Τον δικό μας Nick Cave τον χάνουμε και τον βρίσκουμε δεκαετίες τώρα. Και το να αποτελείς σταθερά σε τέτοιο ηλικιακό εύρος, με όλους τους δρόμους που σου ανοίγουν και κλείνουν τα προσωπικά σου βιώματα, το να είσαι αντικείμενο τόσο εξαντλητικής δισκογραφίας στην οποία κάθε άλμπουμ έχει αφήσει το στίγμα της (μικρότερο ή μεγαλύτερο), είναι από μόνο του case study. Για τη δισκογραφία του Nick Cave υπάρχουν ολόκληρα ράφια στο σπίτι, κι όμως δεν είναι συχνές οι φορές που είναι μέρος της καθημερινότητάς μου. Αντίθετα, όπως κι εκείνη αφήνει το αποτύπωμά της μερικώς και σε στιγμές, ξεθάβονται μέρη της σε ανύποπτο χρόνο και γίνονται βιωματικά κολλήματα.
Έχουμε πολλούς "δικούς μας" και η λεγόμενη εναλλακτική κουλτούρα διαχρονικά παράγει τέτοιους, αλλά κάνοντας αυτή την αναδρομή ακόμα και στην πιο σύγχρονη δισκογραφία του, διαπιστώνω ότι ελάχιστους έχουμε δικούς μας, χωρίς εισαγωγικά και χωρίς κλισέ αστειάκια περί αναγκών ελληνικού κοινού. Το περσινό Idiot Prayer: Nick Cave Alone at Alexandra Palace, είχε αυτή ακριβώς τη δύναμη. Να γίνει κτήμα αυτών που εκμεταλλεύτηκαν τις σιωπή, το κενό, για να ακούσουν τις λέξεις. Και δεν τις ακούμε τις λέξεις. Τα τελευταία χρόνια έγινε λίγο πιο δικός μας κι ας μην τον ακολουθούμε ηχητικά με το ίδιο πάθος, κι ας μην παράγει πολλές φορές ακόμα και ολοκληρωμένα τραγούδια. Αλλά έτσι συμβαίνει με αυτούς. Που είναι κοντά μας.
Με την ευκαιρία της προβολής της ταινίας Straight To You (1994), που αποτελεί και το πρώτο ντοκιμαντέρ για τον Cave που είχε την άδειά του, επιχείρησα να μαζέψω -από το μεγάλο αρχείο που υπάρχει στο Avopolis- μια σειρά από κριτικές που έχουν γραφτεί για άλμπουμ του στα '00s και στα '10s. Τα χρόνια της αθωότητας των '90s που καταγράφει με το φακό της η Nanni Jacobson, είναι η μία πλευρά. Ήδη, όμως, όπως θα διαβάσετε παρακάτω στις κριτικές, από τα τέλη εκείνης της δεκαετίας, ο Nick Cave δεχόταν δεκάδες προσκλήσεις από Πανεπιστήμια της Ευρώπης και ποιητικά festivals διεθνούς ακτινοβολίας για να παραδώσει διαλέξεις, να μιλήσει για τις ανθρώπινες σχέσεις, με τον δικό του τρόπο. Αυτό που αργότερα θα ονομάζαμε ωριμότητα και κάπως θα ξεμπερδεύαμε εύκολα, είναι μια διαρκής εξέλιξη, δισκογραφική και ατομική-ανθρώπινη-βιωματική, που και απαραίτητη είναι για να διατηρηθεί κανείς ο ίδιος ακμαίος καλλιτεχνικά, να έχει πράγματα να πει, αλλά και φυσιολογική είναι όταν ζεις.
