Οι freelancers Giorgio Moroder, Αngelo Badalamenti, Harold Faltermeyer (σύνθετης του Axel F., soundtrack του Μπάτσου του Μπεβερλι Χιλ με τον Εντι Μερφι) και Johnny Maher (για τους φίλους απλά Marr) μπαίνουν στο σκηνικό με την έναρξη της νέας δεκαετίας του 1990, στην οποία έχουν αλλάξει πολλά: το Τείχος έπεσε, ο Σοσιαλισμός κατέρρευσε, οι ανθρώπινες σχέσεις αντικαταστάθηκαν από τον φόβο της απώλειας από το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας και το μόνο που έμεινε ήταν η baggy κουλτούρα και τα ecstasy πάρτι στην Ιμπίθα. Φύγε pop, έλα Τέχνη. Μερική υιοθέτηση του αξιώματος «art for art’s sake» και αποκήρυξη της mainstream μουσικής προσέγγισης, προς τιμήν της χαμένης αθωότητας.
Η ειρωνεία όμως εκεί, σταθερή κι επίμονη. Φράση κλειδί του “So Hard”, ενός ύμνου σε μια σχέση που αποσυντίθεται σταδιακά: «We've both given up smoking / Cause it's fatal / So whose matches are those;». Ένα κομμάτι που ο Chris αργότερα αποκήρυξε, αδίκως. Δεν θα ξεχάσω την πρώτη φορά που είδα το βίντεο του “Being Boring”, αυτήν την εξαιρετική ασπρόμαυρη openly gay δημιουργία του Μπρους Ουεμπερ με τους νεαρούς άντρες να περιφέρουν το γυμνασμένο σώμα τους εν είδη Αναγεννησιακών Ερωτιδέων βγαλμένων από την Καπέλα Σιξτίνα. Και οι στίχοι…Τι στίχοι Θεέ μου! Κάθε γραμμή αποτελεί κι ένα πρωτογενές θέμα συζήτησης στο οποίο θα μπορούσα να αναλώνομαι επί ώρες ολόκληρες. Η αρχική νοσταλγία του ήρωα, βλέποντας τις παλιές φωτογραφίες, η αναπόληση των όμορφων στιγμών της ζωής του, το κλασικό αξίωμα ότι «when you’re young you find inspiration in everyone who’s ever gone», η στιγμή της επιτυχίας του «my shoes were high and I have scored» και τελικά η συνειδητοποίηση ότι «ποτέ δεν φανταζόμουν / ότι θα γινόμουν αυτό το πλάσμα που τελικά έγινα / αλλά πάντα ήλπιζα ότι ανεξάρτητα από τα όνειρα που κάναμε μικροί / θα ήσουν κι εσύ δίπλα μου αυτή τη στιγμή της ζωής μου». Ο προαναφερόμενος φίλος του Neil, ο οποίος πάλεψε με το AIDS τελικά δεν τα κατάφερε…
Και μετά υπάρχει και το “My October Symphony” – ένα πραγματικό Κοινωνικοπολιτικό Mανιφέστο εφάμιλλο του “Motorcycle Emptiness” – ή το “Jealousy”, το τραγούδι που κλείνει το Behavior, το οποίο – αν και χωρίς να διαθέτει το ειδικό συναισθηματικό βάρος του “Being Boring” – θα ήταν άδικο να μην αναφερθεί, δεδομένου ότι αποτελεί το πρώτο κομμάτι που ο Neil Tennant και ο Chris Lowe έγραψαν από κοινού το 1983. Η Εποχή της Αφύπνισης που είχε αρχίσει δεν απέκλειε φυσικά πειραματισμούς, όπως αυτόν της σύμπτυξης δυο κομματιών με κοινά ακόρντα στο ρεφρέν, του “Where The Streets Have No Name” και του “Can't Take My Eyes Off Of You”. U2 το ένα, Franki Valli το άλλο, ροκ το ένα – με σαφή χορευτικό προσανατολισμό όμως – easy listening το άλλο, Δουβλίνο το μεν, Las Vegas το δε. Ο καλός ο μύλος όλα τα αλέθει. Η παραγωγή είναι ηθελημένα over-the-top, η χρήση samples με κοινό να χειροκροτεί δίνει την απαραίτητη πανηγυρική χροιά και ένα ορχηστρικό κρεσέντο με πνευστά στο τέλος βάζει το κερασάκι στην τούρτα. Ακόμη ένα χρυσό 45αρακι κι απλά η επιβεβαίωση ότι κανείς δεν μπορεί να κάνει καλύτερα ποπ σινγκλ από τους Pets.
