Στον Νίκο
Νοέμβριος του 1964. Ο Iggy δεν έχει ακόμα φορμάρει, όχι τους Stooges, αλλά ούτε καν τους Iguanas και τους Prime Movers. Ο John Sinclair δεν έχει ακόμα οραματιστεί (αντιγράφοντας τους Μαύρους Πάνθηρες) το ιδεολογικό σχήμα των Λευκών Πανθήρων για να ξαμολήσει τους αφιονισμένους MC5 στην ανυποψίαστη χίπικη ουτοπία. Πέντε έφηβοι από τη Βορειοδυτική Ακτή των ΗΠΑ, από την Τακόμα της Πολιτείας της Ουάσιγκτον (Gerry Roselie, Andy Parypa, Larry Parypa, Rob Lind, Bob Bennett), που αυτοαποκαλούνται The Sonics, κυκλοφορούν το πρώτο τους single στην εταιρεία Etiquette: "The Witch"∙ ένα 3λεπτο πανδαιμόνιο από σμπαραλιασμένες κιθάρες και μανιώδη πλήκτρα, με στίχους που μιλούν για ένα «νέο κορίτσι στην πόλη», με «μακριά μαύρα μαλλιά και μεγάλο μαύρο αυτοκίνητο», που «τριγυρνά στους δρόμος αργά τη νύχτα», «όταν οι άλλοι κοιμούνται», γι’ αυτό «καλύτερα να πρόσεχεις», γιατί «θα σε βάλει κάτω».
Το "The Witch" ήταν πολύ απειλητικό για τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της περιοχής του Σιάτλ που έπαιζαν το single μόνο μετά τις 3 μ.μ. για να μην αναστατωθούν οι νοικοκυραίοι και να μην ξελογιαστούν οι teenagers από αυτή τη «διαβολική μουσική». Και αν, όπως έχει γραφτεί, «το rock ‘n’ roll είναι η μουσική του Διαβόλου, τότε οι Sonics θα το διατράνωναν στη δεύτερη πλευρά του single, διασκευάζοντας full-speed το "Keep a' Knockin'" του Little Richard – ο οποίος θα παρέμενε σταθερά η μεγαλύτερη επιρροή τους. Ωστόσο, οι έφηβοι της περιοχής του Σιάτλ αφυπνίστηκαν και “The Witch” πούλησε 10.000 αντίτυπα τις πρώτες δύο εβδομάδες κυκλοφορίας του, φτάνοντας στο #24 του chart.
Λίγους μήνες μετά το “The Witch”, τον Μάρτιο του 1965, οι Sonics κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους LP Here Are The Sonics, που περιέχει πρωτότυπους δυναμίτες όπως το “Strychnine”, το "Boss Hoss" ή το “Psycho” και rhythm ‘n’ blues διασκευές με δαιμονισμένα σαξόφωνα (το “Money” των Berry Gordy/Barrett Strong, το "Have Love Will Travel" του Richard Berry, το "Walking the Dog" του Rufus Thomas). Το συγκρότημα αναδείχθηκε σε τοπικό θρύλο και άνοιγε στην Πολιτεία της Ουάσινγτον για τους Beach Boys, τους Mamas & The Papas και τις Shangri-Las. Ωστόσο, παρόλη την αξία του επόμενου δίσκου τους (Boom, 1966), οι Sonics δεν θα κατόρθωναν να γνωρίσουν επιτυχία σε παναμερικανικό επίπεδο. Ύστερα από ένα μάλλον αμήχανο και χλιαρό τρίτο album (Introducing the Sonics), σε άλλη εταιρεία (Jerden), θα διαλύονταν γύρω στο 1968.
Πενήντα πέντε χρόνια μετά, και ενώ έχει μεσολαβήσει η επανσύνδεση της μπάντας, το ντοκιμαντέρ Boom: A Film About The Sonics του σκηνοθέτη Jordan Albertsen ανατρέχει στην κληρονομιά που άφησαν οι Sonics, ανοίγοντας συγχρόνως ένα χωροχρονικό παραθυράκι στην garage punk σκηνή του Βορειοδυτικού Ειρηνικού (Northwest punk)∙ επανατοποθετεί τους Sonics στο κέντρο του κάδρου, που περιλαμβάνει επίσης πρωτοπόρες punk μπάντες σαν τους Wailers (συνωνυμία με τους Τζαμαϊκανούς) και τους Paul Revere & the Raiders∙ ζουμάρει στον ρόλο του Buck Ormsby, ιδιοκτήτη και μάνατζερ της εταιρείας Etiquette, στη διαμόρφωση αυτού του ήχου. Η επιρροή του στάθηκε καθοριστική για ντόπιους μουσικούς όπως ο Jimi Hendrix, o Kurt Cobain, ο Mark Arm ή οι Pearl Jam, αλλά και ευρύτερα: από τους Black Keys που έχουν διασκευάσει το “Have Love, Will Travel") ως τους Cramps (“Strychnine”) και τους τους Fuzztones (“The Witch”, “Cinderella” κλπ.). Ο Jack White έχει υποστηρίξει ότι «οι Sonics ήταν η επιτομή του punk της δεκαετίας του '60. Πιο σκληροί από τους Kinks, ήταν το punk πολύ πριν από το punk».
«Εκείνη την εποχή δεν γνωρίζαμε καν τους όρους punk ή garage punk», λέει ο τραγουδιστής και οργανίστας Gerry Roselie. «Θεωρούσαμε ότι παίζαμε απλώς rhythm ‘n’ blues».