Καμιά φορά, δε, για να καταλάβεις τη ροή, είναι καλύτερα να πιάνεις τα πράγματα από το τέλος, από το σήμερα και να κάνεις προς τα πίσω το ταξίδι. Αυτό επιχείρησα, με την παράθεση αυτών των περιλήψεων, που είναι για εμένα ένα ταξίδι. Συζητάμε δηλαδή για δύο δεκαετίες και ολόκληρα κομμάτια της καθημερινότητας της πρώτης, με τις ακροάσεις ή τις αναγνώσεις και επιμέλειες κειμένων ακόμα και στους πανάρχαιους (για τη σημερινή εποχή) υπολογιστές, ελάχιστα διαφέρουν από αντίστοιχα σημερινά. Πέρα από τον θαυμασμό για κάποια κείμενα που γράφτηκαν 20 χρόνια πριν, από 20χρονους και τα οποία βάζουν κάτω σε πρωτοτυπία και δυναμισμό κάτι κουρασμένα παλικάρια του σήμερα. Και φτάνω στο 2020, να διαβάζω μια κριτική ενός ανθρώπου που έχει διανύσει πολύ περισσότερα χιλιόμετρα από εμάς, του Μάκη Μηλάτου, να αφήνει έξω όλη την υπερπροσπάθεια, τον βερμπαλισμό και το στιλ του ειδικού -που πλέον ξεκάθαρα απωθεί κόσμο- και να μου δίνει με απλά λόγια αυτό που σκόρπια είχα στο μυαλό μου. Γιατί και η κριτική δεν διαφέρει αρκετά από τη μαγειρική. Και κρατήστε και τη θετική (η τέχνη της απλότητας) και την αρνητική πλευρά αυτού που γράφω.
Προφανώς και η παράθεση αυτή, δεν είναι δισκογραφία των '00s και '10s. Είναι όσα έχουμε παρακολουθήσει. Αλλά είναι μια καλή αφορμή για να ακούσουμε ξανά κομμάτια και άλμπουμ που ίσως στην εποχή τους ακούγαμε κάπως διαφορετικά. Συμβαίνει πάντα αυτό, γι' αυτό και χάνουμε και κερδίζουμε τραγούδια και εμπειρίες σε διαφορετικές περιόδους ακροάσεων. Αν θέλετε, μπορείτε να ξεκινήσετε από το ντοκιμαντέρ της Nanni (εάν το χάσετε, θα υπάρχει για περιορισμένο διάστημα και εδώ on demand, με δωρεάν εγγραφή), που έχει αυτή την απροσποίητη, underground αισθητική και μας φτάνει ως τις αρχές των '90s. Αλλά καλύτερα να το πιάσετε με αυτή τη φορά, ανάποδα, ταξιδεύοντας από το γνωστό, το οικείο, το τωρινό, προς τα πίσω.
* Οι φωτογραφίες (του Βαγγέλη Πατσιαλού), εντός του κειμένου, είναι από την εμφάνιση του 2017 στο Tae Kwon Do. Ήταν μια βραδιά που δεν ξεχνάμε εύκολα. Όπως έγραψε ο Άγγελος Κλειτσίκας, πέρασαν μπροστά από τα μάτια μας όλοι οι Nick Cave που έχουμε θαυμάσει μέσα στα χρόνια: ο goth μεσσίας που χειροτονεί τη συνάθροισή του, ο τρελός παραμυθάς που αφηγείται μύθους του Αμερικανικού Νότου, ένας ακόμη άνθρωπος ο οποίος πενθεί και προσεύχεται για τη λύτρωση... Θυμηθείτε την εδώ. Ανυπομονούμε, βέβαια, να κάνουμε pause στη θέαση συναυλιών στο YouTube και να βγούμε εκεί έξω, να ξαναμετρήσουμε καταχωρήσεις κοινών εμπειριών.
