Τα αντανακλαστικά του κινηματογράφου ήταν ανέκαθεν πιο αργά σε σχέση με τη μουσική, για παράδειγμα η πολιτιστική έκρηξη της δεκαετίας του ‘60 -μια εποχή που η ιστορία έγραφε υπερωρίες- αποτιμήθηκε κινηματογραφικά μετά το 69. Η δεκαετία του ‘90 ήταν η τελευταία (μέχρι στιγμής) που άφησε δικό της αποτύπωμα, που χάραξε τα δικά της trends -με την τυπολατρία που τα συνοδεύει- και που δημιούργησε κινήματα, άσχετα αν δεν μακροημέρευσαν.
Η rock ταινία που αποτύπωσε μουσικά το στίγμα της γενιάς της και ήταν προϊόν της εποχής της ήταν το Singles (1992). Το συγκριτικό πλεονέκτημα της ταινίας είναι ο Κάμερον Κρόου, έμπειρος μουσικοκριτικός του Rolling Stone στη δεκαετία του ‘70, που περιηγείται με ενθουσιασμό μικρού παιδιού στο πνιγηρό προαστιακό τοπίο του Seattle, τη στιγμή που το grunge άρχιζε να συμβαίνει -όταν ακόμα οι κάμερες δεν το έβρισκαν ελκυστικό- προλαβαίνοντας να καταγράψει το βιογραφικό μωσαϊκό μιας εποχής, λίγα χρόνια πριν το πνίξει το χάος και η σκόνη. Τοποθετεί τα μέλη των Pearl Jam στην fiction μπάντα του Ματ Ντίλον με το αξέχαστo όνομα Citizen Dick, και βάζει τους ήρωές του να γνωρίζονται, να χωρίζουν και να φλερτάρουν σε κλειστά rock club που παίζουν ζωντανά οι Alice In Chains και οι Soundgarden. Παρεμπιπτόντως, την ίδια ακριβώς περίοδο και την καταλυτική επίδραση της εταιρίας Sub Pop εκείνη τη χρονική στιγμή εξερευνά το ντοκιμαντέρ Hype! (1996).
Το Singles δεν στέκεται στα αισθητικά ντοκουμέντα των σκισμένων τζιν και των ξεχειλωμένων t-shirt, αλλά χτίζει μια βιογραφική διαδρομή ερωτικής ενηλικίωσης και συνειδητοποίησης. Οι ήρωές του είναι οι ακούσιοι εκφραστές της εσωτερικής καταχνιάς των εικοσάρηδων που το αντίδοτό τους δεν ήταν ποτέ η αναρρίχηση των αγαπημένων τους άλμπουμ στο Νο.1 και που αγαπούσαν μουσικούς, οι οποίοι με τη σειρά τους βρέθηκαν στα έγκατα μιας αναπόφευκτης βιομηχανίας. Δηλαδή το τέρας που έθρεψε το MTV και το σύνολο των media, στα οποία δουλεύουν οι ήρωες του Reality Bites (1994), το οποίο ιχνηλατεί την πορεία μιας παρέας παιδιών που κυνηγάνε ή παρατάνε σπασμένα όνειρα για να ταχθούν στον προορισμό της επιθυμίας τους και να βρεθούν στις παρυφές μιας πολυεθνικής «μιντιακής» λαίλαπας. Καταγράφει τα πάθη μιας παρέας απαίδευτων νέων που η αυτοκαταστροφική τους εκτόνωση τούς έκανε να καταναλώσουν και να καταναλωθούν σε έναν ποταμό από hype. Μια μετωπική μαρτυρία μιας γενιάς που αντέδρασε υπέρ του δέοντος συναισθηματικά στην αμέριμνη καταναλωτική εφηβεία και τις κανιβαλιστικές ανάγκες της εποχής, για να την καταπιεί ένα σύστημα αθροιστικών αξιών.