Πράγματι. Ο όρος «60’s punk» (ή garage punk) δεν θα εμφανιζόταν παρά μόνο στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, σε fanzine όπως το Bomp! του ψυχεδελο-μεγαλοσυλλέκτη δίσκων Greg Shaw, στα προκλητικά μα τόσο οξυδερκή κείμενα του Lester Bangs στο περιοδικό Creem (με κορυφαίο αυτό για το “Psychotic Reactions” των Count Five), και στην ιστορική συλλογή “Nuggets” που επιμελήθηκε ο Lenny Kaye, κιθαρίστας της Patti Smith.
Όταν επανασυνδέθηκαν, πριν από μερικά χρόνια, ύστερα από δύο άλλες εφήμερες επανασυνδέσεις (1972, 1980), οι Sonics ήταν καλλιτεχνικά ασύγκριτα πιο αναγνωρισμένοι απ’ ό,τι υπήρξαν στην ιστορική εποχή τους. Το μαρτυρά η γενναιόδωρη υποδοχή στο album This Is The Sonics (Revox) που κυκλοφόρησαν το 2016 και, βεβαίως, η αδημονία του κοινού για τα live τους: οι Sonics δεν κατάφεραν απλώς να ανανεώσουν το ενδιαφέρον του κοινού για την μπάντα∙ εκόντες άκοντες, στο μακρύ διάστημα της «απουσίας τους», δημιούργησαν μια αριθμητικά υπολογίσημη, «κρίσιμη μάζα» φανατικών, που ανανεώνεται με το πέρασμα του χρόνου. Παρατηρώντας την ηλικιακή σύνθεση του κοινού, το διαπιστώσαμε ιδίοις όμμασι (και ιδίοις ὠσί) στη συναυλία τους στο Gagarin 205, στις 29 Απριλίου του 2017: το βράδυ που εφόρμησαν στη σκηνή αγκαζέ με την αγέραστη “Cinderella”, μας βoμβάρδισαν με το “Have Love Will Travel”, μας δόνησαν τους μηρούς και μας έσπασαν τη μέση με το “Look at Little Sister” του Hank Ballard, τη “Lucille” του Little Richard και το “C'mon Everybody” του Eddie Cochran, πριν μας αποτελειώσουν μ’ έναν χορό ψυχωτικών (“Psycho”).
Τι όμως συνέβη ακριβώς στα χρόνια που μεσολάβησαν μεταξύ της διάλυσής τους το 1968 και της επανασύνδεσης; Ανάμεσα στην εποχή της αφάνειας (και αδράνειας) και της συμπερίληψης της διασκευής τους στο “Have Love, Will Travel” σε διαφημίσεις της BMW και σε ταινίες όπως το RocknRolla και το John Wick; Πέρα από τα τραγούδια τους αυτά καθαυτά, ποιοι είναι αυτοί οι τύποι που είχαν τέτοιο αντίκτυπο σε συγκροτήματα όπως οι Mudhoney, οι Cramps ή οι Fall;
Φιλοδοξώντας να απαντήσει σε αυτές τις ερωτήσεις, αλλά και να διερευνήσει τις προσωπικές σχέσεις των μελών της μπάντας και την εσωτερική χημεία της, το ντοκιμαντέρ Boom: A Film About The Sonics του Jordan Albertsen μας οδηγεί σε «ένα δεκαετές ταξίδι ανακάλυψης» από το «νότιο Σιάτλ, στην Τακόμα της Ουάσιγκτον και από εκεί στο Λονδίνο και στο Primavera της Βαρκελώνης».
Το φιλμ έκανε πρεμιέρα το 2018 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Raindance του Λονδίνου. Έκτοτε, το “Boom” κέρδισε το βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους στο Lone Star Film Festival και στο Silk Road Film Festival του Δουβλίνου, καθώς και το Βραβείο Κοινού στα κινηματογραφικά φεστιβάλ της Τακόμα και της Ολίμπα (επίσης πόλη της Ουάσινγκτον με ακμαία punk σκηνή και «ιδιαίτερη πατρίδα» των riot grrrs). Προβλήθηκε επίσης στο Newport Beach Film Festival, στο Διεθνές Φεστιβάλ Ανεξάρτητου Κινηματογράφου του Μπουένος Άιρες (BAFICI), καθώς και στα Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Φοίνιξ και του Μάντσεστερ.
Στο “Boom” την ιστορία αφηγούνται τα ίδια τα μέλη του γκρουπ, αλλά και ο αείμνηστος Buck Ormsby μέντορας της εταιρείας Etiquette, ενώ παρεμβαίνουν η Nancy Wilson (Heart), ο Mark Arm (Mudhoney), ο Mike McCready (Pearl Jam) και ακόμη ο Glen Matlock των Sex Pistols. Ο Krist Novoselic, που έπαιξε live μαζί με τους επανασχηματισμένους Sonics στο Σιάτλ, δηλώνει: «Αυτή η μπάντα ήταν απίστευτα πρωτοποριακή! Αισθάνομαι πολύ περήφανος που παίζω μαζί τους απόψε».
Το ντοκιμαντέρ "BOOM! A Film About The Sonics" θα προβληθεί σε πρώτη πανελλήνια πρεμιέρα τη Δευτέρα 6 Νοεμβρίου στο πλαίσιο του Gimme Shelter Film Festival 2023, στο Gagarin 205. Θα δώσει το παρών ο σκηνοθέτης Jordan Albertsen, ενώ θα εμφανιστούν ζωντανά οι Acid Visions. Περισσότερα εδώ και εδώ.