Προσαρμοσμένη αναδημοσίευση από την ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik «4 Δεκαετίες Indie»

Είτε μας αρέσει, είτε όχι, η μουσική δεν αποτελεί μονάχα ένα μέσο ανύψωσης του πνευματικού και ψυχικού μας επιπέδου, μα κι ένα προϊόν που πρέπει (άλλοτε επιτακτικά, άλλοτε όχι και τόσο) να προωθηθεί στην αγορά και να πωληθεί σε κάθε ενδιαφερόμενο. Ακούγεται πεζό και ρηχό, ίσως, μα αυτή είναι η πραγματικότητα. Ας μην ξεχνάμε ότι ένα από τα πιο επιτυχημένα τσιτάτα στην ιστορία της διαφήμισης προέρχεται από μία καταχώρηση της δισκογραφικής ετικέτας Island Records που έλεγε: "If you don’t promote, a terrible thing happens… nothing". Από τις αρχές, λοιπόν, της γέννησης του rock'n'roll, η μουσική βιομηχανία εφεύρισκε τρόπους (άλλοτε θεμιτούς, άλλοτε όχι και τόσο) για να καθιερώνει τους καλλιτέχνες που την ενδιέφεραν. Είναι ζούγκλα εκεί έξω ο κόσμος του εμπορίου...



Παρά το γεγονός ότι αυτό που ονομάζουμε indie ξεκίνησε με πενιχρά μέσα και έλλειψη τεχνογνωσίας από τους νεαρούς που καταπιάστηκαν με αυτό, πολύ συχνά στη συνέχεια επέδειξε εξαιρετική εφευρετικότητα στις μεθόδους προώθησης που χρησιμοποίησε, εξού και πέτυχε την (αναλογικά) μεγάλη εξάπλωσή του σε ευρεία γκάμα ακροατών. Τα παραδοσιακά μέσα που προϋπήρχαν έλαβαν κι εκείνα μέρος ασφαλώς, αλλά, επειδή μιλάμε για τη γενιά που έκανε σημαία της την DIY λογική, εννοείται ότι στο κάδρο μπήκαν νέοι τρόποι, οι οποίοι εκπορεύονταν από την προσωπική προσπάθεια και το μεράκι των διαφόρων εμπλεκόμενων στην όλη υπόθεση.

 

 

 

Τα Fanzines

Γνωστότερος όλων, τα fanzines, αυτοσχέδια περιοδικά τα οποία έγραφαν πιτσιρικάδες για να αποθεώσουν τις νέες μπάντες που ξεπηδούσαν σαν τα μανιτάρια εκείνες τις ημέρες, ή για να εκφράσουν τη βαρεμάρα ή τον θυμό τους για όσα δεν τους άρεσαν, είτε αυτά ήταν μουσικά γκρουπ του παρελθόντος, είτε η πολιτική κατάσταση, ιδιαίτερα τις έκρυθμες ημέρες των τελών των ’70s/αρχών των ’80s. Οι δημιουργοί των fanzines αμφισβήτησαν την αυθεντία των μουσικοκριτικών που έγραφαν στα καθιερωμένα έντυπα, προτείνοντας μια διαφορετική και σαφώς πιο φρέσκια οπτική των μουσικών πεπραγμένων, η οποία οπωσδήποτε βρισκόταν περισσότερο κοντά σε εκείνη των συνομηλίκων τους και γι’ αυτό θεωρήθηκε (και συχνά όντως ήταν) πιο έγκυρη. Τα fanzines μεσουράνησαν για πολλά χρόνια κι όσο κι αν σήμερα δεν έχουν πια την παλιά τους αίγλη, δεν έχουν πάψει να εκδίδονται από φιλόδοξους και συχνά νοσταλγικούς εκδότες.

 

 

 

 

Τα έντυπα

Πολλοί από τους γραφιάδες που έβγαζαν ή συμμετείχαν σε fanzines μεταπήδησαν γρήγορα σε μεγάλης κυκλοφορίας έντυπα, όταν έξυπνοι εκδότες θέλησαν να πάρουν κάτω από τη φτερούγα τους τα πιο αξιόλογα ταλέντα στη γραφή. Ορισμένοι, μάλιστα, σταδιοδρόμησαν ως κυνηγοί μουσικών ταλέντων σε δισκογραφικές εταιρείες, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία... Για κάποια χρόνια, λοιπόν, οι ευρείας κυκλοφορίας μουσικές εφημερίδες και περιοδικά είχαν αληθινό λόγο ύπαρξης, μιας που εκεί μπορούσες να ανακαλύψεις κάθε λογής μικρό κι «ασήμαντο» σχήμα της indie συνομοταξίας –πριν οι τάσεις της αγοράς και οι διαφημιστικές ισοπεδώσουν κάθε απόπειρα προβολής των διαφορετικών φωνών, όπως γίνεται σήμερα. Είχε πραγματικά νόημα, δηλαδή, να διαβάζεις τις εφημερίδες NME, Melody Maker και Sounds μετά την punk έκρηξη (μα και αργότερα ασφαλώς), μιας που στις σελίδες τους παρέλαυναν τα περισσότερα ζωτικής σημασίας ονόματα, μέσα από συνεντεύξεις, κριτικές και άρθρα, γραμμένα από καταπληκτικές πένες που έχουν μείνει στην ιστορία της rock δημοσιογραφίας. Έπειτα από όλα αυτά τα χρόνια, τα προαναφερθέντα έντυπα είτε έχουν κλείσει είτε έχουν καταντήσει άθλια από όλες τις απόψεις (στο ΝΜΕ ειδικότερα αναφερόμαστε εδώ...).