Η σκηνή που καταγράφει άριστα το μεθυσμένο και ανέμελο στυλ των slackers, είναι αυτή που η Winona Ryder, η Janeane Garofalo και ο Steve Zahn χορεύουν εντελώς αυθόρμητα στους ρυθμούς του “My Sharona” σε ένα βενζινάδικο. Ο προ-internet παρορμητισμός, χωρίς τα κάλπικα διλήμματα και την επίπλαστη κοινωνικοποίηση των social media, με μια καθαρότητα στα πρόσωπα που πλέον μοιάζει με απομεινάρι άλλων εποχών. Ο σωματοποιημένος αντίλαλος της ανέμελης slacker συνείδησης του Reality Bites είναι η 9-5 γενιά του Clerks (1994) που εκείνη την εποχή μεγάλωνε στη σκιά και τα αδιέξοδα. To brainless αναρχικό χιούμορ των ηρώων του πρωτόλειου φιλμ του Κέβιν Σμιθ εκφράζει την απελπισία και την καταχνιά μιας άδειας καθημερινότητας εικοσιπεντάρηδων που έχουν παγκάκια και πάρκινγκ για στέκια, που γεμίζουν τις μέρες τους με αδιέξοδες αερολογίες και δεν έχουν λεφτά για τσιγάρα ή για κούρεμα.
Η τρύπα που άφησε στη στρατόσφαιρα ο θάνατος του Cobain δεν επέτρεπε άλλα «καταραμένα» My Own Private Idaho (1991). Οι φιλοσοφημένοι περαστικοί του Slacker (1991) δεν θα ήταν ποτέ οι φωταγωγημένοι ήρωες. Η μαζική ψυχαγωγία απαιτούσε να ερμηνεύσει τους Clerks με τον απαίδευτο “rock’n’roll” χαβαλέ του Wayne’s World ή των Beavis & Butthead. Το Airheads (1994) ήταν η διασκεδαστική φαντασίωση των κατασταλτικών μηχανισμών του Χόλυγουντ για τις ολότελα χαμένες στο κενό, ψυχές των αξέχαστων ηρώων του Suburbia (1995), ενώ το Clueless (1995) ήταν η χολιγουντιανή μετάφραση της Generation X. Το mainstream σινεμά των ‘90s αδυνατούσε να υιοθετήσει ακόμα και την ευγενική αθωότητα ενός John Hughes που καταπράυνε το χάσμα την προηγούμενη δεκαετία.
Γυρισμένο (περήφανα) με πενταροδεκάρες, το Clerks είναι το αναμνηστικό μουσικό mixtape (σε εξηντάρα TDK κασέτα παρακαλώ) μιας γενιάς χαμένης στον ανεμοστρόβιλο του ορμητικού και απαισιόδοξου ροκ. Από τον ανέμελο παιχνιδιάρικο χορό του “My Sharona” των Knack στη σκηνή στο βενζινάδικο του Reality Bites, μέχρι την απροειδοποίητη, μεθυσμένη χορογραφία του “Cool Thing” των Sonic Youth στο Simple Men και από εκεί στα αυτοσχέδια αγορίστικα χορευτικά βήματα στους ρυθμούς του “Violent Mood Swings” των Stabbing Westward στο Clerks, το νεανικό σινεμά είχε πει χωρίς λόγια, σε ελάχιστα δευτερόλεπτα κινηματογραφικού χρόνου, όλα όσα δεν θα μπορούσε να καλύψει ολόκληρη βιβλιογραφία και κινηματογραφικές εποποιίες. Αυτό είναι το προτέρημα μιας εποχής που εγκυμονούσε ακόμα δικούς της, αυτόφωτους ήρωες.
Αυτοί που επωμιστήκαν τη σκυτάλη των τριών παραπάνω εμβληματικών «χορευτικών», είναι οι Βρετανοί soulmates τους, οι ήρωες του Trainspotting (1996) που δονούνται από τα beat των Underworld. Ο Renton (Ewan McGregor) απολαμβάνει χωρίς αναστολές και ντροπή το “For What You Dream Of” των Bedrock σε ένα club. Η έλευση της electronica είχε έρθει και θα τα έκανε όλα ίσιωμα... Όμως τα αντανακλαστικά του κινηματογράφου άργησαν να δραστηριοποιηθούν και το club culture και το rave στα ‘90s αποτυπώθηκε πειστικά μονάχα στα ανεξάρτητα Go (1999) από την πλευρά της Αμερικής και -λίγο πιο ικανοποιητικά- στο Human Traffic (1999) από τη πλευρά της Βρετανίας.