Nick Cave - Idiot Prayer: Nick Cave Alone at Alexandra Palace (2020)
O Nick Cave, ένας κενός συναυλιακός χώρος ποτισμένος με την πατίνα του χρόνου από σπουδαίες εμφανίσεις, τα τραγούδια, ένα πιάνο, οι δαίμονες, η μοναξιά, οι λέξεις, η μόνιμη θλίψη της απώλειας. Όλα έτοιμα για το μιούζικαλ της ερημιάς... Όπως στα μιούζικαλ το λιμπρέτο βρίσκεται σε πρώτο πλάνο και οι στίχοι των τραγουδιών είναι που δίνουν ώθηση στην πλοκή, ενώ η μουσική έχει έναν συνοδευτικό χαρακτήρα, έτσι κι εδώ η αφήγηση και ο ποιητικός λόγος κυριαρχούν ενώ οι λιτές μελωδίες του πιάνου ακολουθούν. Οι περιστασιακοί και ευκαιριακοί ακροατές του, αυτοί που τυχαία θα βάλουν κάτι ν' ακούσουν από περιέργεια, όσοι ήδη είναι επικριτικοί γι' αυτό που είναι ο Cave τώρα, δεν θα μπορέσουν να βρουν εδώ σημεία επαφής και επικοινωνίας και το άλμπουμ θα τους φανεί βαρετό. Δίκιο έχουν. Αυτός ο δίσκος, όχι απλώς δεν τους απευθύνεται, αλλά τους ζητάει ευγενικά να μείνουν μακριά του. Περισσότερα. - Μάκης Μηλάτος
Nick Cave & The Bad Seeds - Ghosteen (2019)
Ως καταληκτικό μέρος μιας δισκογραφικής τριλογίας, έρχεται να συμπληρώσει τον κύκλο που ξεκίνησαν τα Push Τhe Sky Away (2013) και Skeleton Tree (2016). Μια τριλογία που βρίσκει τους Nick Cave & Τhe Bad Seeds στην πιο ευάλωτη θέση που έχουν υπάρξει ποτέ, με το Skeleton Tree να είναι (κατά τη σύλληψή του) ένας μεταφυσικός προάγγελος του θανάτου του έφηβου γιου του Αυστραλού τραγουδοποιού. Ο Τζον Στάινμπεκ έγραψε ότι «είναι τόσο πιο σκοτεινά όταν ένα φως σβήνει, απ’ ό,τι θα ήταν αν δεν είχε λάμψει ποτέ». Και είναι ακριβώς αυτήν τη βαθιά σκοτεινιά που προσπαθεί να νικήσει ο Cave μέσα από το Ghosteen. Κι αν για εκείνον 11 τραγούδια μπορεί να γίνουν μικρά φωσάκια, που δείχνουν δειλά μια έξοδο από το άφατο σκοτάδι, για εμάς γίνονται φάροι, οι οποίοι ρίχνουν εκθαμβωτικό και λυτρωτικό φως σε ό,τι δεν μπορεί να εξηγηθεί. Περισσότερα. - Δημήτρης Μεντές
Nick Cave & The Bad Seeds - Skeleton Tree (2016)
Ο Cave μπορεί κατά βούληση να ακούγεται ρομαντικός ή μελωδικός, περιπαικτικός ή απειλητικός. Αλλά στον 16ο δίσκο του, η μοίρα τον φέρνει να δεσμεύεται από συγκεκριμένα βιώματα και να βρίσκεται σε αληθινό θρήνο. Ξαφνικά, το θανατικό και η απώλεια είναι πεδίο απάτητο για τον τραγουδοποιό. Πλέον δεν μπορεί να υποδυθεί τον υπερταλαντούχο μποέμ ή τον καμένο ποιητή και δεν έχει άλλη επιλογή παρά να ακουστεί σοφός, πλήρης και στιβαρός. Οι πνιγηρές ιστορίες του –όσες μας έχουν ρίξει κατά καιρούς σε ψυχικά τάρταρα– απογυμνώνονται από την ανάγκη ψυχαγωγίας και παράνοιας: περιβάλλουν πλέον τον ακροατή με μια ασφυκτική, βαθιά λυπηρή