Αυτό το κείμενο-podcast αδικαιολόγητα άργησε τουλάχιστον δύο χρόνια. Την άνοιξη του 2022 και ενώ ο πλανήτης ζούσε απανωτά lockdown, η Warp επανακυκλοφορούσε σε βινύλιο τρία από τα deep cuts (Microtronics, Mother is the Milky Way και BBC Maida Vale Sessions) που είχε αφήσει πίσω το το γκρουπ από το Birmingham και νέες γενιές ακροατών έμελλε να ανακαλύψουν τόσο τις καθηλωτικές ερμηνείες της Trish Keenan όσο και τα καλειδοσκοπικό μοτίβα που ακολουθούσε για να αποδομήσει ενορχηστρώτικά την κινηματογραφική pop ο James Cargill. Το άρθρο του daily bandcamp που τότε είχε μόλις ξεκινήσει τα περίφημα Bandcamp Fridays και είχε όλο το buzz του indie κόσμου, υπενθύμισε το υπόλοιπο βινυλίων στις αποθήκες της Warp από τις επανατυπώσεις του κορμού της δισκογραφίας τους (το 2015) και για λίγο, μέσα στην γενικευμένη δυστοπία, μία από τις πιο παραγνωρισμένες μπάντες των 00s αποτέλεσε εκ νέου το σημείο αναφοράς ή αλλιώς "a dreamy way out" για όποιον ήθελε να απολαύσει φαντασμαγορική μουσική και ονειρικά κολάζ ήχων που ήταν τόσο αποπροσανατολιστικά από τον μέσο όρο της Brit pop όσο και μαγευτικά θυμίζοντας μας ότι «οι αναμνήσεις είναι ξύπνια όνειρα και τα όνειρα είναι αναμνήσεις ύπνου…»
Πρώτη φορά άκουσα τον Θανάση Μήνα να παίζει στον Rock Fm των late 90s τους Broadcast. Το “Come On Let’s Go” ήταν για όλη την Relevant Box παρέα (και όχι μόνο) το βαθιά εναλλακτικό χιτ του 2000 και το Vinyl Microstore του Νεκτάριου είχε αναλάβει τις πρώτες ουσιαστικές διανομές του δίσκου - CD The Noise Made By People στους πιστούς. Από τα κατάλληλα χέρια στο στέκι της Διδότου, ήταν θέμα χρόνου να φτάσει στο ραντάρ των Metropolis και από εκεί να μεγαλώσει ένα από τα πιο δίκαια hype (δίπλα στους Flaming Lips, Mercury Rev και Death In Vegas) που είχε δει η ψυχεδελική σκηνή που αναβίωνε εκείνη την εποχή, μπασταρδεμένη με avant garde electronica πινελιές.
Όπως τότε έτσι και τώρα, που οι Broadcast εξακολουθούν να οδηγούν την κούρσα των πιο underrated συγκροτημάτων στην indie - alternative σκηνή, είτε χάρη στο πρόσφατο ξώφαλτσο hype της shoegaze, είτε από την αέναη επίδραση που δείχνουν να έχουν τα 90s / early 00s στην μουσική. Η σπουδαιότητα του έργου και η ιδιαιτερότητα του ήχου που άφησαν πίσω επιβεβαιώνεται σε κάθε ακρόαση των προσεγμένων επανεκδόσεων (γιατί τα πρώτα pressings χτυπάνε πλέον τριψήφια νούμερα αγοραπωλήσιας).
Η δε τραγική απώλεια της Trish Keenan, δεκατρία χρόνια πριν (14 Ιανουαρίου 2011 από H1N1 που μετατράπηκε σε πνευμονία) σε συνδυασμό με τα ελάχιστα -εως ανύπαρκτα- αφιερώματα του εγχώριου μουσικού τύπου στην ψηφιακή εποχή σχετικά με το γκρουπ, κάνει σκιαγραφήσεις όπως αυτές των συντακτών Θανάση Μήνα, Μάνου Μπούρα, Άγγελου Κλειτσίκα και της σκηνοθέτιδας Cat Tassini να έχουν την ανάλογη βαρύτητα προκείμενου να συστηθεί -έστω ετεροχρονισμένα- η μπάντα σε ακροατές που δεν πρόλαβαν ή δεν είχαν την τύχη να “ζήσουν” την μπάντα σε πραγματικό χρόνο.