Πέρα όμως από το πλαίσιο επικαιρότητας, η νοσταλγική ματιά στο μουσικό παρελθόν και η ώριμη παρελθοντολογία ήταν το μεγάλο ατού της δεκαετίας του ‘90. Όπως για την disco των ‘70s στο Studio 54 (1998) και τον αμήχανο απόηχό της στη δεκαετία του ’80, The Last Days Of Disco (1998). Καμία από αυτές όμως δεν εξαντλεί τις δυνατότητες εμβάθυνσης, είτε από αδυναμία είτε γιατί δεν να σπιλώσει τη μνήμη μεταθέτοντας την ευθύνη όσων άφησε πίσω της η disco σε ζητήματα σεναριακής πλοκής.
Τη σκηνή της δεκαετίας του ‘60 και το χτίσιμο των pop συγκροτημάτων στον απόηχο της βρετανικής εισβολής έπιασε με χαριτωμένο τρόπο ο Tom Hanks (με τον ίδιο στο ρόλο ενός αντίστοιχου Epstein) στο That Thing You Do! (1996), όπου περιγράφει την ιστορία ενός one hit wonder συγκροτήματος που δεν έγινε “Monkeys”, αν και τα μέλη του είχαν αυτή τη φιλοδοξία. Ποιος όμως μπορεί να ξεχάσει τους rhythm’n’blues ρυθμούς των λατρεμένων Commitments (1991) του Άλαν Πάρκερ, στο οποίο αντιλαμβανόμαστε τα διλήμματα κατευθυντήριων επιλογών μιας μπάντας μουσικών παλιάς κοπής και την ασύμμετρη μάχη με το σανίδι, σε ένα μείγμα νότιας soul και blues που πολλοί αγάπησαν αλλά λίγοι λάτρεψαν πραγματικά, όπως φανερώνουν τα μικρά τάκλιν πικρών σχολίων του σκηνοθέτη, ο οποίος εστιάζει στη διάσπαση απόψεων και διαθέσεων, αλλά με γλώσσα στωική και με αγάπη. Την ίδια ακριβώς βαθιά αγάπη που έχει και ο Σπάικ Λι στο Mo Better Blues (1990) για τη jazz στα γεννοφάσκια της, όπου το βρώμικο lifestyle αντιπαραβάλλεται με το επιφυλακτικό προφίλ των μουσικών που συνθλίβονται από το ταλέντο τους.
Σε επίπεδο μουσικών βιογραφιών, τα πρωτεία έχει ο Όλιβερ Στόουν με την βιογραφία του Τζιμ Μόρισον στο The Doors (1991), στο οποίο ο ανήσυχος σκηνοθέτης -με τη γνωστή θορυβώδη κινηματογραφική γλώσσα του- ψάχνει την αρχή της έμπνευσης και κάνει ακτινογραφία στην περσόνα ενός ροκ αρχέτυπου. Ο Στόουν καταπιάνεται με την πάλη ενός καλλιτέχνη σε αδιέξοδο για προσαρμογή σε ένα αβέβαιο περιβάλλον.
