Προσαρμοσμένη αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik «Η μουσική βίβλος των ’70ς»
Το όνειρο του ιδρυτή της, Berry Gordy Jr., για την επέκταση της δισκογραφικής αυτοκρατορίας του στην Αιώνια Πόλη του Θεάματος, συνοδεύτηκε από επικριτικά σχόλια για το κόψιμο του ομφάλιου λώρου με την πόλη στην οποία γεννήθηκε. Κάπου ανάμεσα, οι αποχωρήσεις ηχηρών ονομάτων από την εταιρεία, όπως οι Jackson 5, οι φυλετικές συγκρούσεις που ενέπνευσαν μια πιο πολιτικοποιημένη soul και κινητοποίησαν τον ιδρυτή της Motown, Berry Gordy Jr. να δημιουργήσει την ετικέτα Black Forum, με ομιλίες μαύρων ακτιβιστών, έγιναν μέσα σε έναν ίλιγγο χρυσών επιτυχιών, πριν τη σταδιακή πτώση. Για να αντιληφθούμε αυτή την μεγάλη μετατροπή, πρέπει να γυρίσουμε το ρολόι λίγο πιο πίσω…
Το Ντιτρόιτ και η Motown στο ντιβάνι της ψυχανάλυσης
Όσο ο Berry Gordy Jr. μεγάλωνε στο Ντιτρόιτ, βίωνε την διαρκή επιδείνωση της φυλετικής διαμάχης. Στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχαν ανοίξει πάνω από διακόσια εργοστάσια αμυντικής βιομηχανίας και, παρά την Επιτροπή Καλών Εργασιακών Πρακτικών που ίδρυσε ο Roosevelt, το 1/3 αρνήθηκε να προσλάβει μαύρους. Το Ντιτρόιτ κατακλυζόταν από την έλευση φτωχών λευκών από άλλες πολιτείες, που συμπλήρωναν τις θέσεις εργασίας των μαύρων κατοίκων. Οι απεργίες του 1943 από λευκούς εργαζομένους, ως αντίδραση στις-ολιγάριθμες-προσλήψεις μαύρων, που οδήγησαν σε άγριες συμπλοκές με την αστυνομία και 34 νεκρούς, ήταν το κερασάκι στην αιμάτινη τούρτα των κοινωνικών συγκρούσεων.
To Detroit στα τέλη των ‘60s και στις αρχές των ‘70s.
Σε αντίθεση με ό,τι, μάλλον, συνέβαινε σε άλλα σπίτια εκείνη την εποχή, η οικογένεια Gordy προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από όλο αυτό. Οι πολιτικές συζητήσεις ήταν έξω από το τραπέζι των συζητήσεων. Οι Gordy είχαν μια απλή φιλοσοφία και την ακολουθούσαν σαν ευαγγέλιο στη ζωή τους: η οικογενειακή πίστη και η σκληρή δουλειά είναι τα κλειδιά για την ευτυχία. Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς το πώς ο Berry Gordy Jr., πήρε αργότερα το οικογενειακό μότο «ισχύς εν τη ενώσει» και τo εφήρμοσε στη διαχείριση της Motown.
Εκεί που, στα αδέρφια του, η σκληρή πειθαρχία απέδιδε καρπούς, ο Berry Jr., δύσκολα ταυτιζόταν με το κήρυγμα συνέπειας και ήθους. Ως μαθητής ήταν τεμπέλης και προτίμησε τον ρόλο του κλόουν της τάξης για να τα πηγαίνει καλά με τους καθηγητές και τους συμμαθητές του. Αυτός που θεωρούσε η οικογένειά του ως προβληματικό, εκτιμούσε εαυτόν ως εκλεκτό, άλλωστε εκείνος ήταν που είχε πάρει το όνομα του πατέρα τους. Μισούσε τη χειρωνακτική εργασία και, παρότι μεγαλώνοντας παντρεύτηκε και έγινε πατέρας, ικανοποιώντας τα όνειρα των γονιών του, δεν άντεχε το πρωινό ξύπνημα και την μπλε φόρμα εργασίας που φόρεσε υποχρεωτικά, όταν η πεθερά του, τού βρήκε δουλειά στην αυτοκινητοβιομηχανία της Ford. Τον κέντριζε το μποξ, που ωστόσο αποδείχθηκε περισσότερο νεανικό χόμπι παρά ανδραγαθία, ο αφρώδης πλούτος της Μαφίας και του τζόγου που παρήλαυνε τις νύχτες με τις υπέρλαμπρες Cadillac στη Hastings Street και, φυσικά, η μουσική.
O Berry Gordy με τις Supremes.
«Όταν τον γνώρισα, δεν είχε χρήματα, όμως είχε στόχο.. Και είχε τα κότσια να κυνηγήσει το όνειρό του», θα θυμόταν χρόνια αργότερα ο Smokey Robinson, τον οποίο μανάτζαρε ο Gordy μαζί με την μπάντα του, Matadors (σ.σ. μετέπειτα μετονομάστηκαν σε Miracles), πριν ακόμα δημιουργήσει την Tamla Records, πριν τον κάνει συνέταιρο και πολύ πριν τον κάνει Αντιπρόεδρο στη Motown Corporation.
Αυτό που έδεσε τόσο πολύ αυτή τη συνεργασία, δεν ήταν μόνο το κοινό όραμα της μουσικής, ούτε το αυταπόδεικτο ταλέντο του Robinson. Αυτό που επιζητούσε ο Smokey και το βρήκε στο περιβάλλον του Berry Gordy ήταν η αίσθηση της οικογένειας. Ο ίδιος είχε μεγαλώσει χωρίς πατέρα, μέχρι που έμεινε ορφανός από τη μητέρα του σε ηλικία 10 ετών. Γι’ αυτό και στην Motown, όπως και ο ίδιος ο Berry Gordy, δεν έβαλε μόνο το μουσικό του αισθητήριο, αλλά και την πίστη του.
