Ξεκινώντας από την εγχώρια κρίση του βινυλίου
Σχεδόν όλοι έχουμε να διηγηθούμε μια ιστορία συγκροτημάτων ή καλλιτεχνών που πριν αναγνωριστούν μαζικά, έπαιζαν σε μέρη για λίγους και εκλεκτούς φίλους. Εκεί, που όλα έδειχναν ότι τα παιδιά το αξίζουν, μέχρι που ξαφνικά, τα παιδιά βρέθηκαν να γεμίζουν χώρους με χιλιάδες ακροατές και οι δίσκοι τους να πουλάνε τόσο ώστε να αποτελούν μέρος της παγκόσμιας βιομηχανίας. Και ασφαλώς, όσο η επιτυχία συνέβαινε, άλλο τόσο γινόταν αδύνατο για τους πρώτους fans να παρακολουθήσουν όλες τις κινήσεις των αγαπημένων καλλιτεχνών τους που εξελίσσονταν σε φαινόμενο. Μοιραία, όταν η φήμη και η δράση ονομάτων όπως ο Vangelis ξέφυγε από τα όρια της Ελλάδας, έγινε αρκετά δύσκολο, να τον ακολουθήσει αυτός που τον είχε δει να πρωτοεμφανίζεται στις σκηνές της Αθήνας με τους Aphrodite’s Child.
Εφαρμόστε το παραπάνω παράδειγμα σε κάθε μικρό και ανεξάρτητο label που “σκόραρε” το λανσάρισμα κάποιου παγκόσμιου ονόματος, πριν το εξαγοράσουν οι πολυεθνικές ή ακόμη καλύτερα, αναλογιστείτε πως νιώθει ένας ιδιοκτήτης δισκογραφικής που με περιορισμένες εκδόσεις των 300-500 αντιτύπων είχε φτιάξει τον άνετο κύκλο παραγωγής του, είχε χτίσει τον κατάλογο του σε συνδυασμό με το κοινό του και μια ωραία πρωία, η επόμενη παραγγελία του στο μικρό εργοστάσιο κοπής σε μια γωνία της Ευρώπης, βρέθηκε σε 9μηνη αναμονή. Και η αίτια αποτυπώνεται ξεκάθαρα στο email που έστειλε ο συνεργάτης από το ιταλικό εργοστάσιο κοπής βινυλίων, το καλοκαίρι που μας πέρασε:
“Hi Dimitris, the situation here is quite complicated, we have a lot of stuff to press for majors, and we have no free space until the end of the year. From the new year on, a new protocol of acquisition of orders will become effective, and we will be able to give immediately a more or less certain delivery date.”
Σε ελεύθερη μετάφραση, όταν κάπου στα μέσα του Ιουλίου, θέλοντας να παραγγείλω μερικές εκατοντάδες κόπιες βινυλίων για τα άλμπουμ που μου είχαν εμπιστευτεί οι Saber Rider και Noda Pappa (σημειωτέον από το ίδιο εργοστάσιο που βδομάδες πριν είχα παραλάβει στην ώρα τους τα επτάιντσα των Villa Boas), η απάντηση που έλαβα ήταν χαρακτηριστική της κρίσης που αντιμετώπιζε η βιομηχανία. Ξαφνικά, απλές ανεξάρτητες παραγγελίες όπως η δική μου, θα έπρεπε να περιμένουν σχεδόν 6 μήνες για να πάρουν σειρά προτεραιότητας και αν εδώ προσθέσετε 2-3 μήνες ακόμα για την παραγωγή, τότε έχετε μία ολόκληρη “γέννα” μέχρι να παραδώσει κάποια ετικέτα στους ακροατές το βινύλιο που πιθανόν να είχαν προ-παραγγείλει. Σε νούμερα που καθορίζουν την αλυσίδα βιωσιμότητας μιας μικρής και ανεξάρτητης εταιρείας, μπορείτε να φανταστείτε πόσο ζημιογόνα είναι μια τέτοια αλλαγή σχεδίων. Επιπλέον, ο πραγματικός λόγος πίσω από αυτή την ξαφνική καθυστέρηση δεν είναι άλλος από την πληθώρα παραγωγών που έπρεπε να ολοκληρωθούν για λογαριασμό ευρωπαϊκών πολυεθνικών ή μεγάλων ανεξάρτητων εταιριών που κατά πάσα πιθανότητα θα πληρώνουν το εργοστάσιο πολύ καλύτερα σε σχέση με το κόστος παραγωγής 300 αντιτύπων που χρειάζεται ένα ανεξάρτητο label στην Αθήνα.
