Υπάρχει ένας άγραφος νόμος στους «σύγχρονους» (αυτούς που δραστηριοποιούνται από τα early ‘10s και ύστερα) techno DJs/producers: εάν οι προσλαμβάνουσες που τους σμίλεψαν εμπεριέχουν όλο το ζοφερό πακέτο – τουτέστιν, ένα κράμα από post-punk, synth-punk, new wave, industrial, EBM και, για το επιπρόσθετο όσο και απαραίτητο αλατοπίπερο, Italo -, τότε το αποτέλεσμα του δικού τους ήχου ή των δικών τους επιλογών όταν καλούνται να επιμεληθούν ένα dance floor δύσκολα θα κουράσει ή θα προκαλέσει χασμουρητά. Εάν από την άλλη, οι επιρροές τους είναι αμιγώς techno – ειδικά techno που τοποθετείται από τα ‘90s και μετά – και η λέξη “Detroit” φαντάζει πρωτάκουστη σε παιχνίδι γεωγραφικών γνώσεων, τότε τα πράγματα είναι ζόρικα. Βαρετά. Ανέμπνευστα.
Οι γυναίκες DJs/producers της συγκεκριμένης σκηνής αποτελούν πλέον μια νόρμα και είναι σχεδόν ισόποσες με τους άντρες ομολόγους τους. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί να ξεκαρφιτσωθεί η σκέψη από το μυαλό ότι πολλές εξ’ αυτών που κυριαρχούν στη συλλογική αντίληψη θυμίζουν περισσότερο φωτομοντέλα – που δεν έχουν να προσφέρουν κάτι το παραπάνω μουσικά –, κάτι που κάνει πάρα πολύ κόσμο να τους θυμάται κυρίως για αυτή την (έστω, ακουσίως κεκτημένη) ιδιότητα. Μπορεί να αδικεί τη μουσική τους, μπορεί και όχι, το εν λόγω μαρκετίστικο τρικ δουλεύει και οργώνουν όλο τον κόσμο με αλλεπάλληλα DJ sets. Υπάρχουν όμως, DJs των οποίων το γούστο και οι γνώσεις προηγούνται οποιουδήποτε άλλου ερεθίσματος μπορεί να εκπέμπουν, ως εκ τούτου μάλλον τοποθετούνται ακόμα σε πιο underground κατατόπια. Το παρόν κείμενο ούτε θέλει να κουνήσει το (αηδιαστικά εκλεκτικό) δάχτυλό του σε κανένα, ούτε να γκρινιάξει για αυτή τη συνθήκη. Ίσως μόνο να υπενθυμίσει 5-6 περιπτώσεις τριγύρω μας, ολοζώντανες και πέρα για πέρα ορεξάτες.
Helena Hauff
Με σπουδές σε φυσική και καλές τέχνες, η (από Έλληνα πατέρα) Helena Hauff ξεκινάει από το Αμβούργο με στόχο να κάνει τη μεγάλη διαφορά – χωρίς αυτό να είναι αυτοσκοπός. Παίζει μόνο με βινύλια, δεν χρησιμοποιεί καθόλου τα social media (πέραν ενός υποτυπώδους soundcloud account έτσι για τα τυπικά), κλείνει στο ρελαντί mega slots όπως αυτά του Printworks (αιωνία η μνήμη του) και του Primavera, ενώ το δικό της υλικό (συντεθειμένο με αποκλειστικά αναλογικό εξοπλισμό) τρυπώνει σε labels όπως η Panzerkreuz (sublabel
υπερ-cult Ολλανδικής Bunker), η Dark Entries και η περίφημη Ninja Tune, ενώ από το 2015 τρέχει και το δικό της label, Return To Disorder. Ο ήχος της εναλλάσσεται μεταξύ acid και EBM – δίνοντας στο “dark” και στο “sexy” ισόποσο μερτικό.
Nastia Reigel
Από τα παράνομα πάρτι στη Σιβηρία μέχρι τις πίστες του Berghain και του Tresor, η Nastia Reigel δε φοβάται να πειραματιστεί με υπόγεια, σκοτεινή techno στα set της αλλά και να εντάξει το post-punk, το industrial και το noise σε σημεία που ενδεχομένως να μην περιμένει κανείς. Το post-punk alias της ονόματι Rosa Damask (και συγκεκριμένα η εξαιρετική κασέτα της που κυκλοφόρησε προ πενταετίας από τη Hospital Productions) δίνουν ένα ολόφρεσκο lo-fi twist στο είδος με ενδιαφέρουσες εκπλήξεις καθ’ όλη τη διάρκεια της ακρόασης.