Cinematic-pop ομίχλη
«Η ερμηνεία της Trish Keenan είναι συναισθηματικά αποστασιοποιημένη. Η φωνή της απορρέει αβίαστα. Χαμηλόφωνα θεατρική∙ ψίθυροι του Μπέκετ, ελεγχόμενες κραυγές του Ιονέσκο, σε cinematic-pop, ψυχεδελική ομίχλη.
Οι στίχοι που τραγούδησε με τους Broadcast, σε album όπως το “The Noise Made by People” (2000), το “Haha Sound” (2003) ή το “Tender Buttons” (2005), «διαβάζονται» σαν να γράφτηκαν «αυτόματα», με έναν τρόπο που παραπέμπει στα πρωτοποριακά, ντανταϊστικά και σουρεαλιστικά κινήματα τέχνης.» Θανάσης Μήνας
Καθώς οι στακάτες κιθάρες και το επιβλητικό moog του "Message From Home" από το Work And Non Work album του 1997 κυλάνε στο αυλάκι, συνειδητοποιώ ότι οι Broadcast είχαν το γκολ από τα αποδυτήρια. Η πρώτη τους κυκλοφορία ήταν για το label Duophonic που διατηρούσε ο μάνατζερ των Stereolab και για εύλογο χρονικό διάστημα μετά την κυκλοφορία της συλλογής από singles - EPs που ήταν το “Work...” είχε δημιουργηθεί κάτι σαν παγκόσμιο indie cult following για την μεγένθυνση του οποίου είχαν παίξει καθοριστικό ρόλο τόσο η εκτίμηση που έτρεφε στην μουσική τους ο leader της μυαλωμένης indie εκείνο τον καιρό, δηλαδή ο Thom Yorke των Radiohead (που μήνες μετά τον θάνατο της Keenan θα τραγουδήσει πάνω από Broadcast sampled beat που είχε στήσει o Flying Lotus) αλλά και ασφαλώς αυτό το άρτιο live session για λογαριασμό του John Peel πίσω στα 1996, ουσιαστικά το «πρώτο αίμα» από το οποίο αργότερα θα προκύψει η Maida Vale Sessions κυκλοφορία.
Προσέξτε στο παραπάνω video πως για μια ακόμη φορά στέκει παγωμένη, σαν να απλώνει την μαγεία της χωρίς καν να χρειάζεται να προσπαθήσει σαγηνεύοντας κάμερα και ακροατές. Οπαδός του μυστικισμού, της αστρολογίας και του ντανταϊσμού συνήθιζε την cut up μέθοδο του Tristan Tzara στα αυτοσχέδια ποιήματα που μετέτρεπε σε τραγούδια παραδέχομενη "Ι quite like the caring tone of horoscopes and found shuffling the words around a bit added up to something quite gentle and cryptic”, μια τεχνική που λίγα χρόνια μετά θα γινόταν και βασική πηγή έμπνευσης πίσω από τον τρόπο που θα σκάρωνε στίχους για το Kid A, o Yorke.
The Book Lovers
Αν όντως πρέπει να αναφερθούν τα απολύτως βασικά για το ξεκίνημα και τον ιδιαίτερο ήχο των Broadcast, αναπόφευκτα θα έπρεπε να γυρίσουμε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 στο Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας, ένα από τα πιο δημιουργικά hub της εναλλακτικής Βρετανικής μουσικής. Υπήρξαν οι πρώτοι μη ηλεκτρονικοί καλλιτέχνες που υπέγραψε ποτέ η Warp Records (μέχρι τότε σπίτι των Boards Of Canada, Aphex Twin, Plaid) και παρά το γεγονός ότι με σχεδόν μαθηματική ακρίβεια σε κάθε δίσκο θα άφηνε πίσω ένα μέλος (κάτι που ειρωνικά θα επεσήμανε μέσω instrumental συνθέσεων σε κάθε album βλ. Minus 1, Minus 2, Minus 3) το ιδρυτικό δίδυμο των Trish Keenan και James Cargill οραματίστηκε και μέχρι τέλους υπηρέτησε, το πιο ιδιόμορφο κράμα ηλεκτρονικής, πειραματικής και κινηματογραφικής ποπ μουσικής που έχει βγάλει το Ηνωμένο Βασίλειο τα τελευταία 30 χρόνια.