Όταν ο Berry Gordy πήρε δάνειο οκτακοσίων δολαρίων από τους γονείς του για να ιδρύσει την Tamla Records, μάλλον ούτε ο ίδιος φανταζόταν ότι μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο θα έστηνε το «μαύρο» χρυσωρυχείο που έγινε η Motown Record Corporation. Η ιστορία του νεαρού που παραιτήθηκε από τη σίγουρη δουλειά στην αυτοκινητοβιομηχανία της Ford για να κυνηγήσει το δισκογραφικό του όνειρο, συμβόλιζε ολοφάνερα την πραγματοποίηση του Αμερικανικού Ονείρου, που είχε μια επιπλέον σαγήνη, εφόσον ο ήρωας ήταν μαύρος. Σε μια Αμερική που δεχόταν έναν μαύρο αστέρα του μπέιζμπολ, του μποξ, ακόμα και της jazz, υπήρχαν ελάχιστοι αφροαμερικανοί που διοικούσαν εταιρείες δίσκων, είτε ως ιδιοκτήτες τους, είτε ως ανώτερα στελέχη, υπάλληλοι όμως των λευκών αφεντικών. Ένας λόγος παραπάνω που αυτή η κίνηση του Gordy, ιδίως κατόπιν αποδείξεως της μεγάλης διοικητικής του ικανότητας, ήταν θαυμαστή.
Smokey Robinson
Όσο και αν ο Berry Gordy περιέγραφε τα προϊόντα του ως τον «Ήχο του Ντιτρόιτ», η αλήθεια ήταν πως εάν είχε ζήσει στην Πενσυλβανία, το πιθανότερο θα ήταν να είχε δημιουργήσει τον ίδιο ήχο με αυτόν του Ντιτρόιτ. Από την άλλη πλευρά, βεβαίως, παρόλο που το Ντιτρόιτ ήταν η τέταρτη πιο πυκνοκατοικημένη από τη μαύρη κοινότητα πόλη των Η.Π.Α. μετά τη Νέα Υόρκη, το Σικάγο και τη Φιλαδέλφεια, δεν είχε καμία σημαντική εταιρεία δίσκων πριν ο Gordy δημιουργήσει τη Motown, πέρα από τις πολύ μικρής εμβέλειας Fortune, Sensation και JVB. Αυτό σήμαινε ότι, ενώ οι καλλιτέχνες των άλλων πόλεων έβρισκαν διέξοδο για να κερδίσουν από το ταλέντο τους, οι μουσικοί του Ντιτρόιτ παρέμεναν ερασιτέχνες, εκτός εάν ήταν αρκετά τυχεροί και τους ανακάλυπτε κάποιος, που θα τους οδηγούσε σε κάποια εταιρεία εκτός πόλεως, η οποία με τη σειρά της θα τους βοηθούσε στο δρόμο για την καλλιτεχνική αθανασία. Αλήθεια, τώρα, ποιες ήταν οι πιθανότητες να συμβεί αυτό; (σ.σ. και μην ακούσω επιχειρήματα για τον Hank Ballard και τον Jackie Wilson, που όντως τους ανακάλυψε τυχαία στο Ντιτρόιτ o Johnny Otis, ο οποίος τους σύστησε στην King Records του Οχάιο, ή για τον John Lee Hooker που επίσης το άστρο του άναψε όταν τον ανακάλυψαν να παίζει στο Ντιτρόιτ. Αυτές ήταν φωτεινές εξαιρέσεις όπου συναίνεσε το ταλέντο με την απόλυτη «κωλοφαρδία»).
Με περισσότερη φαντασία και όραμα από οποιονδήποτε προηγουμένως, ο Gordy και οι συν-παραγωγοί του μετέφρασαν τις ιδιότητες της εκκλησιαστικής μουσικής σε όρους της pop μουσικής. Το αποτέλεσμα ήταν να βρουν τη χρυσή τομή ανάμεσα στη συγκίνηση των θρησκευτικών τραγουδιστών και την ανάγκη ενός πιο σοφιστικέ ήχου. Βεβαίως, αυτό δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς μια εξαιρετική ικανότητα που είχε ο Gordy και που ήταν η αιτία της διαρκούς ανάπτυξης της Motown: Συνδύαζε το ακριβές επιχειρηματικό ένστικτο, με ένα αλάθητο αισθητήριο για τους νέους, εμπορικούς ήχους. Ακόμα περισσότερο ήταν το ταλέντο του να μυρίζεται μονομιάς τους καλούς ερμηνευτές, μουσικούς, συνθέτες και παραγωγούς.
Ο Gordy δεν διοικούσε απλώς μια δισκογραφική εταιρεία, αλλά ένα εργοστάσιο, με κανόνες, ακριβώς όπως αυτό που εργαζόταν νεότερος.
Οποιαδήποτε άλλη εταιρεία που θα πετύχαινε το ακατόρθωτο, να δημιουργήσει, δηλαδή, καλλιτέχνες όπως ο Smokey Robinson, οι Temptations, η Diana Ross -τόσο με τις Supremes όσο και αργότερα με τη σόλο καριέρα της-, ο Stevie Wonder και ο Marvin Gaye, θα δυσκολευόταν τρομακτικά να διατηρήσει την κυριαρχία στους καταλόγους των επιτυχιών, καθώς δεν θα έβρισκαν αρκετό υλικό για τους καλλιτέχνες τους. Ακόμα και γι’ αυτό προνόησε ο Gordy: υπέγραψε συμβόλαιο με πολλούς συνθέτες και στιχουργούς, δίνοντάς τους ελεύθερο και το πεδίο της παραγωγής, για να δουλεύουν αποκλειστικά για εκείνον.