Πλάι σε όλα αυτά, υπήρξαν κι ενδιάμεσες καταστάσεις, έντυπα δηλαδή που δεν ήταν ούτε fanzines ούτε και ευρείας κυκλοφορίας, που όμως έκαναν τη σπουδαιότερη δουλειά, καθώς η ύλη τους επικεντρωνόταν στις μπάντες που διαμόρφωσαν τον χώρο. To Zigzag, για παράδειγμα, το οποίο, παρότι ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, στην αυγή των ’80s αγκάλιασε με πάθος το indie κι ήταν από τα πρώτα έντυπα που ανέδειξαν τη σκοτεινή του πλευρά κι εκείνο που ονομάζουμε goth. Το Lime Lizard άφησε επίσης εποχή, με την ποιότητα της ύλης μα και των φωτογραφιών του, όπως και το βραχύβιο Underground. Κι αυτά αποτέλεσαν φυσικά μόνο την κορυφή του παγόβουνου.

Αντίστοιχα, στις Ηνωμένες Πολιτείες, δίπλα σε κάθε Rolling Stone και Spin, στάθηκαν άπειρα και πολύ καλύτερα περιοδικά: Από το Maximum Rock ‘N’ Roll που δεν άφησε punk πέτρα που να μην τη σηκώσει, και το καλτ Search & Destroy, μέχρι τα Magnet, Filter, Under The Radar, No Depression κι ένα σωρό άλλα, που κάλυψαν κάθε πιθανή κι απίθανη γωνιά της indie μουσικής και της ευρύτερης κουλτούρας της. Ειδικά στην Αμερική, η περιγραφή της indie σκηνής είχε άμεση αναφορά και στον γενικότερο τρόπο ζωής της νεολαίας, έχοντας από κοντά μυριάδες εταιρείες ρούχων, ποτών κ.τ.λ., πρόθυμων να προσφέρουν διαφήμιση για την προβολή των προϊόντων τους.

 

 

 

Το ίντερνετ

Κι ύστερα ήρθε το ίντερνετ, και τα διέλυσε λίγο πολύ όλα αυτά. Είναι γνωστό ότι η αμεσότητα της πληροφόρησης από το διαδίκτυο καθιστά ένα έντυπο μάλλον άχρηστο για όποιον επιθυμεί να κρατάει την επαφή του με τη μουσική, είτε αυτή ονομάζεται indie, είτε όπως αλλιώς. Τα περιοδικά έχουν νόημα πια μόνο για την ξεχωριστή άποψη που μπορούν να καταθέσουν –κι αυτή απευθύνεται σε ακροατές με ιδιαίτερες απαιτήσεις. Δεν είναι, πάντως, ότι ο χώρος έχει πάψει να διαθέτει διεξόδους προς άπαντες τους ενδιαφερόμενους: Τα fanzines έχουν αντικατασταθεί από τα blogs, ιστότοπους όπου ο καθένας μπορεί να εκφράσει την άποψή του για το οτιδήποτε. Επί της ουσίας δεν αλλάζει κάτι αφού και πάλι ο καθένας επιλέγει να ακολουθεί τη γνώμη εκείνου που εμπιστεύεται περισσότερο ή πλησιάζει πιο πολύ στη δική του. Μόνη διαφορά, η υπερπληθώρα τέτοιων επιλογών: Όταν ξεκίνησαν, τα blogs έγιναν μόδα, και όλοι ήθελαν να έχουν το δικό τους, πράγμα που καθιστούσε αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς όλα όσα προτείνονταv. Σήμερα οι περισσότεροι τα έχουν εγκαταλείψει –όπως συμβαίνει με όλες τις μόδες τελικά...