Όμως, σε φιλοσοφικό και καλλιτεχνικό επίπεδο, την απόλυτη μουσική ταινία της δεκαετίας τη γύρισε ο Τοντ Χέινς, ο οποίος λιβανίζει αριστοτεχνικά το πάθος του για τη ροκ μυθολογία στο αξεπέραστο Velvet Goldmine (1998), όπου αναβιώνει τα μυθικά στερεότυπα των bigger-than-life ροκ σταρ της πρώιμης εποχής του glam rock που πέφτουν σε ναρκισσιστικό writer’s block από οικονομική ευρωστία και έλλειψη εμπιστοσύνης. Ο Χέινς εστιάζει στο νόημα της φιλίας και της κοινότητας που χτίζουν κινήματα και εστιάζει στο βασανιστικό σκάλισμα της σωτήριας μελωδίας που θα κάνει την υπέρβαση και θα μείνει στο χρόνο. Αναπαριστά την ιερή εκείνη στιγμή που ο πληγωμένος εγωισμός θα μετατραπεί σε δημιουργία και θα αποκτηθεί νέα πνευματική ταυτότητα. Ο Χέινς εμπνέεται από τον ηδονισμό και την απατηλή αυτοπεποίθηση του Ίγκι Ποπ, του Ντέιβιντ Μπάουι και του Μπράιαν Ίνο μεταξύ άλλων. Κανακεύει το ταλέντο τους και καταφέρνει να δημιουργήσει μια ευφάνταστη εξερεύνηση μέσα από αλληλοσυμπληρούμενες αφηγήσεις. Δεν υποκύπτει σε αγιογραφικά δέλεαρ και συναισθηματική υπερβολή, αλλά στήνει μια αριστοτεχνική ανακατασκευή της μεταμόρφωσης των υπέρλαμπρων αγγελιοφόρων του ροκ που είναι βουτηγμένοι στα στρας και τη χρυσόσκονη. Όλα αυτά εξαιτίας μιας επίπονης καλλιτεχνικής αυτοεξορίας και μιας επανεφεύρεσης που οφείλεται όχι σε θεόσταλτη έμπνευση αλλά στη δύναμη της συγκυρίας.
Από τον μουσικό κινηματογράφο των ‘90s, τα πιο πολύτιμα… ηχητικά ντοκουμέντα είναι τρία ολότελα διαφορετικά ντοκιμαντέρ. Αυτό του Τζιμ Τζάρμους για την περιοδεία του Νιλ Γιάνγκ με τους Crazy Horse (1997) το ντοκιμαντέρ του Βιμ Βέντερς για τη μουσική κληρονομιά των Buena Vista Social Club (1999) και το Truth or Dare (1991) της Madonna. Ο φακός του Τζάρμους συλλαμβάνει την ατμόσφαιρα στα ακατέργαστα τραγούδια του Νιλ Γιάνγκ και αφουγκραζόμαστε ένα συγκρότημα σε καλλιτεχνικό limbo που αναστενάζει και πασχίζει να δημιουργήσει, αλλά τελικά μεγαλουργεί. Ο Βέντερς κυνηγάει τη στιγμή που μέσα από τυχαίο πειραματισμό θα διαισθανθούμε όλη την παράδοση της Κούβας, χωρίς να γοητεύεται παραπάνω απ’ ότι χρειάζεται από την πραγματική ιστορία των αιωνόβιας κολεκτίβας. Στο Truth Or Dare ο σκηνοθέτης ρίχνει φως (;) στην εικόνα μιας σταρ που αποτέλεσε βάπτισμα πυρός για μια νέα σελίδα στην ιδέα της pop. Με σημαδούρα την περιοδεία της το 1990, μάς ξεναγεί σε έναν απογυμνωμένο ανθρώπινο γρίφο του μάρκετινγκ που αντί να εξυπηρετεί την ειδωλοποίηση και να είναι αποθεωτικός, αποτελεί ένα διαυγές ταξίδι με άξονα την πόζα μεγαλοαστερισμού της Μαντόνα.
Όλες παραπάνω ταινίες αποτυπώθηκαν στον ψυχισμό μας και σαν καλοχωνεμένο αποτέλεσμα γέννησαν τον χαρακτήρα -απόλυτο γέννημα των ‘90s- του Ρομπ Γκόρντον στο High Fidelity (2000) από την πένα του Νικ Χόρνμπι και τον φακό του Στήβεν Φρίαρς, ακριβώς στην αυγή της νέας δεκαετίας. Ο φετιχισμός του βινυλίου, ο ψυχαναγκασμός της λίστας, η αναγωγή της καθημερινότητας σε αναφορές της pop κουλτούρας, η αγάπη για τη μουσική σε απόλυτη συνάρτηση με την καμουφλαρισμένη ερωτική απογοήτευση και ένα κάρο άλλα σύνδρομα, σαν κινηματογραφημένη κληρονομιά που κουβαλάμε, όλοι όσοι ζήσαμε, είτε στο έπακρο είτε ξώφαλτσα, εκείνα τα ταραγμένα και αξέχαστα χρόνια της δεκαετίας του ‘90.