Μερικά τηλέφωνα αργότερα σε φίλους του κύκλου συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν ο μόνος που είχε θέμα. Η Ιnner Ear καθόλου τυχαία είχε φέτος τη λιγότερο παραγωγική (σε επίπεδο βινυλιακών εκδόσεων χρονιά της) και η συνεχώς αυξανόμενη πορεία των κυκλοφοριών και επανεκδόσεων της νεοσύστατης Veego Records (επίσης από την Πάτρα) κάπως έδειξε να φρενάρει. Η Terranga Beat αρκέστηκε στο εξαιρετικό Streams του Jan Van και η Puzzlemuzik που φέτος συμπλήρωσε τα 15 της χρόνια, ακόμα και αν είδε αρκετό κόσμο να ψάχνει σε βινύλιο το άλμπουμ Mirrorself του Γιάννη Παπαδόπουλου, συνέχισε την παράδοση των CD και ψηφιακών εκδόσεων. Από κοντά και το πιο “ενεργό” εγχώριο νέο label, η United We Fly. Μπορεί οι εκδόσεις στα άλμπουμ της Νεφέλης Φασούλη και της Danai Nielsen να καθυστέρησαν, αλλά πλέον βρίσκονται σε μορφή βινυλίου στα ράφια εγχώριων δισκοπωλείων. Από την άλλη τα πολυαναμενόμενα νέα albums των Whereswilder και του Παύλου Παυλίδη είναι ακόμα σε καθεστώς προ παραγγελίας, που σημαίνει ότι “αναμένονται” σύντομα, ενώ η όποια καθυστέρηση, ευτυχώς δεν επηρέασε τους δημιουργούς και την ετικέτα στο να μοιραστούν ψηφιακά τις νέες μουσικές παραγωγές τους.
Η κρίση είναι παγκόσμια και αυτές είναι οι αιτίες της
Από τα τηλέφωνα, η έρευνα συνεχίστηκε στo Google και επιβεβαιώθηκε η “μαγική” εικόνα σχετικά με την επιστροφή του βινυλίου. Από την Taylor Swift μέχρι τον Tyler, The Creator, οι καθυστερήσεις για το μοναδικό φυσικό προϊόν που πουλάει πλέον στη μουσική, ήταν η νέα πραγματικότητα. Όσο σημαντικές και αν ήταν κάποιες κυκλοφορίες μέσα στη χρονιά, λόγω των καθυστερήσεων στα εργοστάσια βινυλίων δεν κατάφεραν να συγχρονιστούν με τις αντίστοιχες εκδόσεις τους, με αποτέλεσμα ακόμα και οι οργανισμοί που καταγράφουν τα charts των πωλήσεων αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τη νέα “χαοτική “πραγματικότητα. Τον Οκτώβριο του 2021, οπότε και τελικά έγιναν διαθέσιμα τα "Taylor Version” βινύλια, η Swift είδε το “Without Fear (Taylor version)” να σκαρφαλώνει ξανά στα charts, έξι μήνες μετά την ψηφιακή κυκλοφορία του. Οι προ παραγγελίες στο φυσικό προϊόν είχαν δώσει ήδη σοβαρή βοήθεια στην πορεία του album για την κορυφή αλλά περιέργως, μία εβδομάδα μετά την άφιξη των βινυλίων, το album έπεσε 35 ολόκληρες θέσεις, προκαλώντας την απορία όλων όσων παρακολουθούν τις τάσεις. Μαζί και αυτά τα κωμικοτραγικά παράπονα για την ποιότητα των δίσκων της -τρανή απόδειξη ότι οι νέοι χρήστες του βινυλίου, αγνοούν βασικές πληροφορίες χρήσης των πικάπ, όπως ο διαχωρισμός μεταξύ 33 και 45 στροφών.
Παρόλα αυτά, αρκετός κόσμος στη διάρκεια των lockdown βρέθηκε να καταναλώνει περισσότερο βινύλιο από κάθε άλλη χρονιά στη μετά CD εποχή. Για την ακρίβεια, η αύξηση στις πωλήσεις του αναλογικού format φέτος σε σχέση με πέρυσι ήταν της τάξεως του 106% μόνο στην Αμερική, ενώ ένα χρόνο πριν, η Βρετανία είχε πιάσει το δικό της ρεκόρ με 4.8 εκατομμύρια πωλήσεις δίσκων βινυλίου, νούμερο ανάλογο των πωλήσεων που σημειώνονταν στο νησί στις αρχές των 90s, δηλαδή λίγο πριν το πέρασμα στην εποχή του CD. Πόσο πιο απλά, να το θέσει άραγε κάποιος, ώστε να γίνει κατανοητό ότι τόση ζήτηση, μοιραία θα έφερνε κρίση στην παραγωγή.