αίσθηση. Το αληθινό συναίσθημα του μουσουργού κατορθώνει μάλιστα και ξεπερνάει τέτοιες ανέξοδες περιγραφές, αν θέλουμε όμως να είμαστε ειλικρινείς, τα σπουδαία τραγούδια απουσιάζουν από το Skeleton Tree. Τα τραγούδια του δίσκου σηματοδοτούν μια σπαταλημένη προοπτική. Ένα πρόωρο φινάλε· μία αδιέξοδη λύπη. Δεν υπάρχει έξοδος κινδύνου. Δεν υπάρχει γενικά έξοδος. Ο Cave τραγουδάει μελωδίες που μοιάζουν σαν να τις έχει συλλάβει σε ντουμανιασμένο δωμάτιο χωρίς παράθυρα και χωρίς φώτα, αγκαλιά με τη Βίβλο, με λίγες φωτογραφίες και πολλά μπουκάλια κρασί. Και τις τραγουδάει σαν να έχει καταπιεί το σκοτάδι. Περισσότερα. - Ανδρέας Κύρκος
Nick Cave & The Bad Seeds - Push The Sky Away (2013)
Το Push The Sky Away δεν είναι αριστούργημα. Δεν είναι όλες οι στιγμές του απόλυτα λειτουργικές, ούτε συνθετικά, ούτε ενορχηστρωτικά. Ούτε μπορείς να χαρακτηρίσεις «πρωτάκουστη» την ηχητική του κατεύθυνση. Αλλά σαν δίσκος αποδεικνύεται μοντέρνος, συμπαγής και σαγηνευτικός: αντέχει στις πολλαπλές ακροάσεις και τις ανταμείβει κιόλας. Ο Cave έπαιξε λοιπόν για ακόμα μία φορά με τα όρια –τα δικά του μα και των Bad Seeds– και την έβγαλε ξανά «καθαρή». Περισσότερα. - Μιχάλης Τσαντίλας
Grinderman - Grinderman 2 (2010)
Με πυξίδα τόσο την ορμέμφυτη ανάγκη επανοικειοποίησης του ποδόγυρου –ακόμα και όταν τα σβησμένα κεριά πληθαίνουν ανησυχητικά– όσο κι ένα ιδιαίτερο συμπίλημα garage, swamp blues, stoner rock και φυσικά Birthday Party, οι Grinderman ουδόλως παραλείπουν, μαζί με τη διεύρυνση του ηχητικού τους φάσματος, να επεκτείνουν και τις σεξουαλικές τους καταδιώξεις. Τα 9 τραγούδια εμπνέουν σπαρταριστές ιστορίες ερωτικού εκτροχιασμού, μειοδοτώντας σε machismo σε σχέση με προ διετίας ντεμπούτο τους την ίδια στιγμή που ακούγονται πιο μυώδη, πιο ηδυπαθή και στο φινάλε πιο...απειλητικά. Περισσότερα. - Ζαννής Βούλγαρης
Nick Cave & The Bad Seeds - Dig!!! Lazarus Dig!!! (2008)
Ένα άλμπουμ πιο κοντά, ηχητικά, στο Grinderman project. Αυτό όμως που δεν είχε μπορέσει να προβλέψει κανείς, είναι πόσο δύσκολο και δύστροπο θα ήταν το Dig!!! Lazarus Dig!!! μέσα στην, υποτίθεται, πιο άμεση και βατή garage rock ‘n’ roll φόρμα του. Πολλοί κριτικοί στο εξωτερικό βιάστηκαν να αποθεώσουν, χειροκροτώντας, ουσιαστικά, τη νέα παρουσία του Cave, παρά ερχόμενοι σε επαφή με την «ψυχή» της νέας του δουλειάς. Το Dig!!! Lazarus Dig!!! είναι ένα album που θέλει ακροάσεις, θέλει δοκιμές σε διαφορετικές ψυχικές διαθέσεις, θέλει να το ακούς με το φως του κυριακάτικου ήλιου, με τη γκρίζα μουνταμάρα ενός συννεφιασμένου απογεύματος και με τις αγωνίες που φέρνουν οι μεταμεσονύκτιες ώρες - και πάλι, μπορεί να μην συλλάβεις κάθε του πλευρά, τόσο πολυσχιδής είναι ο Cave, ακόμα και όταν διαλέγει να κάνει πιο «απλά» πράγματα. Περισσότερα. - Αλέξανδρος Σαλαμές