DJ Volvox
“Uneasy times call for uneasy music, which makes New York’s Volvox just the DJ we need right now”, είχε δηλώσει κάποτε ο Philip Sherburne του (τοποθετημένου σε μηχανική υποστήριξη πλέον) Pitchfork, μια από τις δηλώσεις του εν λόγω σάιτ που πραγματικά πετυχαίνουν στόχο. Η Ariana Paoletti από τη Βραζιλία, εάν ήταν μια δεκαετία μεγαλύτερη, ενδεχομένως να ήταν resident στο θρυλικό Limelight – βέβαια η τωρινή Νέα Υόρκη (λέγε με Basement) και το Βερολίνο μια χαρά της πάνε. Όξινα, υπόγεια beats που σε συνεπαίρνουν με τέτοιο τρόπο που, χωρίς να το καταλάβεις, βρίσκεσαι στο έλεος της ροής που η ίδια αποφασίζει να δώσει σε κάθε μεταμεσονύχτια εξόρμησή της πίσω από ένα ζευγάρι decks – τα οποία μάλιστα έχει μοιραστεί κατά καιρούς με ονόματα όπως The Hacker, Legowelt και Ancient Methods.
Veronica Vasicka
Αν υπάρχει ένας άνθρωπος παγκοσμίως που ευθύνεται για την αναβίωση του υπόγειου και κάπως ξεχασμένου ήχου του minimal synth/coldwave των ‘80s (κατά κύριο λόγο από Ευρώπη μεριά) τότε αυτή είναι η υπερταλαντούχα σκαπανέας Veronica Vasicka. Φέροντας περισσότερο τη λογική ενός μουσικού curator με την ευρύτερη έννοια παρά ενός DJ καριέρας, με την ίδρυση του label Minimal Wave το 2005 επενδύει στην αγάπη της για την ‘80s αρχαιολογία, δίνοντας διεθνές βήμα και στους δικούς μας, σπουδαίους In Trance 95 (αφότου ανακάλυψε δουλειά τους σε παζάρι βινυλίων). Σαν να μην έφτανε αυτό, αποτελεί ιδρυτικός μέλος του θρυλικού πειρατικού East Village Radio, όπου και στα mid-00s μοιραζόταν τον ίδιο χώρο με τους Mark Ronson, Steve Lillywhite, to name a few – ένα legacy που συνεχίζει μέσω ενός εκπληκτικά επιμελημένου radio show στο παγκοσμίου φήμης NTS. Η σχέση της και οι επαφές της με το high fashion (επιμελήθηκε τη μουσική σε μεγάλο πάρτι της Calvin Klein το 2017 κατόπιν πρόσκλησης του Raf Simons, ενώ αρκετά από τα εξώφυλλα της MW και του sublabel Cititrax τα έχει επιμεληθεί ο Peter Miles, graphic designer που έχει συνεργαστεί με Marc Jacobs και Celine, μεταξύ άλλων) κουμπώνουν άψογα με το ντελικάτο ύφος που δίνει στα set της, μια πανδαισία από minimal διαμαντάκια με «τιμωρητική» techno τύπου Downwards.
Marie Davidson
Περισσότερο γνωστή ως μουσικός παρά ως DJ, όταν ωστόσο φοράει το καπέλο της δεύτερης ιδιότητας δεν αφήνει κανένα dancefloor στεγνό. Αν εξετάσουμε τη δισκογραφική της πορεία, από τις minimal αρχές και το πέρασμα από τη Cititrax της Veronica Vasicka μέχρι και την Italo/Synthwave κατάληξή της στη Ninja Tune (πάντα με κέντρο βάρους τα εκφραστικά spoken word φωνητικά της και την αυτοβιογραφική, ελαφρώς tongue-in-cheek στιχουργία της), τότε δεν απορεί κανείς γιατί τα sets της μπορεί να περιέχουν από ψηλούς (άνω των 150) δείκτες BPM αλλά και drum’n’bass περάσματα. Συν η φοβερή ενέργεια που εκπέμπει η παρουσία της και μόνο στον εκάστοτε χώρο.
VTSS
Το odd one out συγκριτικά με τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, μίλια μακριά από την techno που εκπροσωπούν – μα ίσως και η περίπτωση που έχει τα φόντα να κάνει το «μεγάλο crossover» σε mainstream πίστες. Η μεγαλωμένη στην Πολωνία (και κάτοικος Βερολίνου για πολλά χρόνια) Martyna Maja σκαρφίζεται DJ sets υψηλών οκτανίων, εντάσσοντας στις μίξεις της από Skrillex και Low Jack μέχρι Years of Denial. Εσχάτως έχει ξεκινήσει, εκτός από τις δικές της παραγωγές, να κάνει φωνητικά στα κομμάτια της αλλά και να διεκπεραιώνει high profile συνεργασίες – όπως αυτή με τον Boys Noize στο “Steady Pace”, του οποίου το μπάσο και τα synths, καθώς και ο χειρισμός της φωνής, παραπέμπει επικίνδυνα στην προ δεκαπενταετίας συνεργασία του Paul Oakenfold με τη Brittany Murphy, σαν να μας έδωσαν ένα καινούριο “Faster Kill Pussycat” για το 2023.