Επί σκηνής μα και στο στούντιο για την essential τριάδα των δύο πρώτων τους album (και αρκετών EPs), το συγκρότημα αποτελούνταν από την Keenan στα φωνητικά και τα ηλεκτρονικά, τον James Cargill στην κιθάρα και τα synths, τον Roj Stevens στο μπάσο και τα ηλεκτρονικά και τον Steve Worrall στα ντραμς. Το ισορροπημένο layering ήχων που ουκ ολίγες φορές θεωρήθηκε εφάμιλλο αξιομνημόνευτων wall of sound περι λαμβάνοντας περίπλοκους ρυθμούς, library samples όπως αποσπάσματα διαλόγων και ηχητικά εφέ, κιθάρες και πλήκτρα μιας άλλης, ρετροποπ -French 60s- εποχής καθώς και την αίσθηση μόνιμου βάθους (reverb) που έκανε να ακούγονται συναρπαστικά -ακόμα και τα πιο λιτά φωνητικά της Keenan, τα οποία συχνά έμοιαζαν να επιπλέουν πάνω από τη μουσική σαν μια φαντασμαγορική οπτασία. Και αν τα πρώτα singles του "Work And Non Work” τους ταύτιζαν με τους Stereolab (πιθανόν γιατί η μεγάλη τους επιρροή, United States Of America, από το μακρινό 1968, είχαν διαλυθεί αμέσως μετά το ντεμπούτο τους), το μέλλον στο πλευρό της ηλεκτρονικής ετικέτας Warp, θα έφερνε στον δρόμο τους όλο τον πειραματισμό και τον ηλεκτρονικό ήχο που χρειάζονταν για να ξεχωρίσουν και να πετύχουν με τους δικούς τους όρους.
σημ.1. Στα μέσα προς τέλη των 90s υπήρχε μια γενικευμένη παρελθοντολαγνεία ειδικά με τα 60s. Οι Broadcast την εξαργύρωσαν όταν είδαν το indie pop anthem τους "The Book Lovers" να συγχρονίζεται στην Χολιγουντιανή υπερπαραγωγή Austin Powers : International Man Of Mystery.
σημ.2. Τι και αν πέρασαν μήνες σε λονδρέζικα και ευρωπαικά studios συνοδεία μάλιστα σημαντικών παραγωγών για τις ηχογραφήσεις του The Noise Made By People, χρειάστηκαν σχεδόν 3 χρόνια για να το ολοκληρώσουν και η παραγωγή τελικά ήταν εξ ολοκλήρου δική τους.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ήχου του Broadcast ήταν η χρήση αντισυμβατικών οργάνων. Συχνά θα ενσωμάτωναν ασυνήθιστα αντικείμενα στις συναυλίες τους, όπως πιάνα παιχνιδιών, ποτήρια νερού γεμάτα άμμο ή το θρυλικό τους θέρεμιν. Αυτή η προσέγγιση πρόσθεσε μια αίσθηση παιχνιδιού και πειραματισμού στη μουσική τους, η οποία όχι μόνο αντικατοπτρίστηκε και στις ζωντανές εμφανίσεις τους, αλλά και στο δεύτερο μισό των 00s έγινε σχεδόν αυτόσκοπος της μπάντας να υπηρετήσει τις πιο πειραματικές ενορχηστρώσεις ή να συνθέσει μουσική για φιλμ όπως το soundtrack για το Berberian Sound Studio που έμελλε να είναι η μία και μοναδική μετά θάνατον κυκλοφορία της Keenan.
Ο ρόλος της οποίας ασφαλώς θα έπρεπε να έχει εκτιμηθεί περισσότερο από την παγκόσμια ανεξάρτητη σκηνή. Δεν ήταν μόνο η τραγουδίστρια αλλά και η βασική τραγουδοποιός του συγκροτήματος. Οι στίχοι της ήταν συχνά αφηρημένοι και ποιητικοί, εξερευνώντας θέματα μνήμης, ταυτότητας και αντίληψης ενώ είχαν την μοναδική ικανότητα να μεταφέρουν σύνθετες ιδέες μέσα από μεστά λόγια και ερμηνείες που αναδύκενειαν την αιθέρια και άκρως χαρακτηριστική φωνή της.