Grinderman - Grinderman (2007)
Η δυναμική αρχή του album με τις παραμορφωμένες κιθάρες και το πρώιμο rock'n'roll αφήνουν μια σχετική αίσθηση, αλλά σύντομα αντιλαμβανόμαστε ότι απλώς είναι μια πιο garage version των Bad Seeds. Το project τους βρίσκει πραγματικά σε τεράστια κέφια στο σαρωτικό, καυτό σαν λάβα, "Get It On", το οποίο μοιάζει λιγότερο με τραγούδι που προήλθε από παραδοσιακά φτιαγμένη σύνθεση και περισσότερο με μετεξέλιξη πειραματισμών μιας μπάντας που χρόνια μετά πραγματικά χαίρεται να τους κάνει. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για το στενάχωρο, κλειστοφοβικό "Electric Alice", όπου το βιολί του Warren Ellis λουπάρεται και γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας, όσο το υπόλοιπο group ασελγεί πάνω στο κομμάτι. To proto-punk του "Love Bomb" και το μανιασμένο garage του "Honey Bee" αποδεικνύουν ότι στο στούντιο μπήκαν με αρχετυπικές rock διαθέσεις, αλλά στη συνέχεια οι πειραματισμοί, οι blues αγάπες και τέλος η αγαπημένη τους τα τελευταία χρόνια μπαλάντα ("Man On The Moon") έφτιαξαν ένα πιο ισορροπημένο-πολυσυλλεκτικό άλμπουμ. Με λίγα λόγια, ένα ακόμα album που θα αγαπήσουν οι fans στα σημεία που προτιμούν. Περισσότερο καθαρκτικό και garage όπως είπαμε, με λιγότερο θρηνητικό στίχο, το ομώνυμο άλμπουμ των Grinderman είναι μία ακόμα απόδειξη του μεγαλείου αυτών των μουσικών. Περισσότερα. - Ανδρέας Κύρκος
Nick Cave And The Bad Seeds - Abattoir Blues / The Lyre Of Orpheus (2004)
Πάνω που σου περνάει από το μυαλό ότι o Nick θα αρχίζει σιγά σιγά να ξεθωριάζει, με τα χρόνια να προστίθενται στην πλάτη του και οι Bad Seeds θα ακούγονται ελλιπείς με τον Blixa Bargeld απόντα, βάζεις το Abbatoire Blues στον player και μένεις σύξυλος με την ενέργεια που εκλύεται. Πραγματικά καταιγιστικό rock'n'roll, με συμπαγείς κιθάρες, καταιγιστικά drums και gospel φωνητικά. Αφού στην πορεία καταφέρεις να συνέλθεις, συνεχίζεις στο The Lyre of Orpheus όπου επέρχεται και η κάθαρση με τον γνώριμο λυρισμό του Cave να συνοδεύεται από το πιο στυλιζαρισμένο και ποιητικό παίξιμο των Seeds, στη δεύτερη όψη του ίδιου νομίσματος. Με το Abbatoir Blues/The Lyre of Orpheus ο Nick Cave μας έδωσε μία από τις πιο φιλόδοξες κυκλοφορίες της μακράς καριέρας του... - Τάκης Θανόπουλος
Nick Cave and the Bad Seeds - Nocturama (2003)