Και μάλιστα με τις αιτίες πίσω από τις τεράστιες καθυστερήσεις να ποικίλουν. Τον Φεβρουάριο του 2020 και ενώ μόλις είχε αρχίσει να ζεσταίνει για τα καλά το παιχνίδι με τις επανεκδόσεις και τις υψηλότερες στα τελευταία 30 χρόνια πωλήσεις βινυλίων, αρκετοί προσπέρασαν ως απλή είδηση τη φωτιά στο εργοστάσιο παραγωγής των lacquers (είναι οι πρώτες πλάκες στις οποίες χαράσσεται η λεγόμενη πρωτότυπη “μήτρα” του δίσκου και από αυτήν προκύπτουν τα εκατοντάδες, χιλιάδες αντίτυπα) στα Apollo Masters της Καλιφόρνια. Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα, μετρημένα στα δάχτυλα εργοστάσια παγκοσμίως, που έχουν την τεχνογνωσία για να παράγουν αυτή την απαραίτητη πρώτη ύλη. Kάπως έτσι, μικρές καθυστερήσεις, ειδικά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ξεκίνησαν να είναι πλήρως αναμενόμενες. Εβδομάδες μετά, ακολούθησε το παγκόσμιο lockdown. Στις εξελιγμένες χώρες που διαθέτουν εργοστάσια κοπής βινυλίου, οι εργάτες ειδικά σε αυτό τον εξειδικευμένο τομέα που είναι αδύνατο να λειτουργήσει με τηλεργασία, ακολουθώντας τους ρυθμούς της πανδημίας, φρέναραν για τα καλά την παραγωγή. Και όταν ξεκίνησαν να επιστρέφουν, είχαν να αντιμετωπίσουν αφενός τον όγκο των κυκλοφοριών που είχαν μείνει πίσω και αφετέρου την ολοένα και αυξανόμενη ανάγκη νέων εκδόσεων.
Κάποιοι στράφηκαν εναντίον της Adele, γιατί είναι περίεργο να έχουμε καλομάθει στις περιορισμένες μέχρι 2000 αριθμημένες κόπιες και το 30 να απαιτεί να βγουν στην αγορά 500.000 αντίτυπα. Όμως, η αλήθεια είναι ότι στο κόσμο που ζούσαμε μέχρι τις αρχές του 2020, τα τριάντα περίπου εργοστάσια που “κόβουν” βινύλια παγκοσμίως, κάλυπταν σε νορμάλ επίπεδο τις ανάγκες του κοινού. Ξαφνικά, μέσα σε λίγους μήνες η βιομηχανία του βινυλίου για να καλύψει τις ανάγκες των ακροατών, βρέθηκε να χρειάζεται “χτες” περισσότερα εργοστάσια και ακόμα περισσότερους “εξειδικευμένους” εργάτες, για να δουλέψουν σε μια τέχνη (το lacquer και την πρέσα του βινυλίου) που μέχρι πρόσφατα κανένας δεν έβλεπε μέλλον σε αυτό το βιομηχανικό τομέα. Επιπλέον αιτίες που αύξησαν κατακόρυφα τη ζήτηση και το κόστος παραγωγής βινυλίων και σχετίζονται με τον ελεύθερο ανταγωνισμό, τις προτεραιότητες της βιομηχανίας και το λιανεμπόριο όπως διαμορφώθηκαν από τις ανάγκες των πολυεθνικών για να συνοδεύσουν το viral video των Fleetwood Mac , την επιστροφή των Abba ή τις ειδικές τιμές και εκδόσεις προκειμένου να γεμίσουν τα ράφια των αμερικάνικων σούπερμαρκετ Target και Walmart, απλά τις παραθέτω και τις θεωρώ ανούσιες σχολιασμού.
Το δυσοίωνο μέλλον
Βέβαια, όλα τα παραπάνω είναι μόνο η γενική εικόνα. Είναι δύσκολο (και αδύνατο όσον αφορά την έκταση του κειμένου) να ασχοληθούμε με το μεράκι που κρύβει πίσω του το βινύλιο. Ίσως η πολύπλοκη διαδικασία παραγωγής του καθώς και το γεγονός ότι είναι μια τέχνη που η ανθρωπότητα φρόντισε σχεδόν να εξαφανίσει 30 χρόνια πριν, αρκούν για να τονίσουν την ιδιαιτερότητα του και να το χαρακτηρίσουν “αγαθό πολυτελείας”. Μάλιστα, πολλοί εικάζουν ότι με αυτή τη κρίση θα επιστρέψει στο να λογίζεται ως τέτοιο, παρά το γεγονός ότι η μέση τιμή ενός νέου δίσκου ή απλής επανέκδοσης πλέον κυμαίνεται στα 20-30 ευρώ.