Μία από τις πιο τις λίγες φορές που η κάμερα την έχει καταγράψει να ενθουσιάζεται ίσως είναι αυτή η εκδοχή του "Book Lovers" στο An Club τον Οκτώβριο του 2003, καθώς σπάνια αλληλεπιδρούσε με το κοινό ή κυκλοφορούσε επί σκηνής κατά τη διάρκεια των shows. Αντίθετα προτιμούσε να παραμένει ακίνητη και να επικεντρώνεται στο τραγούδι της δημιουργώντας έτσι μια αίσθηση οικειότητας αλλά και έντασης ανάμεσα σε εκείνη και το κοινό, σαν να διοχέτευε κάτι απόκοσμο μέσα από τη φωνή της.
Ο Μάνος Μπούρας, επίσης από τους μεγάλους υποστηρικτές της μουσικής των Broadcast στα Αθηναϊκά FM στα τέλη των 90s - αρχές 00s και συντάκτης στα έντυπα της εποχής (ΠΟΠ & ΡΟΚ και Sonik) που κάλυψαν τις τρεις πρώτες κυκλοφορίες τους παραθέτει τα εξής:
«Μου είναι αληθινά δύσκολο να φανταστώ κάποιον που θα ακούσει για πρώτη φορά τους Broadcast και δεν θα μαγνητιστεί από τη μαγευτική, απόκοσμη μουσική τους. Το ίδιο έπαθα κι εγώ όταν τους ανακάλυψα στο ξεκίνημά τους, πίσω στα μέσα των ‘90ς, λόγω της εμπλοκής τους με τις ετικέτες Wurlitzer Jukebox και Duophonic (των Stereolab αυτή, έρχονταν και από την ίδια πόλη, το Birmingham) που παρακολουθούσα μανιωδώς. Μετά τα πρώτα ακούσματα, δεν υπήρχε γυρισμός: ήταν αδύνατο να πάψεις να τους (παρ)ακολουθείς μέχρι το άδοξο τέλος τους, που ήρθε με το θάνατο της βοκαλίστριας και ήμισυ της καρδιάς τους Trish Keenan το 2011. Οι Broadcast δεν έγραφαν και έπαιζαν μουσική, έφτιαχναν δικούς τους ηχητικούς κόσμους, με συγκεκριμένες και ιδιαίτερες αναφορές, που σήμερα όμως αντιλαμβάνεσαι πως ήταν ξεκάθαρα προσωπικοί και αδιαπραγμάτευτα αυτοαναφορικοί.
Με τις ποπ ευαισθησίες να συνυπάρχουν σε ίσες ποσότητες με το γόνιμο πειραματισμό στη μουσική τους, οι Broadcast υπήρξαν ότι καλύτερο ηχογραφούσε στην εποχή τους στο χώρο μιας πολύ ευρείας dream pop κλίμακας. Καθόλου τυχαία στάθηκαν το πρώτο σχήμα στον κατάλογο της ετικέτας Warp που δεν ήταν αμιγώς ηλεκτρονικού προσανατολισμού. Υπνωτισμένος από την κάθε νέα τους δουλειά, αναζήτησα να τους παρακολουθήσω ζωντανά στο εξωτερικό, και καθηλώθηκα ακόμη περισσότερο από το σινεματικό ακουστικό και οπτικό τους παραλήρημα. Δύο χρόνια αργότερα πέρασαν κι από τη χώρα μας για ένα μοναδικό λάιβ στο An Club, που οπωσδήποτε όσοι το παρακολούθησαν θυμούνται ακόμα. Στη μικρή σκηνή του χώρου, έμοιαζαν με μια παρέα που έπλεξε ένα μεγάλο κουκούλι και μας έκλεισε μέσα του, με τον ίδιο τρόπο που το έκαναν τα τραγούδια τους. Σαν ανταπόδοση κι εμείς, τους κλείσαμε στην καρδιά μας και τους έχουμε πάντοτε εκεί.» Μάνος Μπούρας.