Καλλιεργώντας δημόσια την εικόνα μιας σφιχτοδεμένης οικογενειακής εταιρείας, στην οποία πολλοί από τους συγγενείς του είχαν θέσεις στη διοίκηση, επιβαλλόταν μια αυστηρότατη πειθαρχία. Ο Gordy δεν διοικούσε απλώς μια δισκογραφική εταιρεία, αλλά ένα εργοστάσιο, με κανόνες, ακριβώς όπως αυτό που εργαζόταν νεότερος. Κάθε κομμάτι είχε τη θέση του στη διαδικασία της συναρμολόγησης: υπήρχε δάσκαλος χορού, ακόμα και ειδική σχολή που επεξεργαζόταν την εικόνα των καλλιτεχνών -από το πώς έπρεπε να ντύνονται μέχρι μαθήματα savoir vivre, ενώ ακόμα και τα ίδια τα τραγούδια περνούσαν από ποιοτικό έλεγχο. Αυτό συχνά προκαλούσε την αντίδραση συνθετών και καλλιτεχνών, όπως η Mary Wells και η Kim Weston, που εγκατέλειψαν τη Motown μόλις έκλεισαν τα 21 και ακυρώθηκαν τα πρώτα τους συμβόλαια. Το ίδιο σύστημα που έγινε τροχοπέδη για κάποιους να συνεχίσουν μέσα στη Motown, ήταν ακριβώς αυτό που της επέτρεψε να έχει μια άνευ προηγουμένου πορεία στην αγορά των μικρών δίσκων, με 79 εξ αυτών να μοιράζονται στο Top 10. Αν και επρόκειτο βασικά για pop παραγωγές, μια κατεργασμένη soul απευθυνόμενη στο ακροατήριο που διψούσε για πλούσιους ήχους, δυνατούς ρυθμούς και αισθαντικές φωνές που ερμήνευαν θλιμμένους στίχους, η πλειοψηφία των επιτυχιών της Motown Corporation ανήκε στους καλύτερους δίσκους της εποχής εκείνης. Για να μιλήσουμε με νούμερα, το 1966, που ήταν η πιο επιτυχημένη χρονιά για τη Motown, τo 75% του συνόλου των κυκλοφοριών της βρισκόταν στις κορυφές των charts. Αυτό συνέβαινε σε μια βιομηχανία, στην οποία οι υπόλοιπες εταιρείες σημείωναν επιτυχίες κατά μέσο όρο 10%. Επηρμένος ή όχι, ο Berry Gordy ήταν απόλυτα δικαιολογημένος όταν κρέμασε την ταμπέλα “Hitsville U.S.A.” στα κεντρικά γραφεία της Motown, επί της οδού 2648 West Grand Boulevard του Ντιτρόιτ.
O Berry Gordy ήταν απόλυτα δικαιολογημένος όταν κρέμασε την ταμπέλα “Hitsville U.S.A.” στα κεντρικά γραφεία της Motown, επί της οδού 2648 West Grand Boulevard του Ντιτρόιτ.
Η περιήχηση της Motown ήταν ένας από τους θεμέλιους λίθους για τις μαζικές αλλαγές στην πολιτική και την κοινωνία, όπως σμιλεύτηκαν από το Κίνημα για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ο Smokey Robinson θα σχολίαζε μετέπειτα στους Times: «Στην αρχή νόμιζα ότι κάναμε απλώς μουσική, δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι γράφαμε ιστορία. Αντιλαμβανόμουν την απήχηση που είχαμε, μουσικά μιλώντας. Αναγνώριζα τις γέφυρες που χτίζαμε, τα φυλετικά προβλήματα και τα κοινωνικοπολιτικά στεγανά που γκρεμίζαμε με τη μουσική. Το ξέρω γιατί το έζησα!».
Στη Motown δεν υπήρχε θέμα «χρώματος». Ο Berry Gordy Jr. δεν τραβούσε λευκές ή μαύρες γραμμές όταν έπρεπε να επιλέξει τους συνεργάτες του. Ο Αντιπρόεδρος Πωλήσεων, Barney Ales, ήταν λευκός, όπως και ο Διευθυντής Πωλήσεων singles, Irv Biegel. Το ίδιο και ο Διοικητικός Διευθυντής, Ralph Seltzer, ο Ελεγκτής Οικονομικών, Edward Pollack, ο Καλλιτεχνικός Διευθυντής, Bernard Yeszin και ο Επικεφαλής Τεχνικός, Michael McLeab. Ο Gordy είχε προσλάβει ένα κάρο κόσμο και από το γκέτο, όχι για να ισορροπήσει χρωματικά ούτε για να στηρίξει τους «δικούς» του. Όπως θα δήλωνε αργότερα ο ίδιος: «Δεν προσλάμβανα κόσμο βάσει χρώματος. Έπαιρνα στην εταιρεία τους καλύτερους γιατί στόχευα στην επιτυχία». Επρόκειτο, όπως αποδείχθηκε, για εξαιρετικά ταλαντούχους ανθρώπους, όπως το λαμπρό τρίδυμο των Holland-Dozier-Holland και ο παραγωγός Norman Whitfield, η ρυθμική μπάντα της εταιρείας, Funk Brothers, και ο μπασίστας και ενορχηστρωτής, James Jamerson.
Η απουσία φυλετικής διαμάχης στο εσωτερικό της Motown ήταν αξιοσημείωτη, ιδίως σε μια εποχή όπου η χώρα βυθιζόταν σε συγκρούσεις. Υπήρχε, βεβαίως, το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα με επικεφαλής τον Martin Luther King Jr. και οι διαρκώς αυξανόμενες αντιπολεμικές δράσεις κατά του στρατιωτικού ρόλου των Η.Π.Α. στο Βιετνάμ είχαν πολώσει μεγάλες ομάδες Αμερικανών, πολλές εκ των οποίων αντιδρούσαν στις δυσανάλογες απώλειες των μαύρων στη μετωπιαία γραμμή του πολέμου.
Martin Luther King Jr.
Ο ίδιος ο Gordy δεν έτρεφε σπουδαίο ενδιαφέρον για την πολιτική ή την ιστορία. Δεν διάβαζε εφημερίδες και είχε μια μικρή αίσθηση της ηθικής ευθύνης που απέρρεε από τη μεγάλη του επιτυχία. Στην αυτοβιογραφία του, “To Be Loved”, έγραφε ότι είχε μια καλοήθη άποψη για το πώς ακουγόταν ο ήχος της Motown εκείνες τις ταραγμένες εποχές: «Όλοι άκουγαν τη μουσική μας. Λευκοί και μαύροι. Υποστηρικτές του πολέμου και ειρηνιστές. Διαδηλωτές και προπολεμική ισχύουσα τάξη».
What’s going on?
Κάπου εδώ άρχισε να χτίζεται ένας περίεργος μύθος γύρω από τον Berry Gordy, ο οποίος τον ήθελε αποφασισμένο η εταιρεία να απέχει από κοινωνικοπολιτικά μηνύματα για να μην χάσει την ισχυρή βάση του λευκού της ακροατηρίου. Ωστόσο, δεν ήταν έτσι τα πράγματα.