Θα θυμάστε ασφαλώς, ότι το βινύλιο δεν ήταν στο καλάθι ή στη ρουτίνα του μουσικόφιλου που έζησε την αλλαγή του αιώνα, εξού και η έκδοση ειδικά σε βινύλιο δίσκων όπως το XTRMNTR των Primal Scream ή του Walkie Talkie των Air δεν ανακαλούνται εύκολα στο μνημονικό των σημερινών σαραντάρηδων. Με προϋπηρεσία στα Metropolis για το διάστημα 2003 - 2007, θα έπαιρνα όρκο ότι Η Φτηνή Ποπ Για Την Ελίτ των Κόρε Ύδρο του 2006 δεν θα είχε ως βινύλιο καλύτερη τύχη από αυτή που είχε η CD έκδοση της EMI, τουλάχιστον για εκείνο το διάστημα. Ήταν όμως δίκαια, από τα πρώτα απαραίτητα βινύλια στον κατάλογο της Inner Ear όταν το 2012 η ετικέτα είχε βάλει μπρος για τα καλά την παραγωγή δίσκων και στη χώρα μας. Σε γενικότερο πλαίσιο βέβαια, είχε προηγηθεί το “πάγωμα” της μουσικής αγοράς και είχε σχεδόν “κλείσει” κάθε εργοστάσιο παραγωγής στη χώρα.
Έτσι, όταν πίσω στο 2010 αποφάσισα να “κόψω” σε βινύλιο το Played του Sillyboy, η ώθηση ερχόταν από το χορευτικό περιεχόμενο του album. Οι dance djs ποτέ δεν σταμάτησαν να παίζουν και να αγοράζουν βινύλια, ακόμα και σε σκοτεινές για το format εποχές. Συγκυριακά όμως, οι αρχές των 10s βρήκε μικρές και ανεξάρτητες ετικέτες να βάζουν μπόλικο μεράκι προκειμένου να επαναφέρουν - έστω και με “ασήμαντα” για τη βιομηχανία νούμερα - τις εκδόσεις βινυλιών. Κόσμος που στην αρχή θα έφερνε τη ρετσινιά του hipster, ακολούθησε τους φάρους που πάντοτε ήταν οι “σταθεροί” συλλέκτες δίσκων της χώρας και όλοι συγχρονίστηκαν έστω με καθυστέρηση σε αυτό που μετατράπηκε από vintage μόδα σε παγκόσμια βιομηχανία και εσχάτως σε κρίση μέσα σε μόλις μία δεκαετία. Αυτοί όμως που ήταν πάντα εκεί, αυτοί που δε σταμάτησαν να κυνηγούν το βινύλιο, ξέρουν τι γίνεται αυτές τις μέρες και αντιμετωπίζουν όλη αυτή την παράνοια της υπερβολικής ζήτησης με σκεπτικισμό ή ειρωνία.
To We Jazz Magazine από τη Φινλανδία “άδειασε κομψά” όλους όσους γεμίζουν τα εργοστάσια με hi end επανεκδόσεις, βιβλιαράκια και πουλάνε σαν άλλο χρυσάφι, δίσκους που έχει ξεχάσει η μουσική ιστορία. Και σχεδόν κάθε παγκόσμιο site μουσικής ενημέρωσης από το Mixmag μέχρι τους New York Times έτρεξαν σημαντικά ρεπορτάζ γύρω από την κρίση της βιομηχανίας του βινυλίου και τον αντίκτυπο που θα έχει στα ανεξάρτητα labels που ήταν και τα πρώτα που επανέφεραν το βινύλιο.
Στην Ελλάδα, την τελευταία πενταετία, ευτυχώς άνοιξαν μπόλικα καινούρια και ακόμα πιο ποιοτικά δισκάδικα, ενώ διατηρήθηκαν σχεδόν όλα όσα είχαν καταφέρει να επιβιώσουν της οικονομικής κρίσης. Οι ηλεκτρονικές αγορές, έχουν ανοίξει τα σύνορα ώστε τα δισκοπωλεία να παραλαμβάνουν προϊόν από διεθνείς διανομείς και βινύλια για σχεδόν κάθε γούστο είναι πλέον διαθέσιμα, πέραν ασφαλώς του γεγονότος ότι αρκετοί εξακολουθούμε να αγοράζουμε και από online δισκάδικα της Ευρώπης. Παρόλα αυτά, η κρίση που σύντομα θα επιφέρει συνέπειες και σε αδύναμες αγορές σαν τη δική μας αναμένεται να μετατρέψει το βινύλιο στο προϊόν πολυτελείας που ήταν μερικά χρόνια πριν.