Στόχος του Cave εδώ ήταν να δώσει στους Bad Seeds περισσότερο χώρο από ό,τι στο No More Shall We Apart, όπου οι συνθέσεις είχαν ετοιμαστεί με εξαιρετική λεπτομέρεια από τον ίδιο. Εδώ, πήγε στο στούντιο έχοντας μόνο στο μυαλό του τις βασικές μουσικές ιδέες για κάθε κομμάτι και -φυσικά- τους στίχους. Η όλη διαδικασία κράτησε μόλις μία εβδομάδα, σαν αποτέλεσμα της διάθεσης του γκρουπ να φτιάξει ένα δίσκο "όπως τον έφτιαχναν τις παλιές μέρες". Αυτή ακριβώς η διαδικασία είναι που αφαιρεί από τον δίσκο την μαγεία που είχε το προκάτοχός του. Την στιβαρότητα στον ήχο και την μεγαλοπρέπεια στις ενορχηστρώσεις. Η -ηθελημένη- "προχειρότητα", αν μου επιτρέπετε την έκφραση μέσα σε πολλά εισαγωγικά, του Nocturama, χωρίς να δυσαρεστεί, αποτυγχάνει να απογειώσει κάποιες συνθέσεις στο επίπεδο που τους ταιριάζουν και στο οποίο μας έχει πείσει πλειστάκις ο Cave ότι μπορεί να φτάσει άνετα. Όπως και να 'χει, όμως, υπάρχουν και συγκλονιστικές εικόνες, αλλά και μερικές σπουδαίες μελωδίες. Περισσότερα. - Γιώργος Γεωργακόπουλος
Nick Cave And The Bad Seeds - No More Shall We Part (2001)
Τέσσερα χρόνια μετά το αινιγματικό The Boatman’s Call, το No more shall we part αποστασιοποιείται και προσπαθεί να αρπάξει τον κουρασμένο κόσμο από τα μαλλιά για ένα άνευ προηγουμένου ταξίδι στην διαλυμένη από τη υπερβολική ενδοσκόπηση ψυχή του Cave. Tα θέματα φυσικά και δεν έχουν αλλάξει. Και ούτε πρόκειται. Από το “As I sat sadly by her side” μέχρι το τελευταίο κομμάτι του δίσκου, το “Darker with the day”, ο Cave μάχεται για ακόμη μία φορά με τους δαίμονες του και μας προκαλεί να ταυτιστούμε. Και το κάνουμε. Πρέπει να το κάνουμε. Στο οχτάλεπτο και εξοντωτικό “Hallelujah”, η οδύσσεια του Cave, τον οδηγεί σε πειρασμούς και σε ακολασίες, αλλά η πλούσια εμπειρία του τον συνετίζει και τον οδηγεί στην ασφάλεια που ίσως όμως είναι υπερβολικά λυπηρή αλλά αναγκαία. Όπως η ποίηση έτσι και οι στίχοι του Cave έχουν τη δυνατότητα να ερμηνευθούν διαφορετικά από τον καθένα. Στο αριστουργηματικό “Oh my Lord” συναντάμε κάτι παλιό και γνώριμο. Οι στίχοι εξαντλούν τον ακροατή και το αναμενόμενο συναίσθημα, που είναι φυσικά ο οίκτος, πολλαπλασιάζεται και παρηγορεί τον Cave. Η μουσική είναι σκληρή όπως και το νόημα. Αλλά αυτά πάντοτε μαζί βάδιζαν. Δεν πρέπει να παραλείψουμε την σημαντική προσφορά των ίσως καλύτερων Bad Seeds που είχε μαζί ο Cave. Mick Harvey, Blixa, Thomas Wylder, Conway Savage, Martyn P. Casey, Warren Ellis (στο μεθυστικό βιολί), Jim Sclavunos και οι καταπληκτικές Kate και Anna McGarrigle στα backround vocals, δεν είναι διακοσμητικά στοιχεία του δίσκου και πρέπει να τους αναγνωρισθεί μεγάλο credit. Στο δίσκο μπορεί να πρωταγωνιστούν το πιάνο και το βιολί, αλλά η αφαιρετική λειτουργία των υπολοίπων αξίζει τεράστιας μνείας. Περισσότερα. - Ευδοκία Πρέκα
