Ο Riz Ahmed είναι ο άνθρωπος της στιγμής. Τον τελευταίο χρόνο, η 15ετής υποκριτική και μουσική του σταδιοδρομία έφτασε στην κορύφωσή της: ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στην ταινία Sound Of Metal του Darius Marder, ως Ruben Stone, ντράμερ της metal μπάντας Blackgammon, που χάνει σταδιακά την ακοή του, του χάρισε αμέτρητες υποψηφιότητες για βραβεία με πιο σημαντική, φυσικά, αυτή του Α’ Ανδρικού Ρόλου στα φετινά Όσκαρ, κάτι που τον έκανε τον πρώτο Μουσουλμάνο ηθοποιό που καταφέρνει κάτι τέτοιο. Κέρδισε, επίσης, μερικές ακόμα υποψηφιότητες για BIFΑ, για τον ρόλο του στο Mogul Mowgli, μία ταινία του Bassam Tariq και του ίδιου, στην οποία υποδύεται τον Zed, έναν επιτυχημένο ράπερ που στρέφεται έντονα στις πακιστανικές του καταβολές, μετά τη διάγνωσή του με ένα αυτοάνοσο νόσημα (η ημι-αυτοβιογραφική ματιά είναι πολύ έντονη). Παράλληλα, ακριβώς πριν το ξέσπασμα της πανδημίας κυκλοφόρησε με το όνομα του τον κορυφαίο του προσωπικό δίσκο, το Long Goodbye, ένα φοβερό, concept hip-hop άλμπουμ για το τι σημαίνει να είσαι ένας σκουρόχρωμος Βρετανός στη σημερινή πραγματικότητα.
Σε όλη του την πορεία ως εδώ, ο βρετανός ηθοποιός με τις πακιστανικές ρίζες, δε μάσησε ποτέ τα λόγια του, κριτικάροντας αιχμηρά τα κακώς κείμενα της βρετανικής κοινωνίας σχετικά με την ισλαμοφοβία και το φυλετικό μίσος, ενώ μέσα στα χρόνια έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πιο σημαντικούς και ψύχραιμους εκπροσώπους της δίκαιης και αληθινής αποτύπωσης των Μουσουλμάνων στην υποκριτική τέχνη. Τόσο μέσα από τους χαρακτήρες που ενσαρκώνει, όσο και από τις εμπνευσμένες ομιλίες του στη Βουλή των Κοινοτήτων. Αυτή του 2017, μάλιστα, ήταν τόσο εντυπωσιακή που οδήγησε στην δημιουργία του RItz Test, ενός τεστ πέντε ερωτήσεων που μετρά το βαθμό της ισλαμοφοβίας στον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Πριν απ’ όλα αυτά, όμως, ο Riz Ahmed, ήταν απλώς ο γόνος μιας ευκατάστατης, βρετανοπακιστανικής οικογένειας μεταναστών, που είχε τη βάση της στο Γουέμπλεϊ του Λονδίνου. Αφού αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης με πτυχίο Φιλοσοφίας, Πολιτικής και Οικονομικών, μία εμπειρία που ο ίδιος χαρακτήρισε ως «περίεργη», αποφάσισε να σπουδάσει υποκριτική στο Royal Central School of Speech and Drama του Λονδίνου. Ωστόσο, πριν καταφέρει να κερδίσει τους πρώτους του σημαντικούς ρόλους, ο Riz Ahmed διοχέτευσε όλες τις δημιουργικές και κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες στη μουσική. Όσο ήταν ακόμη έφηβος, συμμετείχε σε πειρατικές, ραδιοφωνικές εκπομπές και διαγωνιζόταν σε freestyle rap μονομαχίες, ενώ κατά τη διάρκεια των σπουδών του στην Οξφόρδη, έπαιζε στους Confidential Collective μία 12μελή jazz-house/electronica μπάντα και υπήρξε ο συνιδρυτής της βραδιάς Hit & Run, ενός hip-hop event που αργότερα μετεγκαταστάθηκε στο Μάντσεστερ και εξελίχθηκε σε ένα από τα πιο σημαντικά underground γεγονότα της πόλης.
Το 2006 κατάφερε να πάρει τον πρώτο του σημαντικό, κινηματογραφικό ρόλο ως Shafiq Rasul στη δραματική, ιστορική ταινία The Road To Guantanamo και παράλληλα, άρχισε να φτιάχνει όνομα στη hip-hop κοινότητα ως Riz MC. Με αυτό το όνομα κυκλοφόρησε το σατιρικό κοινωνικοπολιτικό κομμάτι “Post 9/11 Blues”, το οποίο όμως γρήγορα απαγορεύτηκε στα βρετανικά ερτζιανά για τις «αμφιλεγόμενες πολιτικές του θέσεις», αλλά πολύ σύντομα ο μουσικός πήρε την εκδίκησή του, καθώς ίδρυσε τη δικιά του ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία, Battered Records, μέσα από την οποία κυκλοφόρησε επίσημα το τραγούδι. Μέσα στα επόμενα χρόνια βρέθηκε να κερδίζει μουσικούς διαγωνισμούς, να ανοίγει τους Massive Attack στο Meltdown Festival του 2008, να παίζει από το Glastonbury μέχρι καταλήψεις και αυτοσχέδια φεστιβάλ για την κλιματική κρίση, αφήνοντας λίγα περιθώρια πλέον στους ραδιοφωνικούς σταθμούς να μην παίζουν τα singles του.