Distortion
Πολλοί θεωρούν ότι το Ha Ha Sound του 2003 είναι το απόγειο της δημιουργίας μα και της φήμης τους. Αναμφίβολλα, είναι τότε που το ονόμα τους πιάνει τις πρώτες Google και Myspace κορυφές, αλλά οι ίδιοι κουβαλώντας την ρουτινά σχεδόν μιας δεακαετίας έχουν απλοποιήσει την παραγωγική διαδικασία. Γράφουν ξεχωριστά, ανταλλάσουν demos, έχουν επίσημα αποκλείσει την ιδέα των ακριβών studios (βάζοντας στο παιχνίδι επιβλητικούς χώρους όπως καθολικές εκκλησίες) και το έστω και καθυστερημένο word of mouth αφενός τους ταξιδεύει σε ολόκληρο τον πλανήτη και αφετέρου -με λίγη δόση ειρωνίας- τους εντάσει στο top 10 των Billboard dance electronic charts. Ο διαχρωνικό προβληματισμός της Keenan σχετικά με τους Broadcast ήταν ότι ο τύπος, τα δισκοπωλεία και το κοινό δυσκολεύονταν όταν έπρεπε να τους κατηγοριοποιήσουν, εξού και ξεκίνησαν να τους χαρτογραφούν σαν trip hop μπάντα, μετά τους θεώρησαν leftfield electronica λόγω Warp και αρκετά αργότερα θα έμπαιναν κάτω από την dream pop ομπρέλα παρά το γεγονός, ότι μετα θάνατον τους αναγνώρισαν όλοι σαν ένα πρωτοποριακό avant garde pop σχήμα που εύστοχα μέσω της Keenan διαιωνίσε την ρήση "The avant-garde is no good without popular, and popular is rubbish without avant-garde" που για πρώτη φορά είχε βρει εφαρμογή στις μέρες των Velvet Underground.
Είναι την ίδια εποχή που η επιρροή τους στον μουσικό κόσμο αρχίζει να γίνεται εμφανής. Οι Stereolab του Mangerine Eclipse πλέον ακούγονται περισσότερο σαν Broadcast, το "Hendrix with Ko" του τότε Manitoba νυν Caribou φλερτάρει με τους καλειδοσκοπικούς ιριδισμούς τους, ένας ανερχόμενος Four Tet με κομμάτια όπως το "Unspoken" τερματίζει τις library sample τεχνικές τους και ασφαλώς κομμάτια όπως το "Film Music" των Electrelane που συνδέθηκαν άρρηκτα και με το Αθηναϊκό indie κοινό, σχεδόν εδραιώνουν την σχολή ήχου των Broadcast.
Bέβαια, η πιο «συμβαίνει τώρα» στιγμή των Broadcast στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ήρθε το 2003, όταν ο Danger Mouse στο περίφημο Ghetto Pop Life album με τον Gemini σάμπλαρε το "Poem Of Dead Song" από το μωβ EP2, για να στήσει το "Take Care Of Business".
Είναι η εποχή που στην Αμερική μεγαλώνει ο DIY εσωτερικός» ήχος των Postal Service, την ίδια στιγμή που στην Ευρώπη έχουμε την επέλαση των Γερμανών Lali Puna και Notwist που αμφότεροι δανείζονται στοιχεία από την πειραματική και ηλεκτρονική ποπ δομή της μουσικής των Broadcast.
Στην Αθήνα, αλλάζουν οι φρουρές στα indie στέκια της πόλης, τα περιοδικά-fanzines λιγοστεύουν και η πρώτη γενιά ακροατών που θα συνδεθεί με τα blogs, το Myspace και τα portals όπως το avopolis.gr και το mic.gr αναλαμβάνουν να ευαγγελίσουν την φήμη του γκρουπ από το Birmingham. Σε όλους αυτούς, οι Broadcast παραδίδουν το εγχειρίδιο για το πώς η ποπ αμεσότητα μπορεί να συνυπάρξει με την indietronica και στίχους που έξυπνα και αφαιρετικά καμουφλάρουν την μάχη με αυτό που μια δεκαετία και μετά θα ορίσουμε σαν ψυχική διαταραχή. Το περισσότερο των στίχων του υποθετικά φωτεινότερου και πιο indie friendly album τους, Tender Button, που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξάπλωση του όρου dream pop, γράφτηκε στο δωμάτιο του νοσοκομείου όπου η Trish Keenan φρόντιζε τον πατέρα της κατά τις τελευταίες του μέρες.
Λίγο πριν και λίγο πιο μετά το Tender Button, μια νέα γενιά μουσικόφιλων όπως ο Άγγελος Κλειτσίκας θα ανακάλυπτε την μαγεία των Broadcast και θα φρόντιζε μέχρι τις αρχές των 10s να την μεταλαμπαδεύσει στους επόμενους ακόμα και αν σήμερα τα blogs, ή τα κείμενα 15 χρόνων πριν δύσκολα διασώζονται ακόμα και στα email drafts όλων.