Nick Cave - The Secret Life Of The Love Song - The Flesh Made Word (2000)
Ο Nick Cave δέχεται τα τελευταία χρόνια δεκάδες προσκλήσεις από Πανεπιστήμια της Ευρώπης και ποιητικά festivals διεθνής ακτινοβολίας για να παραδώσει διαλέξεις. Μία από αυτές έλαβε χώρο στο ποιητικό festival της Βιέννης του 1998, όπου και είχε αρχικά παρουσιαστεί η ομιλία που περιλαμβάνεται στο πρώτο cd του διπλού album. Με τίτλο The Secret Life Of The Love Song, o Nick Cave προσπαθεί να μας προσφέρει τις απαντήσεις του στα ερωτήματα που του τέθηκαν σε σχέση με το τι είναι το ερωτικό τραγούδι, και ποια είναι τα χαρακτηριστικά εκείνα που κάνουν ένα ερωτικό τραγούδι επιτυχημένο. Και φυσικά, δεν θα μπορούσε να γίνουν σε πιο ιδανικό πρόσωπο αυτές οι ερωτήσεις, αφού ο Cave είναι από τους καλλιτέχνες εκείνους που έχουν ασχοληθεί επισταμένα με το θέμα για πάρα πολλά χρόνια, ειδικότερα από το The Good Son και μετά. Ερωτικά τραγούδια διεστραμμένα, καταστροφικά, δολοφονικά, και στα οποία πάνω από όλα παρατηρείται ένα αίσθημα αποτυχίας, λύπης, θρήνου, και κακίας. Για ανεκπλήρωτες σχέσεις, για αποτυχημένους με τον καιρό, και με καταστροφικά αποτελέσματα έρωτες, ή και για βασανιστικά εμπόλεμες σχέσεις μεταξύ δύο παθιασμένων εραστών. Η πολύ ενδιαφέρουσα, από όλες τις απόψεις, αφήγηση του Nick Cave, διανθίζεται με λόγια για τον δάσκαλο πατέρα του, και τις σαφέστατες επιδράσεις που άσκησε στον νεαρό Αυστραλό, καθώς και με τις απόψεις του για τις ανθρώπινες σχέσεις, γενικότερα, με μία χαρακτηριστική πικρία, όπως αυτή ξεχειλίζει σαφέστατα από ένα άτομο που φαίνεται να έχει πληγωθεί αρκετά και έχει πεισθεί ότι δεν νοείται να υπάρχει μία απόλυτα ευτυχισμένη σχέση μεταξύ δύο ανθρώπων, τους οποίους τους ενώνουν προσωπικά συναισθήματα. Για φίλους του Nick Cave, και για ανήσυχα και ακομπλεξάριστα πνεύματα. Περισσότερα. - Ηλίας Πυκνάδας
Και δύο άλμπουμ από τις συνεργασίες του Nick Cave με τον Warren Ellis
Nick Cave & Warren Ellis - Carnage (2021)
Στους τρεις τελευταίους του δίσκους, ο Nick Cave με τους Bad Seeds ξεγυμνωνόταν συνεχώς: ηχητικά και ψυχικά είχε αποδομήσει αυτοβιογραφικώς το σύμπαν του στα πλήρως απαραίτητα -και μερικές φορές, ούτε καν σε αυτά (βλέπε, Ghosteen). Τώρα που οι εποχές καλούν για εσωστρέφεια και μοναχισμό, το ατίθασο πνεύμα του Αυστραλού αντιδρά και εξορμά προς μία νέα άγρια ανοιχτωσιά, έχοντας στο πλευρό του όχι όλη την ομάδα -λόγω των πρακτικών δυσκολιών των καιρών μας- αλλά για πρώτη φορά, σε στούντιο κυκλοφορία (κι όχι σε κινηματογραφικό project) τον ερμητικό