Four Tops
Το 1961, η Motown Records είχε κυκλοφορήσει το single “Greetings (This is Uncle Sam)” των Valadiers, μια doo-wop κυνική ερωτική μπαλάντα με αναφορές στον πόλεμο του Βιετνάμ. Μια δεκαετία, δηλαδή, πριν το συμφωνικό soul αριστούργημα του What’s Going On (1971), το οποίο επιμένει η πλειοψηφία των ιστορικών καταγραφών να αναφέρει ως τη χρονολογική έναρξη της αλλαγής του ύφους της εταιρείας από πιο pop σε περισσότερο πολιτικοποιημένη. Ανεξήγητο γιατί. Επρόκειτο, σαφώς, για μεγαλούργημα, αλλά δεν ήταν το πρώτο Νο1 της εταιρείας με έντονο κοινωνικό περιεχόμενο. Είχαν ήδη προηγηθεί οι τεράστιες επιτυχίες του “Love Child” των Supremes και του “War” του Edwin Starr. Οι καταγραφές αυτές επιχειρηματολογούν πάνω στο γεγονός ότι ο Berry Gordy ενορχήστρωνε τα πάντα, ακόμα και την ανώδυνη θεματολογία στην οποία έπρεπε να περιορίζονται οι καλλιτέχνες. Χαρακτηριστικά, η Mary Wilson, στην δική της αυτοβιογραφία, θυμόταν ότι οι Supremes, όπως όλοι οι καλλιτέχνες της Motown, είχαν σαφείς εντολές για τον τρόπο που χειρίζονταν τις συνεντεύξεις. Έπρεπε να συζητούν για τα ρούχα, τα πάρτι και τις κουρτίνες που έβαζαν στα σπίτια τους. Όταν οι Supremes περιόδευαν στην Μ. Βρετανία το 1968 και βομβαρδίστηκαν από τους δημοσιογράφους με ερωτήσεις για την γνώμη τους για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και το κίνημα της Μαύρης Δύναμης, στέκονταν αμήχανες, μη ξέροντας τι να απαντήσουν. Οι Four Tops, μετά τη ρατσιστική επίθεση που δέχτηκαν κατά τη διάρκεια συναυλίας τους στο Κεντάκι, όπου ο τραγουδιστής Otis Williams οδηγήθηκε αιμόφυρτος στο νοσοκομείο, επίσης είχαν εντολές να μην σχολιάσουν το γεγονός στις συνεντεύξεις τους. Η Martha Reeves, είχε βρεθεί σε σύγχυση όταν είχε ερωτηθεί για τις πολιτικές προεκτάσεις του “Dancing In The Street” και τη χρήση του ως ύμνου της ειρηνιστικής φοιτητικής οργάνωσης SNCC (Student Nonviolent Coordinating Committee), προσπαθώντας να πείσει τον Τύπο ότι δεν ήταν τραγούδι διαμαρτυρίας, αλλά καθαρής διασκέδασης. Ο Smokey Robinson, σε σχετικές ερωτήσεις δημοσιογράφων για τους λόγους για τους οποίους η Motown δε χρησιμοποιούσε τη μουσική της για να στέλνει κοινωνικά μηνύματα, απαντούσε ότι «ο κόσμος θέλει να τους διασκεδάσουμε, όχι να τους κάνουμε διάλεξη».
Supremes
Η πραγματικότητα κείται κάπου βαθύτερα. Δεν είχε να κάνει με την λανθασμένα προβεβλημένη άποψη που ήθελε τον Berry Gordy ως κοινωνικοπολιτικά ασυγκίνητο. Ήταν σαφείς επιχειρηματικές κινήσεις των εκάστοτε μουσικών προϊόντων του. Ο Smokey Robinson, με τη δήλωσή του ουσιαστικά ξεκαθάριζε το αυτονόητο: λουστραρισμένα συγκροτήματα όπως οι Four Tops ή οι Supremes, δεν μπορούσαν να ντύνονται με χρυσοποίκιλτα ρούχα και να διαδηλώνουν ενάντια στο κατεστημένο. Δεν ήταν καλλιτέχνες καταδικασμένοι στη σιωπή. Απλώς, είχαν συγκεκριμένο ύφος, απευθύνονταν σε συγκεκριμένο ακροατήριο και, συνεπώς, έπρεπε να ακολουθούν μια δεδομένη στρατηγική στον Τύπο. Αντιστοίχως, η κυκλοφορία της ομιλίας του Dr. Martin Luther King Jr. στο Ντιτρόιτ “The Great March to Freedom” (1963), ήταν επίσης μια προκαθορισμένη εμπορική κίνηση, άλλου τύπου όμως, η οποία-σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης- απέδιδε φόρο τιμής στο γεγονός ότι ο King είχε επιλέξει την πόλη της Motown για την πρώτη του μεγάλη συγκέντρωση. Το ότι από το 1970 μέχρι την κυκλοφορία του What’s Going On ο Marvin Gaye έψελνε τον Gordy να δώσει το πράσινο φως για το άλμπουμ, οδήγησε σε απρόσεκτες μεταφράσεις του μεν ως αγωνιστή και του άλλου ως απολιτικού. Η ουσία ήταν ο Gordy δίσταζε να εγκρίνει την υφολογική μετατροπή του Gaye από βάρδο της αγάπης (“Ain’t No Mountain High”, “Heard It Through The Grapevine”) που έφερνε λεγεώνες κοριτσιών στα δισκοπωλεία, σε τύμπανο της επανάστασης για τα ανθρώπινα δικαιώματα και την προστασία του περιβάλλοντος. Η πολιτική στροφή της Motown δεν ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70, απλώς τότε κορυφώθηκε. Πάνω από τις όποιες δραματικές εξελίξεις στην αμερικανική κοινωνία, ο Berry Gordy ήταν επιχειρηματίας. Και αυτό δεν αναιρεί τον αντίκτυπο που είχε σωρεία τραγουδιών με κοινωνικά μηνύματα, πολύ πριν ο Gaye, ο Edwin Starr (“War”), ο Stevie Wonder (“Heaven Help Us All”) και οι Temptations (“Ball Of Confusion”), κάνουν επιτυχία με ανάλογες συνθέσεις. Ο Wonder είχε διασκευάσει το 1966 το “Blowing In The Wind” του Bob Dylan, οι Supremes κυκλοφόρησαν το “Love Child” (1968) θίγοντας το θέμα του προγαμιαίου σεξ και της ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης, μετατρέποντας έναν βασικό προβληματισμό της Αμερικής που μαστιζόταν από τον πόλεμο και τη φτώχεια σε επικερδές μουσικό προϊόν. Ο Smokey Robinson είχε διασκευάσει το 1969 τον θρήνο για τους τρεις δολοφονημένους ηγέτες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων “Abraham, Martin and John” του Dion. Την ίδια χρονιά, το “Friendship Train” των Gladys Knight & The Pips οραματιζόταν ένα διαφυλετικό κόσμο, όπως τον είχε περιγράψει ο Malcolm X και ο Dr. Martin Luther King Jr.
