Το swing υπήρξε τόσο επιδραστικό, ώστε χάρισε το όνομά του σε μια ολόκληρη εποχή. Έκανε επίσης ολόκληρη την Αμερική να χορεύει στους ρυθμούς του, ενώ ταυτόχρονα αποτέλεσε σημαντικό καταλύτη και στις ίδιες τις μουσικές εξελίξεις...
Η ιστορία θέλει κάθε «εποχή» να ξεκινάει από ένα συγκεκριμένο ορόσημο. Υπάρχει λοιπόν ένα τέτοιο και για το swing: είναι η στιγμή που ο Benny Goodman και η ορχήστρα του φθάνουν στο Λος Άντζελες και βλέπουν χιλιάδες ενθουσιώδεις νέους και νέες να κατακλύζουν το Palomar Ballroom. Είναι 21 Αυγούστου του 1935.
Ποτέ ωστόσο τα πράγματα δεν ξεκινάνε από μία συγκεκριμένη ημέρα (λες κι έχουν ραντεβού με την ιστορία) ή από ένα μεμονωμένο γεγονός. Πίσω τους υπάρχει πάντα μια συγκεκριμένη γενεαλογία ή διάσπαρτα μικροσυμβάντα, τα οποία σε ανύποπτους χρόνους κατάφεραν να αποκτήσουν ενιαία δυναμική: σαν τους παραποτάμους και τα ρυάκια που ξεκινούν από διαφορετικά σημεία, για να καταλήξουν στο ίδιο υδάτινο σώμα ενός ποταμού.
Έτσι και στο swing. Η έλευση του Louis Armstrong στη Νέα Υόρκη στα 1924, οι αλλαγές στις ρυθμικές δομές από τον Duke Ellington και τον Fletcher Henderson στις αρχές της δεκαετίας του 1930, η όλο και μεγαλύτερη βαρύτητα στον αυτοσχεδιασμό, η μετατροπή του μαέστρου σε σολίστα, το ραδιοφωνικό σόου του Benny Goodman (στον αέρα ήδη από το 1934), ήταν κάποιοι μόνο από τους σταθμούς στην πορεία προς εκείνο το καλοκαιρινό βράδυ του 1935.
Λέμε ότι το swing ήταν η πρώτη νεανική μόδα (κρίνοντας με τα δεδομένα της ποπ κουλτούρας). Αλλά λίγα πράγματα θα κατανοήσουμε για τα πώς και τα γιατί, εάν αναλωθούμε σ’ ένα εγκυκλοπαιδικό χρονολόγιο. Για παράδειγμα, θα μείνουν στο σκοτάδι οι όψεις της κυρίαρχης ιδεολογίας που ενσωμάτωσε το swing, ενώ παράλληλα απαντούσε σε πολύ συγκεκριμένες επιθυμίες ή ανησυχίες της εποχής. Θα μείνει στο σκοτάδι ακόμα και η βασική αντίφαση που είναι εγγεγραμμένη στην εμφάνιση-ορόσημο του Goodman στο Λος Άντζελες: γιατί χρησιμοποιούμε ως τέτοιο τη συναυλία ενός λευκού μουσικού, τη στιγμή που μιλάμε για ένα είδος βγαλμένο από τα σπλάχνα της μαύρης κουλτούρας;
Αυτό είναι ένα ενδιαφέρον σημείο, συν τοις άλλοις γιατί το swing ήταν η πρώτη μουσική έκφραση των μαύρων που εισήλθε με τέτοια ένταση στο mainstream των Η.Π.Α. Σε μια εξαιρετική μελέτη που ασχολείται κυρίως με τον χορό του swing (έτσι κι αλλιώς αναπόσπαστο κομμάτι της μουσικής), η Brenda Dixon Gottschield υπενθυμίζει ότι μιλάμε για μια κουλτούρα η οποία «εκθειαζόταν, παρ'όλο που οι δημιουργοί της παρέμεναν αποκλεισμένοι». Και πραγματικά, πολλές αίθουσες απαγόρευαν την είσοδο σε μαύρους θεατές, ακόμα κι αν στη σκηνή έπαιζαν μαύροι μουσικοί! Το περίφημο Cotton Club, στο οποίο μεγαλούργησε ο Duke Ellington, ήταν ένας τέτοιος χώρος.