του συνοδοιπόρο, Warren Ellis. Ο τελευταίος, πλάθει μελωδίες σαν αγγελικές επιφοιτήσεις που έρχονται να αγκαλιάσουν τις αιώνια βιβλικές ανησυχίες του Nick Cave: επουράνια βασίλεια, πάθη της ψυχής, εφηβικές φαντασιώσεις, μυθολογικοί ήρωες, απόκοσμα σύννεφα έτοιμα να φέρουν τη βροχή, υπέροχα πρωινά, η Αποκάλυψη -όλη η σημειολογία της αυτού μεγαλειότης του στροβιλίζεται και λυσσομανά γύρω από το Carnage. Στα 63 του, ο Nick Cave συνεχίζει να θέτει ερωτήματα για τα μεγαλύτερα μυστήρια της ζωής, της ανθρώπινης ύπαρξης καθ’ αυτής σε τόσο σκοτεινούς καιρούς, στον αέναο δρόμο για την λύτρωση. Περισσότερα. - Άγγελος Κλειτσίκας
Nick Cave & Warren Ellis - Loin Des Hommes soundtrack (2015)
Τo soundtrack ξεκινάει με την επιβλητική φωνή του Ψαραντώνη, την οποία διαδέχονται ανάγλυφα instrumental. Ο Cave και ο Ellis συνεχίζουν τις στιλιστικές αγωνίες που ξεκίνησαν με το soundtrack για το The Assassination Of Jesse James By The Coward Robert Ford του Andrew Dominik (2007), τροφοδοτώντας μουσικά την ψυχαναλυτική φλέβα μιας πλοκής που σε μια Χολιγουντιανή παραγωγή θα είχε ξεπέσει σε αδάπανες σκηνές με σασπένς ή στα στερεότυπα ενός ηθικοπλαστικού γουέστερν. Αλλά το Μακριά Από Τους Ανθρώπους αδιαφορεί για την όποια ανυπομονησία του θεατή για εύκολες λύσεις. Και, με μετρημένο λόγο, εστιάζει στην αίσθηση του εγκλωβισμού, στη ματαιότητα της τιμωρίας, στις παρατεταμένες σιωπές. Εκεί έρχεται και κουμπώνει η υπέροχη μουσική του Cave, που αναμφίβολα έχει γραφτεί με οίστρο. Οι αέρινες μελωδίες γίνονται καταλύτης της ψυχολογικής διαδρομής. Η διακριτική χρήση του Ψαραντώνη προσφέρει ανάσες στην αποδομητική ματιά του πολέμου. Η υπόκωφη ένταση των πικρών και σχεδόν απλοϊκών ρυθμών του score ντύνουν ιδανικά την ψυχοφθόρα κάθοδο στο πολεμικό τοπίο. Περισσότερα. - Ανδρέας Κύρκος
Διαβάστε ακόμα:
Nick Cave And The Bad Seeds: η δισκογραφία στα '80s και τα '90s
Με την ευκαιρία της δωρεάν προβολής του Straight To You (1994), ανατρέχουμε στο σχετικό αφιέρωμα του SONIK.
Info
Δείτε εδώ τις πληροφορίες και το πρόγραμμα του φεστιβάλ.
Έχω χάσει κάποιες από τις ταινίες. Μπορώ να τις παρακολουθήσω;
Ναι, μπορείς να το κάνεις, για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Τα εγγεγραμμένα μέλη του Avopolis έχουν την ευκαιρία να παρακολουθήσουν on demand μέχρι και την Τρίτη 20 Απριλίου, εδώ, όλες τις ταινίες της πρώτης εβδομάδας. Μπορείτε να εγγραφείτε σε 1 λεπτό, δωρεάν, με το email σας, εδώ.
Ακούστε την εκπομπή του Μάκη Μηλάτου, για το Backstage Film Festival
Διαβάστε ακόμα: Backstage Festival: Δείτε on demand όλες τις ταινίες της πρώτης εβδομάδας!