Stevie Wonder
Κοινώς, η Motown εμπνεόταν στιχουργικά από τις αξίες των λευκών και τις ενσωμάτωνε στη μαύρη κουλτούρα. Αντιστοίχως και στην περίπτωση τραγουδιών που μιλούσαν για τις φυλετικές διακρίσεις και τον πόλεμο του Βιετνάμ, επρόκειτο για καλλιτεχνική δημιουργία εμπνευσμένη από σύγχρονα γεγονότα και θέματα της καθημερινότητας και σερβιρισμένη στο κοινό με μελωδικούς ρυθμούς. Το 1970, το “Ungena Za Ulimwengu (Unite The World)” των Temptations, το “Stop The War Now” του Edwin Starr, το “I Should Be Proud” των Martha Reeves & The Vandellas και το “Message from a Blackman” των Spinners, ήταν μερικά από τα τραγούδια που αντικατόπτριζαν με επιτυχία την ταραχώδη εκείνη εποχή. Δεν ήταν η ανάγκη για κοινωνική κριτική. Ήταν μια απλή συνταγή προς αποφορά κέρδους. Με τον τρόπο αυτό, η Motown κατάφερνε τα εξής: να βοηθά λιγότερο γνωστούς καλλιτέχνες της να κάνουν επιτυχία και να εκμεταλλεύεται τις επιτυχίες άλλων εταιρειών. Μετρίαζε, δε, τον κίνδυνο υπέρβασης της ευαίσθητης κοινωνικής ατζέντας με τρεις τρόπους: με χιούμορ, βάζοντας λευκούς καλλιτέχνες να τα πρωτοτραγουδήσουν και τοποθετώντας τη διαμάχη μέσα σε ερωτικά τραγούδια, κατευνάζοντας έτσι το ενδεχόμενο επικρίσεων.
Nancy Wilson, Eartha Kitt, Sammy Davis Jr., Sidney Poitier, Berry Gordy Jr. και Marlon Brando στην κηδεία του Martin Luther King.
Το σκληρότερο πολιτικοποιημένο χτύπημα, ωστόσο, έγινε το 1970 με την δημιουργία της ετικέτας Black Forum, μέσω της οποίας ο Gordy κυκλοφόρησε τις ομιλίες και την ποίηση επιφανών μορφών του κινήματος της Μαύρης Δύναμης. Πρώτη και καλύτερη ήταν το “Why I Oppose The War In Vietnam” του Dr. Martin Luther King Jr., που βραβεύτηκε με Grammy στην κατηγορία Ηχογραφημένης Ομιλίας. Στα συνολικά οκτώ άλμπουμ που παρήγαγε η Black Forum ήταν του Stokely Carmichael (“Free Huey”) και της Elaine Brown (“Until We’re Free”), αμφότερα στελέχη των Μαύρων Πανθήρων, του Langston Hughes και της Margaret Danner (“Writers of the Revolution”), καθώς και του Bill Cosby με τον Ossie Davis (“Congressional Black Caucus”). Η Black Forum έγινε η πλατφόρμα έκφρασης για την ελίτ της μαύρης διανόησης και του ακτιβισμού της εποχής. Δυστυχώς, έμελλε να μείνει ενεργή μόνο για τρία χρόνια, στα οποία κυκλοφόρησε συνολικά οκτώ άλμπουμ, και ο λόγος ήταν αμιγώς οικονομικός. Σε μια εποχή που η Motown έκανε διανομές 20 δίσκους των Supremes, 15 των Temptations και δύο από την Black Forum, δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια για χρηματικούς πειραματισμούς. Όταν ο Gordy άρχισε να έχει χασούρα από την Black Forum, έκανε ότι ο οποιοσδήποτε επιχειρηματίας που θα ήταν στη θέση του: την έκλεισε. Παρά την βραχυπρόθεσμη ζωή της, η Black Forum φιλοδοξούσε να αποδώσει μια μόνιμη ηχητική καταγραφή των αγώνων για τα πολιτικά δικαιώματα. Παραμένει, έως σήμερα, ενδιαφέρον το γεγονός ότι ακολούθως της μετακόμισης της Motown στο Λος Άντζελες, όπου μέχρι και σήμερα πολλές επανεκδόσεις βλέπουν το φως της μέρας, ποτέ δεν έγινε κάτι αντίστοιχο με τις ηχογραφήσεις της Black Forum. Μάλλον, λόγω του περισσότερο ακαδημαϊκού και λιγότερο μουσικοκεντρικού χαρακτήρα τους.
Temptations
Martha Reeves
H Mary Wilson (αριστερά), στην δική της αυτοβιογραφία, θυμόταν ότι οι Supremes, όπως όλοι οι καλλιτέχνες της Motown, είχαν σαφείς εντολές για τον τρόπο που χειρίζονταν τις συνεντεύξεις. Έπρεπε να συζητούν για τα ρούχα, τα πάρτι και τις κουρτίνες που έβαζαν στα σπίτια τους.
Η αυτοκρατορία σε πτώση
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, η Motown είχε γίνει σκιά του πρότερου εαυτού της. Άλλες εταιρείες πλέον, όπως η Philadelphia International, η Casablanca και η Salsoul, έδιναν το βήμα για τη σύγχρονη soul/r&b, καθώς η Motown είχε αφήσει το Ντιτρόιτ για χάρη του νεόπλουτου Λος Άντζελες, ενώ ο χρυσός άξονας παραγωγής των Holland-Dozier-Holland είχε από καιρού εγκαταλείψει τη Motown.
