόνον ώρες, χωρίς overdubs, ραφιναρίσματα και φρου φρου. Φαίνεται πάντως ότι, παρά την αξία των εν λόγω ηχογραφήσεων, ο Hooker, όταν δεν…ξενοκοιμόταν, φύλαγε μάλλον τον καλύτερο εαυτό του για τα κομμάτια που έγραφε κατά καιρούς με τον Basman, τα οποία, εξάλλου, κυκλοφορούσαν (από τη Modern) με το πραγματικό του όνομα. Από το δεύτερο session με τον Basman (Φλεβάρης του 1949) προέκυψαν τα αθάνατα “Drifting From Door To Door”, “Hobo Blues” και “Crawling King Snake”, ενώ η επόμενη συνάντησή τους στο στούντιο μας χάρισε το γλεντζέδικο “Hoogie Boogie” που έγινε και αυτό Top 10 στο Rhythm ‘n’ Blues Chart, τον Απρίλιο του 1949. Λίγους μήνες αργότερα, ο Basman θα κάνει τη σοφή κίνηση να ενώσει στο στούντιο την κιθάρα του Hooker με τη θαυμάσια αρμόνικα του νιόβγαλτου τότε Eddie Burns. Γεννημένος στο Belzoni του Mississipi, τον Φεβρουάριο του 1928, ο Burns εξελίχτηκε αργότερα, σόλο, σε έναν από τους κορυφαίους bluesmen του Ντιτρόιτ, καθώς υπήρξε και μάστορας στην κιθάρα πέρα από την αρμόνικα. Μολονότι δεν παρέμεινε για πολύ καιρό μαζί με τον Hooker, η συμβολή του υπήρξε πολύτιμη, σε δύο τουλάχιστον από τα καλύτερα tracks του τελευταίου τότε, τα “Miss Eloise, Miss Eloise” και “Burnin’ Hell”. Φυσικά, ο ίδιος ο Hooker σε όλο αυτό ο διάστημα δεν περιορίστηκε στις ηχογραφήσεις του με τον Basman, αλλά συνέχισε να γράφει από καιρό σε καιρό και με άλλους παραγωγούς, κυρίως για τον Van Battle και για την εταιρεία King. Από αυτές τις ηχογραφήσεις, χρίζει ειδικής μνείας η «ψιθυριστή» ερμηνεία του στο “Drifting Blues” που είχε γίνει επιτυχία το 1946 από αυτόν τον μέγιστο πιανίστα και τραγουδιστή του blues που άκουγε στο όνομα Charles Brown.
Τα κομμάτια της τριετίας 1948-50 διαμόρφωσαν το προσωπικό ύφος και το στιλ του παιξίματος του Hooker, στο οποίο και έμενε πιστός τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του: κιθάρα με ελάχιστη ενίσχυση, λιτή ενορχήστρωση με τα χτυπήματα του ποδιού στο ξύλινο πάτωμα ως rhythm section, στακάτο τέμπο, ήχος οξύς, επίμονος και όσο δεν παίρνει ακατέργαστος, φωνή που ακούγεται σαν μουρμουρητό ή ακόμη και ως βόμβος, χωρίς φτιασίδια. Με δύο λόγια, απλό βασικό blues, αστικό ως προς τις συνθήκες καταγραφής του στο βινύλιο αλλά και συνάμα επικίνδυνα αγροτικό και Νότιο ως προς τις καταβολές του.
Τα session για την Chess
Ο Hooker μετά το 1950, μετακινήθηκε σε διάφορα labels. Η πλειοψηφία αυτών των τραγουδιών κυκλοφόρησε από τη Modern και τη Sensation, συν μερικά που εκδόθηκαν από την Gone, την King, αλλά και την Chess. Είναι αλήθεια ότι οι πωλήσεις των δίσκων του Hooker είχε μειωθεί στις αρχές του ‘50, παρά τις προσπάθειες για ένα “Boogie Chillen no 2.” Είναι αλήθεια επίσης ότι, στην αναζήτηση ενός πιθανού hit, ρετουσάρισε λιγάκι τον άκαμπτο ήχο του, με αποτέλεσμα κομμάτια, όπως το “Crying All Night”, το “Come Back Baby” ή το “Just Like A Woman”, να ακούγονται, παρά την αξία τους, λίγο «επίπεδα» για τα κυβικά του. Όμως ούτε αυτή η προσπάθεια απέδωσε και έτσι επέστρεψε στο παλαιότερο στιλ των παραγωγών του, αναδεικνύοντας και πάλι την ακατέργαστη πλευρά του ήχου του.
