Στις 27 Οκτωβρίου 2006 κυκλοφόρησε το δεύτερο και τελευταίο άλμπουμ της Amy Winehouse και δεκαπεντε χρόνια μετά το ελάχιστο που μπορούμε να διαπιστώσουμε είναι ότι η επιδραστικότητά του είναι ακόμα σαφής, δυνατή και παρούσα. Το Back to Black είναι ένα διαχρονικό rhythm n’ blues ορόσημο και ένας σταθερός φόρος τιμής στη Motown και τη Stax της δεκαετίας του '60 με αιχμηρούς, ωστόσο, νεωτερισμούς. Είναι γεγονός ότι, την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας, γράφτηκαν σημαντικά κεφάλαια της σύγχρονης μουσικής ιστορίας, λίγα όμως εξ αυτών μπορούν να θεωρηθούν "Αποκάλυψη" -και το Back To Black ήταν μία τέτοια περίπτωση. Ειδικά στα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατο της Amy Winehouse το 2011 σε ηλικία 27 ετών, η μεγαλειώδης φωνή της και η εκφραστικότητά της έχουν αφήσει ένα δυσαναπλήρωτο κενό στη μουσική σκηνή. Η καλλιτεχνική δυναμική της Amy Winehouse, ωστόσο, συνεχίζει αδιάλειπτα να αποδεικνύεται, με πολλούς καλλιτέχνες να έχουν αντλήσει έμπνευση από την άψογη neo-soul του Back to Black, τις στοιχειωτικές μελωδίες του και το χαρακτηριστικό της αυθεντικότητας πάνω στο οποίο έχτισε η Amy Winehouse το δημιουργικό της προφίλ και, βάσει αυτού, εκτοξεύτηκε στην κορυφή.
Αναπάντεχη τελειότητα
Λαμβάνοντας υπόψη το ντεμπούτο της Amy Winehouse, Frank, που κυκλοφόρησε το 2003, ο ακροατής ήταν απροετοίμαστος για έναν δίσκο όπως το Back to Black. Δεν υπήρχε τίποτα από τα μπανάλ εφέ βινυλίου και τα jazzy γυρίσματα του Frank που να υπονοούσε ότι η δημιουργός του επρόκειτο να κάνει στο επόμενο βήμα της ένα αριστούργημα. Προφανώς κάτι είχε μεσολαβήσει στη ζωή της Amy Winehouse στην τριετία που χώριζε το πρώτο από το δεύτερο άλμπουμ της: με χτένισμα-σφηκοφωλιά εμπνευσμένο από την Ronnie Spector των Ronettes, καλυμμένη με τατουάζ και ντυμένη σαν ιλουστρασιόν πολύχρωμη φιγούρα από τη δεκαετία του '60 –ήταν σχεδόν αγνώριστη με το νέο της δραματουργικό οπλοστάσιο. Οι στίχοι του ομώνυμου single υποδήλωναν πως ό,τι είχε συμβεί δεν ήταν καλό – ένας επώδυνος χωρισμός που τη σημάδεψε τόσο ώστε να λεκτικοποιήσει τον πόνο της σε στίχους, ενώ στο “Rehab” αποκάλυπτε το κυνήγι της απεξάρτησης. Τα τραγούδια της Amy Winehouse έχουν κάτι ρωμαλέο και αστραφτερό, αν και μιλούν κατά βάση για θέματα καρδιάς, τρεμάμενα και σκοτεινά εκ φύσεως - όλα, βέβαια, εξηγήθηκαν όταν έγινε γνωστή η τοξική σχέση συνεξάρτησης που είχε με τον Blake Fielder-Civil. Ο ήχος της είχε επίσης αλλάξει τόσο, όσο και η εμφάνισή της: με τον παραγωγό του Frank, Salaam Remi, μαζί με τον, τότε σχεδόν άγνωστο, Mark Ronson, το Back to Black ήταν μια αναβάθμιση της 60s pop soul. Μια αναβάθμιση που τονίστηκε ακόμα περισσότερο με την απόφαση του Ronson να γίνουν οι ηχογραφήσεις στα αναλογικά στούντιο Daptone του Μπρούκλιν και με την προσθήκη των Dap-Kings (Lee Fields, Sharon Jones), που έδωσαν στον ήχο μια τραχύτητα που έλειπε από αντίστοιχες προσπάθειες σύγχρονων παραγωγών. Ο συνδυασμός ήταν αναπάντεχος, ιδίως με την μοντέρνα γλώσσα του hip hop (“I'd rather him leave you than leave him my draw/When you smoke all my weed, man/You gotta call the green man”, τραγουδούσε στο Addicted) να μπλέκεται με τα επηρεασμένα από την Billie Holiday και Sarah Vaughn φωνητικά -μια αναπάντεχη τελειότητα.