"Λίγες μόνο μπάντες κατά την δεκαετία του 2000 κατάφεραν να δημιουργήσουν έναν ολόδικο τους διακριτό ηχητικό κόσμο και να βουτήξουν μία πολύ μεγάλη μερίδα από fans μέσα σε αυτό, όσο οι Βρετανοί Broadcast. Θυμάμαι και ανατριχιάζω με την πρώτη φορά που συνάντησα τη μουσική τους, μέσα από το σκωτσέζικο ψυχολογικό δράμα “Morven Callar” (2002) στο οποίο ακούγεται το παραισθησιογόνο “You Can Fall” από το ντεμπούτο της μπάντας The Noise Made By People. Ο όρος dream pop με τον οποίο χαρακτηρίστηκε για ευκολία η μουσική τους μοιάζει πολύ περιοριστικός καθώς μέσα στο άχρονο, μουσικό τους σύμπαν κατάφεραν να αναμείξουν τη musique concrète του BBC Radiophonic Workshop, ηχητικά αποσπάσματα από ξεχασμένες ταινίες και την psych-pop κληρονομιά που άφησαν οι The United States Of America, εξερευνώντας ένα πεδίο της ψυχεδελικής, ονειρώδους και υπναγωγικής pop που κανείς δεν είχε τολμήσει να κάνει ως τότε με τον ίδιο τρόπο. Η κορύφωση της δημιουργικής τους πορείας ήρθε το 2005 κυκλοφορώντας σταθερά στη θρυλική Warp τον τρίτο τους δίσκο Tender Buttons, στο οποίο οι pop ευαισθησίες τους ισορροπούν τέλεια με μία διάθεση πειραματισμού, σε ένα άλμπουμ που ακόμη αποτελεί σημείο αναφοράς για όποιες ψυχεδελικές αναζωπυρώσεις έχουμε βιώσει από τότε.
Το Broadcast and The Focus Group Investigate Witch Cults of the Radio Age του 2009 - το τελευταίο, αληθινό hauntology έπος - έμελλε να είναι η τελευταία κυκλοφορία της μπάντας, μαζί με το soundtrack για το Berberian Sound Studio του 2013, καθώς ο άδικος χαμός της περφόρμερ και δημιουργικού εγκεφάλου, Trish Keenan, έγραψε τους τίτλους τέλους της μπάντας και σκότωσε όλα τα υπέροχα σενάρια για το πως θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί. Ωστόσο, στα αυτιά μου οι Broadcast ακούγονται ως η τελευταία μπάντα που πρόσθεσε κάτι πραγματικά καινούργιο στον ταλαιπηρωμένο όρο της ψυχεδέλειας. Πήραν στοιχεία του παρελθόντος και φαντάστηκαν μέλλοντα που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ στην κυριολεξία, σημαδεύοντας απόλυτα το δικό τους ηχητικό παρόν. Έκτοτε κάθε φούσκωμα της ψυχεδέλειας ως μουσική τάση μοιάζει εγκλωβισμένο σε έναν αέναο ρετρό κύκλο. Τα ίχνη των Broadcast μοιάζουν ως αργοπορημένα φαντάσματα στο μεγάλο γενεαλογικό δέντρο της ψυχεδέλειας.” Άγγελος Κλειτσίκας
σημ. 3. Στην τελευταία και πιο πειραματική εποχή τους οι Broadcast επανασυνδέθηκαν με τον άνθρωπο που υπήρξε υπεύθυνος για μερικά από τα πιο εμβληματικά τους εξώφυλλα. Οι Focus Group από το album που ανέφερε πριν ο Άγγελος, είναι το side project του γραφίστα και κινηματογραφιστή Julian House, ενώ την ίδια εποχή το γκρουπ στην βασική δυαδική του μορφή πλέον περιόδευε τις Η.Π.Α. έχοντας σαν opening act τους Atlas Sound του Bradford Cox, βασικού συνθέτη και τραγουδιστή των Deerhunter.
σημ. 4. Το 2017 ο James Cargill φόρμαρε το project Children Of Alice μαζί με τον Julian House και τον αρχικό μπασίστα της μπάντας Roj Stevens. Σε αυτό το soundcloud link μέχρι και το 2020 πόσταρε rarities, demos, mixtapes και απαγγελίες της Trish Keenan, η οποία με την σειρά της, εβδομάδες πριν αφήσει την τελευταία της πνοή είχε επιμεληθεί αυτό το ψυχεδελικό mixtape για έναν προσωπικό της φίλο.