Προς το τέλος του 1950, δύο από τις πιο δυναμικές στιγμές ολόκληρης της δισκογραφίας του Hooker: το “Queen Bee” (καμία σχέση με το φερώνυμο κομμάτι του Slim Harpo) και το “Grinder Men” (όπως ονομάζεται, συμπωματικά ή όχι, και το σχήμα του Nick Cave).
Στην ίδια περίοδο ανήκει και τα “Mad Man’s Blues”, το πρώτο κομμάτι του Hooker που κυκλοφόρησε από την Chess. Πέρα από το γεγονός ότι πρόκειται για ένα διαβολεμένο boogie στο κλασσικό στιλ του, το αξιοπερίεργο της ιστορίας εδώ είναι ότι το σχετικό single χρεώθηκε σε «κάποιον» John Lee Booker!
Οι ηχογραφήσεις του Hooker στην Chess καλύπτουν οχτώ συνολικά τραγούδια, ηχογραφημένα όλα τον Απρίλιο του 1951. Ανάμεσά τους κλέβουν την παράσταση τα “Ground Hog Blues”, “Louise”, “Ramblin’ By Myself” και “High Priced Woman” (ο Hooker σε στιλ T Bone Walker!). Στα κομμάτια αυτά συμμετέχει και ο εξαιρετικός, γεννημένος στην Τζαμάικα, κιθαρίστας Eddie Kirkland.
Μετά από τα session για την Chess, ο Hooker ηχογράφησε σκόρπια στις εταιρείες Stuff και Gotham (μεταξύ άλλων το θαυμάσιο “Catfish”, κυκλοφορημένο με το ψευδώνυμο John Williams), και κατόπιν επέστρεψε για λίγο στη Modern, στις αρχές του 1954. Εδώ έγραψε το θρυλικό “I’m in the mood”, στην πρώτη του εκδοχή που πούλησε τότε κοντά στο 1 εκατ. αντίτυπα, αλλά και άλλα πολύ γερά tracks όπως τα “Walking Down Boogie”, “Worried Life Blues”, “I Don’t Need Nobody” κ.ά.
Από το Ντιτρόιτ στο Σικάγο και στη Vee Jay
Μετά από το διαζύγιό του από τη Modern, ο Hooker θα κάνει ένα πολύ σύντομο πέρασμα από την εταιρεία Speciality, η οποία είχε επίσης ως έδρα της τη Δυτική Ακτή των ΗΠΑ. Η μοίρα του όμως φαίνεται ότι ήταν συνδεδεμένη με τον Βορρά, πιο συγκεκριμένα με το Σικάγο. Την πόλη, δηλαδή, στην οποία ήδη από τον Ιούλιο του 1953 είχε ιδρυθεί, από την Vivian Carter και τον Smilin’ Jimmy Bracken, η θαυμάσια εταιρεία Vee Jay. Έχοντας ήδη κάνει θραύση στα rhythm ‘n’ blues charts με το ιδιοσυγκρασιακό blues του Jimmy Reed, οι υπεύθυνοι της Vee Jay είδαν στο πρόσωπο του Hooker κάποιον που ήταν ικανός να επαναλάβει την επιτυχία αυτή και φυσικά δικαιώθηκαν για την επιλογή τους. Όπως φυσικά δικαιωθήκαν και από την απόπειρά τους να εκμοντερνίσουν τον ήχο του Hooker, κάνοντάς τον περισσότερο αστικό και λιγότερο νότιο, χωρίς όμως να χάνει τις αιχμές του. Το πρώτο session του Hooker για τη Vee Jay έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1955. Στα επόμενα χρόνια και μέχρι το τέλος των '50s, ο John Lee Hooker θα ηχογραφήσει στην εν λόγω εταιρεία πασίγνωστα κομμάτια όπως το “Dimples”, το “Maudie” και το “Boom Boom”, και θα πάρει o διάολος τους Animals, τους Yardbirds, και εμάς παρέα. Αυτή είναι, όμως, μια άλλη ιστορία...