Δεν είναι μόνο οι 9 μήνες που ο μέσος ακροατής θα πρέπει να περιμένει για το βινύλιο του ανεξάρτητου καλλιτέχνη αλλά και η νέα “τσιμπημένη” τιμή που θα πρέπει να το πληρώσει, αφού για να βρεθεί χώρος για την ανεξάρτητη παραγωγή στο εργοστάσιο, θα πρέπει να αγοραστεί χρόνος στην τιμή που αγοράζουν οι μεγάλες εταιρείες από το ίδιο εργοστάσιο. Και εννοείται ότι για κάθε μικρό ανεξάρτητο album πεντακοσίων αντιτύπων, το εργοστάσιο θα προτιμήσει να κόψει 5000 κόπιες από τον δίσκο που βγήκε μόνο σε CD στα 90s και το major label πρέπει να το επανεκδώσει. Αναλογικά, η έκδοση του χαμένου κλασσικού δίσκου που “είχες μόνο σε CD” θα κερδίσει κατά κράτος τη νέα παραγωγή ή οι καθυστερήσεις των νέων παραγωγών θα οδηγήσουν κόσμο στο να αγοράζει μεταχειρισμένα δισκάκια για να δικαιολογεί το πρόσφατα αγορασμένο πικάπ στο σπίτι του.
Με το δεδομένο ότι η Covid συνθήκη επηρεάζει και την κίνηση στα μεγάλα παζάρια βινυλίων όπως αυτό της Ουτρέχτης, τα δισκοπωλεία μας, θα έχουν όλο και λιγότερες επιλογές στο παλιό κατάλογο εκλεκτών δίσκων που θα προτείνουν για “ιδιαίτερα” μουσικά γούστα. Και μοιραία, όταν κάποιοι δίσκοι αποκτούν ξαφνικά αξία (μετά από θανάτους καλλιτεχνών ή σχετική επικαιρότητα) θα γίνονται αφενός δυσεύρετοι, αφετέρου ακριβοί μέχρι να εκτιμηθεί από το εκάστοτε label η επανέκδοση τους.
Τέλος, ας μην ξεχνάμε ότι η πραγματική αξία των συλλεκτικών δίσκων βρίσκεται σε κυκλοφορίες από άλλες ηπείρους. Ακούγεται (και θα είναι πάντα) ελκυστικό να προσθέτεις στη δισκοθήκη σου την αυθεντική πρώτη έκδοση από τον Blue Note κατάλογο, ή μια προσεγμένη Ιαπωνική jazz επανέκδοση, ένα Βραζιλιάνικο soul διαμάντι ή ένα ψυχεδελικό ροκ album από τη Ζάμπια, παραγωγής 1970, όμως εικάζω ότι στο άμεσο μέλλον για να αποκτήσετε αυτούς τους δίσκους θα πρέπει να πληρώσετε αρκετά, απλά γιατί η διακίνηση των βινυλίων όπως και η παραγωγή τους σε καιρούς Covid ίσως τελικά δεν είναι τόσο εύκολη υπόθεση. Ακόμα και αν όλο πιο συχνά και πιο εύκολα λέμε πλέον “θα κάτσω σπίτι και θα βάλω να ακούσω κανένα βινυλιάκι”.
Όσο για την Ελλάδα, που κάποιο κομμάτι του μουσικόφιλου κοινού της κατάλαβε τη δύναμη της βρετανικής ποπ, ελάχιστοι μεγάλωσαν με τη soul της Motown και σχεδόν κανένας δεν ξέρει να εντοπίζει τις διαφορές στην αργκό που χρησιμοποιεί από πόλη σε πόλη το αμερικάνικο ραπ, η βιομηχανία του βινυλίου δείχνει να επιστρέφει επιδερμικά, σαν τη μόδα του “έχω και δίσκους, πάμε μια βόλτα” οπότε θα είναι μόνο δίκαιο αν σύντομα επιστρέψει στο χόμπι των λίγων που επί δεκαετίες με μεράκι φροντίζουν τις δισκοθήκες τους.