Το Very του 1993, συνεχίζοντας την παράδοση των μονολεκτικών τίτλων που παραπέμπουν σε λέξεις-κλειδιά της αγγλικής γλώσσας, αποδείχτηκε το πιο Ηi-Νrg άλμπουμ από όλα όσα είχαν κυκλοφορήσει μέχρι τότε. Κι αυτό όπου σχεδόν όλοι οι ήχοι του βγαίνουν από κομπιούτερ και τίποτα σχεδόν δεν εκτελείται από συμβατικά όργανα. Από τα 6/8 του “Can You Forgive Her?” (με μερικούς από τους καλύτερους στίχους που έγραψαν ποτέ αφηγούμενοι την ζωή ενός γκέι ο οποίος αδυνατεί να παραδεχτεί την σεξουαλικότητα του και εμπλέκεται σε μια σχέση με «μια γυναίκα η οποία σε κάνει ρεζίλι / επειδή χορεύεις ντίσκο / και δεν γουστάρεις ροκ») μέχρι το στέκομαι-στα-χνάρια-της-λογοτεχνικής-παρακαταθήκης-του-Όσκαρ-Ουαιλντ “I Wouldn't Normally Do This Kind Of Thing” – όπου ένας κατά τ ’άλλα συγκρατημένος και φλεγματικός Εγγλέζος σπάει τις αλυσίδες της σοβαροφάνειας και φτάνει στο σημείο «να πετάξει τα ρούχα του / και να χορέψει την Ιεροτελεστία της Άνοιξης» (εντελώς σημειολογικά, πρόκειται για συγκεκριμένη Συμφωνία του Ρώσου Ιγκορ Στραβίνσκι, ίσως το πιο σκανδαλώδες μουσικά και στιχουργικά έργο κλασικής μουσικής του 20ου αιώνα). Αλλά και το “Liberation”, ακόμη ένα κομμάτι που προορίζεται για το γκέι κοινό της Βρετανίας και ο τίτλος του οποίου και μόνο τα λέει όλα. Έχοντας συλλάβει όλη την εκκεντρικότητα και τον ενθουσιασμό της electropop, οι Pet Shop Boys έκαναν κτήμα τους την τρέλα της dance κουλτούρας με το υστερικό “Yesterday When I Was Mad” και χρησιμοποίησαν ένα σχεδόν ξεχασμένο κομμάτι των Village People, το επικό “Go West”, μετατρέποντας το – δια χειρός Stephen Hagey – σε ένα από τα πιο παιανίζοντα κομμάτια που αποτυπώθηκαν ποτέ πάνω σε δίσκο ακτίνας λέιζερ.
Μεσολάβησε ένα χλιαρό έως περιττό διπλό cd με συλλογή όλων των b sides τους, το Alternative, απ’ όπου ξεχώρισε ως single το “Paninaro ’95”, ένα κομμάτι που είχαμε πρωτοσυναντήσει στο άλμπουμ Disco του 1986, του οποίου όμως η album version είναι κλάσεις ανώτερη. Οι δυο Paninari για ακόμη μια φορά βρίσκονται στα γνωστά camp λημέρια και συνθέτουν ένα κομμάτι αψεγάδιαστης gay περηφάνιας, που κάθε dance club το οποίο σέβεται τον εαυτό του και τους θαμώνες του – με προεξέχον το Sound Factory της Νέας Υόρκης – θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνει στο play list του. Φήμες λένε ότι ο ίδιος ο Junior Vasquez έχει επιμεληθεί ένα remix του εν λόγω κομματιού, οπότε αν υπάρχει εκεί έξω ένας φαν της μπάντας που μπορεί να το επιβεβαιώσει ή να το διαψεύσει, θα τον παρακαλούσα να επέμβει πάραυτα.