Η επιρροή της αυθεντικότητας
Δεν ήταν μόνο τα ποικίλα μουσικά στiλ που αναδείκνυε το Back to Black και η λεπτοκεντημένη παραγωγή του, δεν ήταν μόνο το πώς τραγουδούσε η Winehouse, αλλά και το τι. Το άλμπουμ αυτό την ανέδειξε όχι μόνο ως ερμηνεύτρια αλλά και ως μια ισχυρή στιχουργό που μπορούσε να εκφραστεί με συναισθηματισμό (“If my man was fighting/ Some unholy war/I would be behind him”), με χιούμορ (“What kind of fuckery are we?”) και ωμή παραδοχή (“I told you I was trouble/you know that I'm no good”). Και, βεβαίως, ήταν η παντελής έλλειψη μιμητισμού και επανάληψης που άμεσα προσέλκυσε το ενδιαφέρον, όχι μόνο του κοινού, αλλά και των μουσικών: Μέσα σε λίγους μήνες από την κυκλοφορία του άλμπουμ, ο Prince διασκεύασε επί σκηνής το “Love Is A Losing Game” και η Ronnie Spector πρόσθεσε το ομώνυμο track στα τραγούδια που ερμήνευε στις συναυλίες της -μια επιπλέον σφραγίδα της ποιοτικής ομοιότητας του Back To Black με τις μουσικές αναφορές που το ενέπνευσαν.
Το άμεσο αποτέλεσμα της επιτυχίας του άλμπουμ πυροδότησε ένα κύμα καλλιτεχνών που πάτησαν στη retro μουσική, αφήνοντας υποχρεωτικά στην άκρη την απρόβλεπτη προσωπικότητα της Winehouse (δεν αντιγράφονται όλα, αγάπες μου) με στοιχεία λιγότερο ευμετάβλητα και άρα πιο εμπορεύσιμα: η Lana Del Rey προώθησε ένα στιλιζαρισμένα πένθιμο ύφος με άνευρο ρυθμό, ενώ η σχετικά νεοεμφανιζόμενη Celeste μέχρι και την εκφορά της Amy αναπαράγει (ειδικά στο “Love is Back”). Η δε Adele, που αποδείχθηκε ως ώρας η πιο επιτυχημένη από κάθε -ας πούμε- διάδοχο της Amy Winehouse, βασίστηκε σε μια σατινέ έκφανση της pop-soul, με άψογα σκηνοθετημένα δάκρυα, τόσο μακριά όμως από τις κατά μέτωπο συνομιλίες της Amy Winehouse με το τέλος, το κάθε τέλος, και την στυγνά ειλικρινή της σχέση με τη ζωή, γεμάτη θυμό, δέος, και κούραση (τι τραγική ειρωνεία: “We coulda never had it all” τραγουδούσε η Amy, “We could have had it all” αισιοδοξούσε η Adele). Στιχουργικά, το Back To Black εγκαινίασε άθελά του μια νέα μόδα για δίσκους που ριζώνουν στην IRL (in real life) κατάσταση του δημιουργού, που προορίζονται να δηλώνουν συναισθηματική ωρίμανση. Κάπως έτσι βρήκε το δρόμο της ερμηνευτικά η ενημερωμένη εκδοχή της τάσης των 70s για τραγουδοποιούς που εξομολογούνται τη ζωή τους. Bedroom pop ερμηνευτές όπως η Girl in Red, μέχρι και "φτασμένοι" καλλιτέχνες όπως η Beyonce, ο Drake, ο Lewis Capaldi και η Taylor Swift έχουν ως αναφορά το IRL σε συνθέσεις τους. Και καθόλου τυχαία, σε όλο το φάσμα της σόουμπιζ αυτό που έχει σημασία πια είναι να είσαι ο εαυτός σου. Αρκεί, βεβαίως, να σε πάει στην κορυφή. Μόνο που ενώ για κάποιους η έννοια της αυθεντικότητας αποτελεί υιοθετημένη στρατηγική, για την Amy Winehouse και για το Back To Black ήταν ο πυρήνας της ύπαρξης τους.