Υπήρχε επομένως ένα πολύ στενό όριο στην αποδοχή των μαύρων μέσα στη λευκή αμερικανική κοινωνία υπήρχαν άρα και πολύ συγκεκριμένοι ρόλοι που θα έπρεπε να ενσαρκώνουν, για να κερδίσουν αυτή την αποδοχή. Υπήρχε, βεβαίως, και η εμπορευματική διάσταση που υπονοεί ο όρος «μόδα». Μια κριτική απέναντι στο swing λέει ότι δεν έκανε πολλά για να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίον χρησιμοποιήθηκε από το λευκό κατεστημένο: ως ένα ευπώλητο πολιτιστικό προϊόν δηλαδή, το οποίο δεν αμφισβήτησε τα φυλετικά στερεότυπα και δεν έκανε πολλά για ν' αλλάξει τη μοίρα των κοινοτήτων που το επινόησαν αρκέστηκε απλώς να αναπαράγει το στερεότυπο του μαύρου διασκεδαστή που ξεσηκώνει τη λευκή αστική τάξη με την «πρωτόγονη, λαϊκή και δημώδη» μουσική του –αλλά που επ’ ουδενί δεν γίνεται να συνδιαλέγεται μαζί της. Παρά ταύτα, το swing μπορεί να γίνει αντιληπτό ως απόγονος μιας περιόδου πυκνής δημιουργικότητας και συνειδητοποίησης για τις αφροαμερικανικές κοινότητες, η οποία έμεινε στην ιστορία ως η Αναγέννηση του Χάρλεμ. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα φθάνει στη Νέα Υόρκη ο Louis Armstrong στα 1924 για να συμμετάσχει στην ορχήστρα του Fletcher Henderson.
Τότε, με τον πλέον παραστατικό τρόπο (εκείνον της τρομπέτας του Armstrong), μεταλαμπαδεύεται το πνεύμα των μεγάλων ορχηστρών της Νέας Ορλεάνης στην καρδιά της αμερικανικής μητρόπολης.
Μπορεί όμως να γίνει αντιληπτό και ως απάντηση στις οδύνες που προκάλεσε ευρύτερα στην αμερικανική κοινωνία ο σεισμός του χρηματιστηριακού Κραχ. Δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε πως οι άνθρωποι οι οποίοι ζούσαν τις οδυνηρές επιπτώσεις του (ή εκείνες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου λίγο αργότερα) βρήκαν στους ξέφρενους ρυθμούς του και στην ανάλαφρη θεματολογία του μια φυγή από τα προβλήματα της καθημερινότητας. Μάλιστα, τα δημοφιλή ραδιοφωνικά σόου της εποχής όπως λ.χ. του Duke Ellington ή του Benny Goodman (που περισσότερο ως κανονικότατα live πρέπει να τα δούμε), προσέφεραν κατ’ οίκον την ευκαιρία μιας τέτοιας απόδρασης.
Εδώ θα μπορούσαμε βέβαια να προσθέσουμε μια δεύτερη γραμμή κριτικής, η οποία θα αντιπαραβάλλει τη χαρωπή απόδραση από τις ζοφερές συνθήκες του πραγματικού στην κατά μέτωπο σύγκρουση μαζί τους. Ωστόσο, με κανέναν τρόπο δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε το τι προσέφερε το swing. Είχε άφθονα αποθέματα κεφιού, πάθους και ενέργειας, ενώ μέσω του χορού αποκτούσε και μία έντονη σωματική διάσταση. Με άλλα λόγια, σ’ έκανε να νιώθεις αληθινά ζωντανός. Δεν είναι τυχαία (ούτε εξηγείται αποκλειστικά με φυλετικούς όρους) η απόφανση της συντήρησης, ότι το swing αποτελούσε βόμβα στα θεμέλια της ηθικής του αμερικανικού έθνους.