Η αρχή του τέλους έγινε με την μετακόμιση της έδρας από το Ντιτρόιτ στο Λος Άντζελες το 1972. Ο Berry Gordy, δικαίως, ήταν θαμπωμένος από την υπερχειλισμένη αφθονία, τα εξωφρενικά πάρτι και την αμάραντη κινηματογραφική βιομηχανία. Η μετακίνηση έγινε σχεδόν υπογείως και πολλοί καλλιτέχνες δεν είχαν ιδέα για την κίνηση αυτή. Χαρακτηριστικά, η Martha Reeves έμαθε τα νέα αφού καλούσε επανειλημμένως στα γραφεία του Ντιτρόιτ ζητώντας να μιλήσει στον Gordy. «Κάποια στιγμή, μια τηλεφωνήτρια σήκωσε το τηλέφωνο και μου είπε ότι η εταιρεία μεταφέρθηκε στο Λος Άντζελες. Έμεινα άφωνη! Δεν είχαν καν την ευαισθησία να το ανακοινώσουν». Κάποιοι, όπως οι Four Tops, που δεν είχαν σημειώσει επιτυχία μετά την αποχώρηση των Holland-Dozier-Holland, αρνήθηκαν να μετακομίσουν δυτικά. Το ίδιο και ο ηγέτης των Funk Brothers, Earl Van Dyke. Η Gladys Horton, η βασική τραγουδίστρια των Marvelletes, προτίμησε να παραμείνει στο Ντιτρόιτ με την οικογένειά της και, παρότι έγιναν κάποιες μετατροπές στη σύνθεση, το συγκρότημα διαλύθηκε. Άλλοι, πάλι, ακολούθησαν την Motown θεωρώντας ότι αυτό θα απογείωνε την καριέρα τους, όπως η Mary Wilson. Ο Marvin Gaye ήταν εξοργισμένος για την αλλαγή αυτή και περίμενε πέντε χρόνια μέχρι να πάρει την τελική απόφαση να φύγει και αυτός για το Λος Άντζελες: «Το μυαλό του Gordy ήταν στο Χόλιγουντ κι εμείς, σαν πιστά σκυλάκια, έπρεπε να τον ακολουθήσουμε».
Οι Jacksons από αριστερά προς τα δεξιά: Jackie, Tito, Marlon, Michael, Jermaine και Randy, το Νοέμβριο του 1972.
Εκτός από τους καλλιτέχνες, πολλοί από τον πυρήνα του προσωπικού της Motown, ανακάλυψαν σύντομα ότι η μετακίνηση στην Καλιφόρνια μεταφραζόταν σε ανεργία. Μέσα σε δύο χρόνια, πάνω από 200 άτομα απολύθηκαν. «Δεν ξέρω εάν η Motown χρειαζόταν το Ντιτρόιτ όσο τη χρειαζόταν εκείνο», σχολίαζε στις τοπικές εφημερίδες ο Chris McNair, καλλιτεχνικός διευθυντής επί τέσσερα χρόνια στη Motown και, πλέον, ένας εκ των απολυμένων. Ο Τύπος του Ντιτρόιτ ήταν αδυσώπητος. Άλλωστε, το κοινό του Ντιτρόιτ συνέβαλε στην εταιρεία πολύ περισσότερα από τα δολάριά του. Βοήθησε στην αναγνώριση του «ήχου της Motown», που έγινε ο ήχος της μαύρης Αμερικής. Η Motown ανταπέδιδε την αγάπη, με δωρεάν εμφανίσεις των καλλιτεχνών της στις τοπικές εκδηλώσεις. Αυτή η συμβιωτική σχέση είχε τελειώσει. Μαζί της, όπως σχολίαζε η Mary Wells «τελείωσε και η αίσθηση της οικογένειας που είχε η εταιρεία. Από τη γειτονιά μας, μεταφερθήκαμε σε έναν ψυχρό ουρανοξύστη. Μετά βίας άκουγες καλημέρες στους διαδρόμους».
Όμως, ο Berry Gordy ήταν πολύ απασχολημένος για να ακούει παράπονα. Είχε επικεντρωθεί στην προοπτική επέκτασης της εταιρείας του στις κινηματογραφικές παραγωγές και σε ένα νέο, οικογενειακό, συγκρότημα που είχε κερδίσει μεμιάς το ενδιαφέρον του. Η Gladys Knight και ο Bobby Taylor από τους Vancouvers ήταν εκείνοι που έπεισαν τον Berry Gordy να ακούσει τους Jacksons, ένα σχήμα αποτελούμενο από πέντε αδέρφια, με τον μικρότερο απ’ όλους, τον 9χρονο Michael, να κλέβει την παράσταση. Ο Berry Gordy βρήκε την ευκαιρία να συνδέσει τους Jacksons και ιδίως τον πολλά υποσχόμενο Michael με το σχέδιο προώθησης της σόλο καριέρας της Diana Ross. Για την παρουσίαση του άλμπουμ Diana Ross Presents the Jackson 5 οργάνωσε ένα μεγάλο πάρτι στο Daisy Club του Χόλυγουντ, στο οποίο άφησε να διαρρεύσει η υποθετική ανακάλυψη των Jacksons από την Diana Ross. Ο Michael, ακολουθώντας εντολές, αναπαρήγαγε το ψέμα δηλώνοντας με ένα κολλημένο χαμόγελο «δε θα γινόμουν γνωστός εάν δεν υπήρχε η κυρία Ross». Καθ’ υπόδειξη του Gordy, ο τότε 10χρονος Michael έπρεπε να δηλώνει ότι είναι μόλις οκτώ ετών, προκειμένου να φαντάζει στα μάτια του Τύπου και των ακροατών, ως ακόμα σπουδαιότερο θαύμα.