Echo’s Answer
Αντί επιλόγου, κρατήστε το συνοδευτικό podcast με την μουσική από τουλάχιστον δέκα σπουδαία ονόματα της σύγχρονης εναλλακτικής και ανεξάρτητης μουσικής που εμπνεύστηκαν από τον θόρυβο που άφησαν πίσω τους οι Broadcast. Πέραν αυτών, η πειραματική τους προσέγγιση στην ενορχήστρωση ενέπνευσε (και συνεχίζει) αμέτρητους μουσικούς ανα τον κόσμο καθώς η φωνή και οι στίχοι της Trish Keenan συνεχίζουν να αντηχούν στους ακροατές μέχρι και σήμερα ως απόδειξη του φουτουριστικού καλλιτεχνικού της οράματος. Ο θάνατός της ήταν μεγάλη απώλεια για τον κόσμο της μουσικής αλλά και μια υπενθύμιση ότι η τέχνη μπορεί να αντέξει πολύ μετά τον επίγειο χρόνο των δημιουργών της, σε περιπτώσεις όπως αυτή δε, δείχνει να υπερβαίνει τον ίδιο τον χρόνο. Haha, και ένα ντο μινόρε στο Moog Organ, καθώς ο χρόνος ήταν μια έννοια που η υπάρξη του στην φιλοσοφία ζωής της Keenan ήταν πάντα σχετικός και ισορροπούσε αβίαστα ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, αφήνοντας σε παροντικό χρόνο το χαρακτηριστικό αποτύπωμα του θρύλου της.
σημ. 5. Όπως σε κάθε ταγμένο φαν, η υπενθύμιση για αυτό το κείμενο-podcast ήρθε από την συμπλήρωση δεκατριών χρόνων από την απώλεια της Keenan. Πέραν των επανακροάσεων, η πρώτη μου αναζήτηση για ένα όνομα η φήμη του οποίου αδικήθηκε (και ακόμα αδικείται) από την ανούσια ψηφιακή πολυπληροφόρηση των ημερών μας, ήταν προσανατολισμένη σε κάποιο επίσημο documentary. Μετά από μινι (google και social media) μαραθώνιο, ήρθα σε επαφή με την σκηνοθέτρια Cat Tassini που έστησε το short film Echo's Answer σαν προπομπό του πρώτου «αφιερωματικού» φιλμ στο έργο της Trish Keenan και των Broadcast. Η σκηνοθέτρια αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Η φράση "Echo's Answer" δεν είναι μόνο το όνομα ενός από τα τραγούδια του Broadcast, αλλά αποτυπώνει το πώς η επιρροή τους συνεχίζει να αντηχεί σήμερα. Παρά το γεγονός ότι δεν κατάφεραν ποτέ να επιτύχουν στο mainstream, ο μαγευτικός κόσμος που δημιούργησε η Keenan ζει μέσα από τους θαυμαστές των Broadcast, ειδικά τους μουσικούς. Αυτό το πειραματικό υβριδικό φιλμ είναι η απάντηση σε αυτήν την ηχώ. Συνδυάζοντας οράματα της ζωής και του έργου της Keenan με συνεντεύξεις που έχω διενεργήσει με μουσικούς που έχουν εμπνευστεί από τις ιδιόρρυθμες καινοτομίες του ήχου τους, ευελπιστώ να γεφυρώσω το παρελθόν με το παρόν. Επιπλέον, το "Echo's Answer” εμπνέεται και αντικατοπτρίζει το στυλ με το οποίο ηχογραφούσε το γκρουπ. Ακριβώς όπως οι Broadcast χρησιμοποίησαν ένα μείγμα σύγχρονης και αναλογικής τεχνολογίας ήχου, αυτή η ταινία θα συνδυάζει ψηφιακές και αναλογικές τεχνικές filmaking.»
Δείτε εδώ το short film εδώ.
** Aν σε επίπεδο επιπλέον έρευνας θέλετε να διαβάσετε μία έστω συνέντευξη του γκρουπ, διαλέξτε αυτή την unedited συνέντευξη τους για το Wire του 10/2009 .