Οι άνθρωποι που ζούσαν τις οδυνηρές επιπτώσεις του Κραχ βρήκαν στους ξέφρενους ρυθμούς του μια φυγή από τα προβλήματα της καθημερινότητας
Επίσης, δεν θα πρέπει να υποτιμήσουμε την ίδια τη μουσική. Εκτός από τον ρόλο του σολίστα, στην τζαζ διάλεκτο εμπεδώνεται και η σημασία στον (λελογισμένο έστω) αυτοσχεδιασμό. Και μιλάμε συνήθως για μουσική «υψηλών οκτανίων», επομένως για παιξίματα που (μπορούν να γίνουν) εξωφρενικά. Ταυτόχρονα, δρουν και εξαιρετικά ικανοί συνθέτες, οι οποίοι εκλεπτύνουν τους μελωδικούς δρόμους και την ενορχηστρωτική ακρίβεια. Ας μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε σε μια περίοδο (1935/1946, αν μείνουμε στην επίσημη χρονολόγηση) στην οποία έδρασαν και προσέφεραν πιθανώς τα καλύτερα δείγματα δουλειάς πραγματικά σπουδαίοι μουσικοί, όπως οι Duke Ellington, Fletcher Henderson, Louis Armstrong, Benny Goodman, Count Basie, Coleman Hawkins, Glenn Miller, Earl Hines και τόσοι άλλοι.
Το swing βγήκε από τις αποκλεισμένες κοινότητες των μαύρων, έφτασε στο κέντρο της κουλτούρας των Η.Π.Α. κι από εκεί ξεχύθηκε και στην Ευρώπη. Έφτασε ακόμα και στη ναζιστική Γερμανία, όπου φυσικά δρούσε σε καθεστώς παρανομίας, μετατρεπόμενο σε αντιστασιακή πράξη –βλέπε και τη γνωστή ταινία του Thomas Carter, Swing Kids (1993). Υποσκελίστηκε μόνο μετά τον Πόλεμο, από το bebop και το rhythm & blues, είδη που έψαχναν τον δικό τους χώρο στο αμερικανικό mainstream.
Κι όμως, η ποπ κουλτούρα –αυτό το μνημείο παροδικότητας– μπορεί με περηφάνια να καταναλώνει το ίδιο της το παρελθόν. Η αναβίωση του swing τα τελευταία (αρκετά) χρόνια, φέρει τόσες αντιφάσεις, ώστε καθίσταται αντικείμενο ξεχωριστού κειμένου. Ξεκίνησε πάντως από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ενστερνίστηκε αργότερα από το mainstream (το άλμπουμ λ.χ. Swing When You’re Winning του Robbie Williams το 2001 έφθασε στην κορυφή των βρετανικών charts) και συνεχίζει την πορεία της μέχρι σήμερα, είτε αναμειγνύοντας το swing με ηλεκτρονικά, rockabilly ή ska, είτε βάζοντάς το να διαγωνιστεί για… παράσημα αυθεντικότητας.
Όπως δείχνει και η Αθήνα της δικής μας εποχής, με τα μαζικά swing parties, την ενθουσιώδη εκμάθηση του σχετικού χορού και την υπολογίσιμη επιτυχία συγκροτημάτων σαν τους Swingin' Cats της Πέννυς Μπαλτατζή ή τους Swing Shoes της Sugahspank!, αυτό το «κάτι» του swing μπορεί ακόμα και συγκινεί. Λείπει βέβαια η έξαψη του συγκαιρινού και περισσεύει το στυλ, συντηρείται πάντως μια υπολογίσιμη υποκουλτούρα, με τα φορέματα, τα κουρέματα και τις χορευτικές φιγούρες του Μεσοπολέμου. Στ’ αλήθεια, ό,τι σε έναν φαίνεται φαιδρό, μπορεί για κάποιον άλλον να είναι κι όλη του η ζωή…
Δέκα σημαντικά swing κομμάτια
1. Duke Ellington - It don’t mean a thing (if it ain’t got that swing) [1932]
Προφανέστατη επιλογή, το παραδέχομαι. Όπως όμως λέει ωραία ο Gunther Schuller, προσφέρει έναν «καθημερινό ορισμό του swing και επίσης μια πολύ πειστική επίδειξη αυτού».