Το “I Want You Back” ανέβηκε στο Νο.1 τον Ιανουάριο του 1970 και μόλις τρεις μήνες αργότερα το “ABC” εξοστράκισε το “Let It Be” των Beatles από την κορυφή. Όσο οι Jacksons έβλεπαν το όνομά τους να γράφεται με χρυσά γράμματα στο μουσικό στερέωμα, αυτό των Supremes έσβηνε. Η ένταση ανάμεσα στη Ross και τη Mary Wilson είχε βγει από το στούντιο στη δημοσιότητα και μαύριζε τη φήμη της Motown. Όσο το συγκρότημα άλλαζε τραγουδίστριες παλεύοντας να διατηρήσει την ύπαρξή του, η Diana Ross ετοίμαζε τη σόλο καριέρα της. Το ντεμπούτο της είχε προγραμματιστεί για τις 7 Μαΐου 1970 στο Frontier Hotel στο Λας Βέγκας και το κασέ της είχε συμφωνηθεί στα 100.000 δολάρια τη βραδιά. Λίγες ώρες πριν την έναρξη της συναυλίας, ο Gordy δέχτηκε ένα έντρομο τηλεφώνημα από το ξενοδοχείο. Για τις 600 προβλεπόμενες θέσεις είχαν πωληθεί μόλις τριάντα εισιτήρια! Ο Berry Gordy ήταν τόσο αποφασισμένος για το σόλο ξεκίνημα της Ross, ώστε έστειλε δυο συμβούλους με ένα μάτσο σκισμένα εικοσαδόλαρα να τα μοιράσουν στο δρόμο, δίνοντας την υπόσχεση ότι όσοι θα παρακολουθούσαν τη συναυλία στο τέλος θα έπαιρναν το άλλο μισό χαρτονόμισμα. Η αίθουσα γέμισε σε ελάχιστη ώρα, η Ross πήρε εξαιρετικά σχόλια από τον Τύπο και η συμφωνία για εμφανίσεις διάρκειας δύο εβδομάδων στο Frontier τηρήθηκε.
Όσο η καριέρα της Ross εκτινασσόταν στα ύψη, η προσωπική σχέση της με τον Gordy πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Ήταν εραστές ήδη για πέντε χρόνια, όμως ο Gordy αποδείχθηκε άστατος, όπως ήταν και στο γάμο του. Η αποκάλυψη της παράλληλης σχέσης του με μια νέα, λευκή τραγουδίστρια, την Chris Clark (σ.σ. την οποία έκρυβε στην ντουλάπα όταν εμφανιζόταν αναπάντεχα η Ross για να τον «ελέγξει»), και ιδίως το γεγονός ότι δεν είχε σκοπό να παντρευτεί τη Ross («αυτή η γυναίκα ήταν το ίδιο εγωίστρια με εμένα. Θα έπρεπε να της φιλάω τον κώλο συνέχεια. Ήθελα μια γυναίκα που να φιλάει τον δικό μου»), οδήγησε στο αναπόφευκτο τέλος της σχέσης τους. Ο Gordy έπαψε να ασχολείται επουσιωδώς με την Motown. Ζούσε μια δύσκολη προσωπική περίοδο πληρώνοντας υπερμεγέθη ποσά σε διατροφές στις δύο πρώην συζύγους του, στην υπερπολυτελή ζωή με τις φιλενάδες του και σε μπουκάλες ουίσκι για να ξεχάσει την Diana Ross, που παντρεύτηκε έναν παραγωγό δίσκων ονόματι Bob Silberstein, ούσα, ωστόσο, έγκυος στο παιδί του Gordy (σ.σ. το γεγονός θα δημοσιοποιούταν το 1995 από τον ίδιο τον Berry Gordy).
Η Diana Ross παντρεύτηκε έναν παραγωγό δίσκων ονόματι Bob Silberstein (στη φωτογραφία και οι δύο τους από την απονομή των Όσκαρ, το 1973), ούσα, ωστόσο, έγκυος στο παιδί του Gordy.
Εάν δεν ήταν η δημιουργική εκκεντρικότητα του Marvin Gaye όπως αποτυπώθηκε στα What’s Going On και Let’s Get It On, του Stevie Wonder με τη φρενήρη διαδρομή του “Signed, Sealed, Delivered (I’m Yours)” και του “Innervisions”, αλλά και του παραγωγού Norman Whitfield που είχε προβλέψει την psychedelic soul τάση της εποχής και είχε οδηγήσει τους Temptations στις κορυφαίες θέσεις των καταλόγων με τα “Cloud Nine” και “Papa Was a Rolling Stone”, το πιθανότερο θα ήταν η Motown να είχε χάσει τις διαπολιτισμικές αλλαγές στη μουσική, όπως αργότερα έχασε το τρένο της disco (σ.σ. παρά κάποιες μετρημένες επιτυχίες, όπως της Thelma Houston με το “Don’t Leave Me This Way” και της Ross με το “Love Hangover”) και του MTV. Σε αντίθεση με τον Berry Gordy που είχε αρχίσει να χάνει το κάποτε σπουδαίο μουσικό του αισθητήριο, ο Norman Whitfield ήταν ορκισμένος στον θεό των χρυσών singles. Ήταν εκείνος πίσω από την επιτυχία “If I Were Your Woman” της Gladys Knight, ήταν εκείνος που έπεισε τον Smokey Robinson με τους Miracles να αναπαράγουν το “The Tears Of a Clown”, παρότι είχε μέτρια ανταπόκριση στη Μ. Βρετανία, και να το φτάσουν στο Νο.1 των καταλόγων των Η.Π.Α. Λες και η Motown πήγαινε στον αυτόματο, ο Gordy είχε αφοσιωθεί πλήρως στις κινηματογραφικές παραγωγές. Η ταινία Lady Sings The Blues για την Billie Holiday, με πρωταγωνίστρια την Diana Ross, έσπασε το ρεκόρ εισιτηρίων που είχε κάνει προηγουμένως το δακρύβρεχτο Love Story. Για να κεφαλαιοποιήσει τις καλές κριτικές, ο Gordy κατεύθυνε το Τμήμα Δημοσίων Σχέσεων της Motown σε υπερλειτουργία διοργάνωσης συνεντεύξεων και συναυλιών της Ross, προωθώντας την δεύτερη ταινία, Mahogany, και εγκαταλείποντας όλο και περισσότερο τις υπόλοιπες μουσικές παραγωγές.