Στις αρχές της νέας δεκαετίας, αφού κυκλοφόρησε το χειμαρρώδες, καταγγελτικό ντεμπούτο του Microscope, άρχισε να επικεντρώνεται περισσότερο στην υποκριτική του καριέρα, με τους ρόλους του στις ταινίες Shafty, Four Lions (εξαιρετική μαύρη κωμωδία με θέμα τη τρομοκρατία) και Ill Manors να του χαρίζουν ισάριθμες υποψηφιότητες για BIFA καλύτερου ηθοποιού. H καθολική αναγνώριση, όμως, ως ενός από τους πιο ταλαντούχους ηθοποιούς της γενιάς του, ήρθε στα μέσα της δεκαετίας, αρχικά με τον δεύτερο, μα κομβικό του ρόλο, ως Rick στην ταινία Nightcrawler του Dan Gilroy, για την οποία μάλιστα έκανε ολόκληρη έρευνα πάνω στα καταφύγια αστέγων, συναντώντας τους για να καταλάβει καλύτερα τη θέση τους. Στη συνέχεια, έκανε το πέρασμά του από μεγάλες παραγωγές όπως το Jason Bourne και το Rogue One της Star Wars ανθολογίας, αλλά ο πραγματικά σπουδαίος του ρόλος ήταν στη μικρή οθόνη και συγκεκριμένα στη μίνι τηλεοπτική σειρά του ΗΒΟ, The Night Of. Σε αυτή, ο Ahmed υποδύεται τον Nasir Khan, έναν Πακιστανο-Αμερικανό φοιτητή που κατηγορείται για τη δολοφονία ενός κοριτσιού στη Νέα Υόρκη, με τις φυλετικές προκαταλήψεις να παίζουν κεντρικό ρόλο στο κοινωνικοπολιτικό αφήγημα αυτής της σπουδαίας σειράς. Το The Night Of συγκέντρωσε 13 υποψηφιότητες για Emmy, κερδίζοντας 5 από αυτές, εκ των οποίων η μία αφορούσε τον ρόλο του Riz Ahmed. Έγινε, έτσι, ο πρώτος Μουσουλμάνος που κερδίζει βραβείο στη συγκεκριμένη κατηγορία των Emmy. Μέσα σε όλο αυτό τον καταιγισμό, δεν παραμέλησε τις μουσικές του εκφραστικές ανησυχίες και κυκλοφόρησε το 2016, τον δίσκο Cashmere μαζί με τον αμερικανό ράπερ Heems, ως Swet Shop Boys, λαμβάνοντας εκπληκτικές κριτικές, ενώ έφτιαξε ένα mixtape με τον τίτλο Englistan, συνεχίζοντας να εξερευνά θέματα ταυτότητας και φυλετικών διακρίσεων ενάντια των Μουσουλμάνων στις σύγχρονες κοινωνίες.
Φτάνοντας στο σήμερα, ο Riz Ahmed εξακολουθεί να διατρέχεται από τους ίδιους προβληματισμούς και να πολεμάει ενάντια στην φυλετική ανισότητα από την ευνοϊκή θέση που έχει κατακτήσει με κόπο και προσπάθεια, έχοντας πλέον και στο πλευρό του τη συγγραφέα σύζυγό του Fatima Farheen Mizra . Δεν είναι μόνο η ιστορική του υποψηφιότητα στα Όσκαρ για το ρόλο του στο Sound Of Metal, μία ταινία που φυσικά επικεντρώνεται στην κουλτούρα των κωφάλαλων. Αλλά, παράλληλα, η συμμετοχή του ίδιου κλείνει το μάτι και σε ένα παράλληλο αφήγημα προσωπικής πάλης για την επανένταξη στη κοινωνία από κάθε μειονεκτική θέση. Σε αυτό υπάγονται η γενικότερη στάση του καλλιτέχνη, οι ακτιβιστικές του ενέργειες και η προσπάθειά του να ακουστεί μέσα από κάθε πλατφόρμα που βρίσκει (έχει γράψει και ένα μικρό κείμενο για την βραβευμένη ανθολογία The Good Immigrant στην οποία καταγράφει τις δικές του εμπειρίες ρατσιστικών διακρίσεων σε αεροδρόμια και άλλος χώρους).
«Δυστυχώς, από την κουλτούρα μας λείπουν άνθρωποι σαν και εμένα ή τον Dev Patel, δεν υπάρχουν αρκετοί τέτοιοι χαρακτήρες στον κινηματογράφο», εξηγεί στους New York Times και έχει απόλυτο δίκιο. Ευτυχώς, όμως, υπάρχουν στην πραγματική ζωή και έχουν κατακτήσει το δικαίωμα για να το αλλάξουν.