2. Bennie Moten’s Kansas City Orchestra - Moten’s swing [1933]
Από τα πρώτα ευδιάκριτα δείγματα του swing ήχου. Η ορχήστρα περιλαμβάνει και τον Count Basie (πιάνο), ο οποίος θα ηχογραφήσει αργότερα κι εκείνος το κομμάτι, στη γνωστότερή του εκδοχή. Παρεμπιπτόντως, το Κάνσας ήταν μια σημαντική πόλη για τις γενικότερες εξελίξεις.
3. Louis Prima - Sing, Sing, Sing [1936]
Από τις γνωστότερες συνθέσεις της εποχής –διόλου τυχαία ηχογραφήθηκε αργότερα τόσο από τον Fletcher Henderson, όσο και από τον Benny Goodman.
4. Benny Goodman - Stomping at the savoy [1936]
Το Savoy ήταν ένα από τα πλέον θρυλικά swing clubs της Νέας Υόρκης και, σε αντίθεση με το δημοφιλέστερο Cotton Club, ήταν ανοιχτό στους Αφροαμερικανούς. Ο Goodman αποτίνει εδώ φόρο τιμής στα άπειρα κιλά ιδρώτα που χύθηκαν στην πίστα του.
5. Duke Ellington - A rhapsody of negro life [1935]
Πρόκειται για τη σύνθεση του 9λεπτου φιλμ Symphony in Black, ένα σημαντικό έργο τόσο για την πορεία του Ellington, όσο και για τη μαύρη μουσική εν γένει. Είναι επίσης η πρώτη παρουσία της μεγαλύτερης ίσως τραγουδίστριας του περασμένου αιώνα, της Billie Holiday.
6. Count Basie - I never knew [1940]
Μάλλον ισχύει αυτό που λένε, ότι η ορχήστρα του στηριζόταν περισσότερο στις εσωτερικές της δυναμικές, παρά στην ορμή ενός σόλο. Φυσιολογικό, όταν έχει τέτοιες οφειλές στη rhythm section και κυρίως στο μπάσο του Walter Paige.
7. Coleman Hawkins - Bouncing with bean [1940]
Bean ήταν ένα από τα παρατσούκλια του Hawkins, μουσικού που επέβαλλε το τενόρο σαξόφωνο στην εμπροσθοφυλακή της τζαζ. Εδώ παραδίδει ένα μικρό σεμινάριο για το πώς να γράψεις ένα «τυπικό» τραγούδι της εποχής σου, χωρίς να καταφύγεις σε κοινοτοπίες.
8. Louis Armstrong - Swinging on nothing [1942]
Δεν θα μπορούσε να λείπει ο Armstrong από μία λίστα με swing κομμάτια. Ο ίδιος φυσικά στην τρομπέτα, με τους Louis Russell και Velma Middleton να αναλαμβάνουν τα φωνητικά.
9. Earl Hines - Swinging Down [1940]
Στις αρχές της δεκαετίας του 1940 η ορχήστρα του είχε «καταληφθεί από επαναστάτες της τζαζ». Κι όντως, ονόματα όπως αυτό του Charlie Parker ή του Dizzy Gillespie εύκολα περνούσαν ως τέτοια. Εδώ σουινγκάρουν σε ασύλληπτο τέμπο, βάζοντας δύσκολα ακόμα και για τους πεπειραμένους.
10. Benny Goodman Sextet & Charlie Christian - Seven come eleven [1939]
Μία από τις σπουδαίες ανακαλύψεις του Goodman ήταν ο νεαρός και πρόωρα χαμένος Charlie Christian –από τους σημαντικούς «μεσολαβητές» μεταξύ του swing και του bebop.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, Η Μουσική Από Τα 10s Στα 40s, που κυκλοφόρησε το 2015.