Οι Michael και Marlon Jackson παίζουν μπάσκετ
Ο Michael Jackson ήταν 14 ετών όταν το τέταρτο σόλο τραγούδι του, “Ben”, σημείωσε πάνω από 1,7 εκατομμύρια πωλήσεις, κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα και ανακοινώθηκε ως υποψήφιο για βραβείο Oscar. Ενώ οι Jacksons είχαν ομαδικό συμβόλαιο, από το 1971 ο Michael είχε υπογράψει ένα συμπληρωματικό για τη σόλο καριέρα του, για την οποία εργαζόταν σκληρά η εταιρεία. Όταν το 1973 ο Gordy όρισε τον Ewart Abner ως Πρόεδρο της Motown και για τα επόμενα δύο χρόνια, οι φωνές δυσαρέσκειας στην εταιρεία δυνάμωναν περισσότερο. Στον Ewart Abner χρεώθηκαν μεγάλα οικονομικά λάθη, καθώς και η αποχώρηση των Jacksons, πλην του Jermaine, ο οποίος είχε παντρευτεί την κόρη του Gordy. Ο Abner στάθηκε ανίκανος να διαχειριστεί τις φωνητικές αλλαγές του Michael και αντί να προσαρμόσει την ηλικία του σε νέες ηχητικές φόρμες, συζητούσε να του χορηγήσουν ορμόνες ή ακόμη και να τον υποβάλλουν σε ευνουχισμό, όπως έκαναν τον 17ο αιώνα με τους καστράτους! Σαν να μην έφταναν αυτά, ο Abner αρνήθηκε οποιαδήποτε συζήτηση στους όρους του συμβολαίου και απέρριψε το αίτημα των Jacksons για καλύτερα ποσοστά. Όταν το άλμπουμ Forever Michael μπήκε στην άθλια θέση του Νο.101 των καταλόγων, οι Jacksons άρχισαν να συζητούν κρυφά με τη CBS Records. Η προσφορά της προκαλούσε ζάλη: 750.000 δολάρια ως μπόνους υπογραφής συμβολαίου, 500.000 δολάρια προκαταβολή, 350.000 δολάρια εγγύηση για κάθε άλμπουμ και ποσοστό 27% επί των δικαιωμάτων. Στη Motown έπαιρναν απείρως λιγότερα και το ποσοστό τους ήταν το τοσοδούλικο... 2,7%! Ο Berry Gordy έμαθε το παρασκήνιο με τον Abner όταν οι Jacksons ήδη έκλειναν πίσω τους την πόρτα της Motown. Ήταν πλέον αργά να φωνάξει «το βασίλειό μου για ένα άλογο». Άλλωστε, δεν υπήρχε πλέον τίποτα από τα δύο…
Οι Eddie Kendricks και Stevie Wonder βρίσκονται backstage με τον πρόεδρο της Motown, Ewart Abner Jr.
Ο Berry Gordy συνειδητοποίησε τι έχασε μόλις το ντεμπούτο άλμπουμ του Michael Jackson Off The Wall στη CBS πούλησε πάνω από επτά εκατομμύρια αντίτυπα. Η λίστα των αποχωρησάντων από την εταιρεία μεγάλωνε: Four Tops, Gladys Knight & The Pips, Martha Reeves & The Vandellas, ακόμα και παραγωγοί όπως ο Harvey Fuqua, ο Johnny Bristol, ο Nick Ashford, η Valerie Simpson και ο Norman Whitfield. Ο παραληρηματικός αντίκτυπος του άλμπουμ Songs In The Key Of Life το 1976, που χάρισε τέσσερα βραβεία Grammy στον Stevie Wonder, δεν ήταν αρκετός για να ισοφαρίσει την καθημερινή πτώση που είχε η Motown στα έσοδά της. Η κινηματογραφική εμμονή του Berry Gordy μεταφράστηκε σε σειρά αποτυχιών, το “The Wiz”, μια σύγχρονη εκδοχή του «Μάγου του Οζ» με την Ross στο ρόλο της Dorothy, το “Thank God It’s Friday” με τους Commodores και το “Almost Summer”. Το αίσθημα δυσφορίας επιδεινωνόταν καθημερινά στην εταιρεία, με αποκορύφωμα τον θάνατο της Flo Ballard των Supremes. Όσο για τον Marvin Gaye, είχε απομονωθεί για ένα μεγάλο διάστημα στη Χαβάη και παγιδευόταν όλο και περισσότερο σε έναν ιστό ναρκωτικών, φυσικού και ψυχολογικού μαζοχισμού, καθώς και αδιανόητων χρεών στην εφορία και στη διατροφή της πρώην συζύγου του, Anna, αδερφής του Berry Gordy. Στις απαιτήσεις της Anna απάντησε σαρκαστικά το 1978, με την κυκλοφορία του πιο αδύναμου καλλιτεχνικά άλμπουμ του, Here, My Dear. Την ίδια χρονιά, οι Commodores έδιναν στην Motown μερικές από τις τελευταίες στιγμές λάμψης της δεκαετίας του ’70, με το single “Three Times a Lady”. Η εικόνα μιας παρέας ενθουσιωδών νεαρών που οραματίζονταν έναν δισκογραφικό κολοσσό στα γραφεία της Hitsville, έμοιαζε με κιτρινισμένη φωτογραφία. Στον απολογισμό της δεκαετίας του ’70, η πάλαι ποτέ μηχανή χρήματος είχε πια σκουριάσει: τέσσερα Top 10 το 1972, πέντε το 1973, τέσσερα το 1974, μόνο ένα το 1975, έξι το 1976, πέντε το 1977…
Ο Berry Gordy σήμερα.
Η συνέχεια θα ήταν αποκαρδιωτική και θα εισήγαγε τη Motown σε μια νέα δεκαετία με δάνεια, πριν το μεγάλο ξεπούλημα.
28 Νοεμβρίου 1979. Ο Gordy γιορτάζει μόνος τα 50ά του γενέθλια στη φανταχτερή σουίτα του Caesar’s Palace στο Λας Βέγκας, εκεί που κάποτε έκανε αξιομνημόνευτα πάρτι, εκεί που τον έπιασε η Ross αγκαλιά με μια στάρλετ και παραλίγο να του σπάσει το κεφάλι, εκεί που υποδέχτηκε τους Jackson 5 για πρώτη φορά, πριν υπογράψουν συμβόλαιο. Το τελευταίο τηλέφωνο της μέρας δεν ήταν για ευχές. Ήταν ο επί σειρά ετών σύμβουλος οικονομικών και φίλος του, Harold Noveck: «Berry, συγνώμη, περίμενα να αλλάξει η μέρα πριν στο πω, αλλά δεν μπορώ να περιμένω άλλο… φίλε μου, χρεοκόπησες».
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, «Η μουσική βίβλος των ’70ς», που κυκλοφόρησε το 2016.
Μπορείτε να το αποκτήσετε πατώντας εδώ.