Ένα, όμως, από αυτά έδειξε ότι είχε έρθει για να μείνει. Το Pitchfork ξεκίνησε ερασιτεχνικά στα μέσα της δεκαετίας του ’90, μα δεν χρειάστηκε πολύ χρόνο για να γίνει (ανεξήγητα ίσως) το απόλυτο βαρόμετρο του τι αξίζει να ακούσει κανείς, από τον χώρο του indie κυρίως, αλλά και από άλλους χώρους, μουσικούς και μη. Οι βαθμολογίες των δίσκων στις κριτικές του ανεβάζουν και κατεβάζουν indie κυβερνήσεις –ή καριέρες, για να είμαστε πιο ακριβείς – αφού είναι εξαιρετικά επιδραστικό στον κόσμο που το διαβάζει· κάτι που δε μπορείς να πεις για πολλά άλλα μέσα. Το γεγονός, τέλος, ότι τα τελευταία χρόνια έχει εξαγοραστεί από μηντιακό κολοσσό κι έχει πάψει, ως εκ τούτου, να αποτελεί «ανεξάρτητη» φωνή, μικρή μάλλον σημασία έχει για όλες τις εμπλεκόμενες πλευρές. Είτε αυτοί είναι οι φίλοι και οπαδοί του είτε όσοι το απεχθάνονται –και δεν είναι λίγοι αυτοί οι τελευταίοι.

 

 

Το ραδιόφωνο

Σε ό,τι αφορά στη διάδοση του indie ήχου από τα ραδιοκύματα, δύο είναι οι βασικές παράμετροι που οφείλουμε να αναφέρουμε, μία για κάθε πλευρά του Ατλαντικού. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το κύριο βάρος της μετάδοσης των νέων τάσεων στον χώρο του ανεξάρτητου ήχου σήκωσαν τα κολλεγιακά ραδιόφωνα, εκείνα δηλαδή που εξέπεμπαν από τα κολλέγια με ενθουσιώδεις νεαρούς παραγωγούς, χωρίς αναφορά σε εμπορικά και διευθυντικά τμήματα, δισκογραφικές και λοιπές ελεγκτικές ως προς το περιεχόμενο των εκπομπών δυνάμεις. Οπωσδήποτε, οι απόψεις της πλειοψηφίας των αμερικανών ακροατών του indie διαμορφώθηκαν μέσα από αυτά.



Το στούντιο του κολλεγιακού ραδιοσταθμού WRPI, στα τέλη των ’70s.

Το αντίστοιχο στη δική μας πλευρά του Ατλαντικού έγινε κατά βάση μέσα από τις εκπομπές ενός και μόνο ανθρώπου στη Μεγάλη Βρετανία, του John Peel. Κι όσο κι αν στην Ελλάδα, για παράδειγμα, δεν έφταναν σαν σήμα, τα απόνερα της επιρροής τους ήταν αναπόφευκτο να μας αγγίζουν. Κάθε εκπομπή του παρουσίαζε ονόματα που θα ήταν έως και αδύνατο να βρουν κάποιο άλλο βήμα για να ακουστούν, ενώ ήταν εκατοντάδες οι καλλιτέχνες και τα συγκροτήματα που ηχογράφησαν για λογαριασμό του αποκλειστικά sessions που στοίχειωσαν τα βράδια όσων τα άκουσαν. Και δεν είναι ότι έπαιζε αποκλειστικά και μόνο ανεξάρτητα σχήματα: Είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα την καριέρα του, είχε ζήσει τη χρυσή εποχή του rock, ήταν όμως ένας από τους λίγους παραγωγούς που αγκάλιασαν το punk και το new wave σε όλες τις συνεπακόλουθες μορφές τους, από τη γέννησή τους κιόλας. Και τα προέβαλε με ιδιαίτερο ζήλο, δίπλα στο συνηθισμένο μείγμα προτάσεων που περιελάμβανε μπόλικη reggae, ηλεκτρονική μουσική κι ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου.



Ο John Peel ήταν ένας από τους λίγους παραγωγούς που αγκάλιασαν το πανκ και το new wave, από τη γέννησή τους κιόλας.

Κάπως έτσι πορεύτηκε ένα μουσικό είδος που ενδεχομένως είναι παρεξηγημένο από μία μερίδα ακροατών –καθώς θεωρείται άνευ ψυχής, άνευ τσαγανού στον ήχο και την έντασή του, ομοιόμορφο στη φόρμα του και μίζερο στη συνολική στιχουργική και ηχητική του προσέγγιση. Για κάποια άλλη μερίδα μουσικόφιλων, πάντως, στάθηκε ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να έχει σαν υπόκρουση της εφηβείας ή της νιότης της, με τραγούδια γεμάτα συναισθήματα κι αυθεντική έξαψη. Χωρίς ψεύτικες macho πόζες και θόρυβο που δεν οδηγεί πουθενά, το indie χάρισε άπειρες συγκινήσεις σε όσους είχαν τα αυτιά τους στραμμένα προς την κατεύθυνσή του. Κι ευτυχώς βρέθηκαν πολλοί δίαυλοι να σε οδηγήσουν προς τα εκεί, εφόσον είχες την επιθυμία να ακολουθήσεις.


Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, «4 Δεκαετίες Indie», που κυκλοφόρησε το 2017.
Μπορείτε να το αποκτήσετε πατώντας εδώ

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured