Η μαζική απήχηση του streaming την τελευταία πενταετία, έχει εύλογα δημιουργήσει την υπόθεση ότι σύντομα θα μεγαλώσει μια γενιά ακροατών που θα αγνοεί την έννοια του ραδιοφώνου, πόσω μάλλον την μαγεία του. Κατά καιρούς ακόμα και εγχώρια πολιτιστικά media έχουν βρεθεί να σιγοντάρουν την σιωπηλή μετάβαση της κοινωνίας από την εποχή του συμβατού FM ραδιοφώνου, στην ελευθερία και την πολυφωνία του ιντερνετικού ή την άνεση που προσφέρουν οι streaming πλατφόρμες. 

Παρόλα αυτά, το ραδιόφωνο ακόμα και στην κουρασμένη -ομολογουμένως- μορφή που έχει πλέον στην χώρα μας, εξακολουθεί να είναι εδώ. Εξίσου παρών και -σε περιπτώσεις- ιδιαίτερα επιδραστικό για την μουσική βιομηχανία, συνεχίζει να δηλώνει παγκοσμίως, ενώ με την UNESCO να κλειδώνει την Παγκόσμια Ημέρα του Ραδιοφώνου στις 13 Φεβρουαρίου, είναι μια καλή αφορμή να δούμε μερικές από τις ιστορικές στιγμές του φορμάτ και την επίδρασή του στην μουσική βιομηχανία. 

 

Tο Κρατικό και από δίπλα ο Πειρατής

 

Με το κρατικό ραδιόφωνο να παίζει καταλυτικό ρόλο στην ενημέρωση, την δημοκρατία ακόμα και την ανεξαρτητοποίηση ευρωπαϊκών χωρών (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας) στις δεκαετίες 1940 και 1950, η εμφάνιση και η επιρροή του πειρατικού Radio Caroline (έτσι όπως μεταφέρθηκε στην μεγάλη οθόνη με το The Boat That Rocked) στα μέσα των 60s όχι μόνο απενοχοποίησε το ιδιωτικό ραδιόφωνο παγκοσμίως, αλλά «ξύπνησε» τους υπευθύνους των δημόσιων συχνοτήτων (βλέπε BBC, ένα μοντέλο που αντέγραψε η δική μας Δημόσια Ραδιοφωνία) με παραπάνω από έναν σταθμούς διαφορετικού περιεχομένου, κάνοντας τους αυτομάτως ανταγωνιστικούς και συστήνοντας το "καινό δαιμόνιο" της ροκ μουσικής που ήταν έτσι και αλλιώς το λαϊκό έρεισμα, ειδικά στην νεολαία. Η πρώτη φορά απόλυτης ελευθερίας λόγου, μουσικών επιλογών αλλά και ροής κοντινής σε αυτό που πραγματικά ζούσε ο ακροατής, ήρθε μέσω των πειρατικών σταθμών. Εκεί, η αργκό ταξίδευε πιο γρήγορα, τα πραγματικά αγαπημένα κομμάτια ξεχώριζαν (και όχι οι payola επιλογές των labels) ενώ η «πλάγια» διαφήμιση, ειδικά στις νεαρές ηλικίες, ποτέ πριν δεν έβρισκε τόσο εύκολα στόχο.

Από δίπλα και το Radio London, την ίδια εποχή (‘64-‘67) που έμεινε στην ιστορία ως το μέσο που λάνσαρε την καριέρα του John Peel. Τα γρήγορα αντανακλαστικά που πάντα είχε το BBC έφεραν την μεταγραφή του Peel στο Radio 1 το 1967 και λίγο πριν το τέλος της δεκαετίας, το βρετανικό δημόσιο ραδιόφωνο με αιχμή του δόρατος για το rock κοινό τις εκπομπές του Peel, θα έβαζε πλώρη για να μετατραπεί στο παγκόσμιο πρότυπο που είναι σήμερα. Αν δεν ήταν τα πανιά του πειρατικού Radio Caroline, οι σπεσιαλίστες παραγωγοί του Radio London αλλά και η ταχύτητα προσαρμογής του BBC στις τάσεις που δημιουργούσε  το πειρατικό ράδιο της εποχής, η δισκογραφία θα ανακύκλωνε τα ίδια ονόματα που είχαν ανάγκη οι εταιρείες να ακούγονται στο ράδιο για να πουλάνε δίσκους και να κλείνει σωστά ο ισολογισμός.

Στην Ελλάδα, από τα τέλη των 60s μέχρι την αντιπολίτευση, ζούμε όντως σαν σε καρμπόν συνθήκες (δηλαδή η ΕΡΑ αντιγράφει όσο μπορεί τα πρότυπα ευρωπαϊκών κρατικών ραδιοφώνων) με μόνη όαση το περίφημο 1975, χρόνια που σηματοδοτεί τόσο την  διεύθυνση του Τρίτου Προγράμματος από τον Μάνο Χατζιδάκι όσο και την έναρξη των εκπομπών του Γιάννη Πετρίδη. Από τότε ξεκινά όχι μόνο μια σοβαρή προσπάθεια αναστήλωσης -και πάνω σε σωστές βάσεις λειτουργία- της εγχώριας δισκογραφίας αλλά επιπλέον ακούγονται και από το δημόσιο ραδιόφωνο διεθνείς rock και pop δίσκοι σε χρόνο σχεδόν παράλληλο με αυτόν που συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο.

 

Οι Ιδιωτικοί και οι Σπέσιαλιστ Σταθμοί

 

Η ιδιωτική ραδιοφωνία στην χώρα μας ήρθε λίγο μετά τα μέσα των 80s και αυτό γιατί η κατάσταση με τους πειρατές είχε παραπάει. Στα χρυσά ραδιοφωνικά 70s, όμως, η Αμερική στηρίχθηκε στα ιδιωτικά ραδιόφωνα για να μοιράσει σε πέντε βασικές κατηγορίες την πίτα της δισκογραφίας. Κάποιοι ιδιωτικοί σταθμοί ξεκίνησαν να υπηρετούν τις Top 40 επιτυχίες, άλλοι τη rock φόρμα μέσα από ολόκληρους δίσκους (AOR - album oriented rock), ανεξαρτήτως διάρκειας και μακριά από τον κανόνα των ραδιοφωνικών 3 λεπτών singles, κάποιοι άλλοι τη soul-disco-funk ειδικά στα τέλη των 70s, κάποιοι άλλοι την country και οι πιο αγαπημένοι μάλλον ήταν αυτοί  που μέσα σε μόλις μια δεκαετία έδωσαν ζωή στο περίφημο “soft rock” που έπιασε την κορυφή του στα 1977, με άλμπουμ όπως το Rumours των Fleetwood Mac να παίζει ασταμάτητα στο νεοϋορκέζικο WYNY που ανήκε στο δίκτυο του NBC. Όταν οι ιδιωτικοί σταθμοί αποφάσισαν να διαλέξουν μουσικά στρατόπεδα και να υπηρετούν ο καθένας το ύφος του, τα αφεντικά των δισκογραφικών ανάσαναν. Ήξεραν ξεκάθαρα πλέον ποιους και με ποιο τρόπο πρέπει να λαδώσουν για να φτάσει, για παράδειγμα, το "Africa" των Toto στο νο.1. 

Στην Ευρώπη και κυρίως στην Αγγλία, οι πειρατικοί είχαν γίνει πλέον ιδιωτικοί, είχαν πάρει τον χώρο τους στα FM και έδιναν νέα ζωή σε ακόμα πιο δύσκολα μουσικά είδη. Από το ‘73 που ξεκίνησε να λειτουργεί ο Capital FM μέχρι τα τέλη των 80s, μια σειρά από επιδραστικούς djs όπως οι Gilles Peterson, Pete Tong, Norman Jay, David Rodigan, Trevor Nelson, Danny Rampling, Tim Westwood είχαν αφήσει το στίγμα τους στον ήχο και στα ιδιωτικά εξειδικευμένα ραδιόφωνα της πόλης (από τον Capital και τον Kiss FM μέχρι τον άκρως εκλεκτικό Jazz FM) σε βαθμό που, πάλι με μια υποδειγματική κίνηση ματ, το BBC φρόντισε να συγκεντρώσει την αφρόκρεμα όλων των παραπάνω στο πρόγραμμά του μέχρι τις αρχές των 90s. 

Η rap δισκογραφία ήρθε από την Αμερική στην Αγγλία από τις επιλογές και την φωνή του Tim Westwood (και του Trevor Nelson), ο Gilles Peterson ίδρυσε το κίνημα της acid jazz, οι Pete Tong και Danny Rampling ήταν μαζί με τον Oakenfold και τον Andrew Weatherall στο πρώτο καλοκαίρι της acid αγάπης των Άγγλων djs στην Ίμπιζα και ο Norman Jay με τον David Rodigan  έφτασαν να λαμβάνουν τις ευλογίες της βασίλισσας για το γεγονός ότι οι Άγγλοι λάτρεψαν την μουσική κουλτούρα της Τζαμάικα μέσω της  regggae. 

Σε μια σειρά από συμπτώσεις ικανές να γιγαντώσουν ολόκληρη βιομηχανία (όπως και έγινε), το ιδιωτικό και εξειδικευμένο ραδιόφωνο άφησε μερικούς φρέσκους εικοσάρηδες να στήσουν τον ήχο της χώρας και μέχρι τα 30 τους είχε φροντίσει να τους αποζημιώσει και να δείξει την ευγνωμοσύνη του χαρίζοντας τους συμβόλαια δεκαετιών στο BBC.

Την ίδια εποχή, τόσο γραφικά όσο το καταγράφει ο Spike Lee στο Do The Right Thing, οι ιδιωτικοί σταθμοί της Νέας Υόρκης που είχαν ξεκινήσει να παίζουν αποκλειστικά μαύρη μουσική (βλέπε HOT 97) συνέβαλλαν τα μέγιστα όχι μόνο στην εξάπλωση αλλά και στην μαζική επέλαση του rap ήχου στα αμερικανικά τσαρτ.

Ναι, στην Ελλάδα τότε ζούσαμε το  «Κούλα, μ‘ακούς;».

 

Το κολλεγιακό ραδιόφωνο ως προπομπός των εναλλακτικών 90s 

 

Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ίσως σαν ένδειξη ελευθερίας έκφρασης, ανεξαρτησίας ή αλληλεγγύης μεταξύ των ιδρυμάτων, τα αμερικανάκια αποφάσισαν ότι σχεδόν κάθε κολλέγιο-πανεπιστήμιο (aka campus) έχει το δικαίωμα να έχει τον δικό του ραδιόφωνο με εκπομπές από φοιτητές και περιεχόμενο που να διαφοροποιείται από την μουσική που κυριαρχεί στα charts. Punk, post rock, indie rock, progressive,metal, jazz, rap, bass, EDM, ονόμασέ το και θα δεις ότι υπάρχει εκπομπή για αυτό σε κάποιο campus radio. 

Το concept κολλεγιακό ραδιόφωνο, λοιπόν, εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο, όλες οι βορειοαμερικάνικες  ανεξάρτητες δισκογραφικές ετικέτες των 80s κυρίως,  για να θρέψουν το θηρίο που θα βάφτιζαν  alternative μουσική  και θα κατασπαράζε τα πάντα στο 90s πέρασμα του. Στην πρώτη γραμμή, ο οργανισμός CMJ που από το 1980 μέχρι το 2015 με περιοδικές εκδόσεις και ετήσια φεστιβάλ έδωσε πνοή και ουσία στην ανεξάρτητη μουσική της Αμερικής και όχι μόνο. Επιπλέον και όπως επιβεβαιώνεται από τη «Βίβλο» της εποχής (το βιβλίο Our Band Could Be Your Life  του Michael Azerrad), ο διευθυντής του KAOS Radio, John Foster, στο Evergreen State College της Ολύμπια στην Ουάσινγκτον, από τα μέσα των 70s είχε την έμπνευση να ενώσει όσα περισσότερα κολεγιακά ραδιόφωνα μπορεί και μαζί, όσες περισσότερες ανεξάρτητες μπάντες και ετικέτες που κατέγραφαν την εκάστοτε ντόπια σκηνή και να δημιουργήσει ένα πραγματικά ανεξάρτητο δίκτυο  ραδιοφώνων και σκηνών, τα μέλη των οποίων θα  αλληλοϋποστηρίζονται, ανταλλάσσοντας ιδέες για την καλύτερη προώθηση τόσο της δισκογραφίας όσο και των ζωντανών εμφανίσεων συγκροτημάτων που αγνοούνταν παντελώς από τις δισκογραφικές.

Το όραμα του Foster (που επικροτούσε την lo fi  και DIY αισθητική)  μετέτρεψε σε όχημα προς την παγκόσμια indie αναγνώριση ο Calvin Johnson και η ετικέτα του K Records, με τη ασήμαντη αφορμή μιας εβδομαδιαίας εκπομπής που έκανε στον KAOS FM όντας φοιτητής. Ο Johnson έφτιαξε μια πλούσια ατζέντα ανεξάρτητων επαφών και φίλων (κολλητός με τον Bruce Pavitt της Sub Pop) κάτω από την ταμπέλα Lost Music Network, δηλαδή ενός αφιλοκερδούς project που στόχο είχε να ενημερώνει djs, μέλη και παράγοντες κολλεγιακών σταθμών για ανεξάρτητες μουσικές παραγωγές που σχεδόν κανείς δεν έπαιρνε το ρίσκο να υπογράψει. Απλή όσο και ανατρεπτική στην σύλληψη της, η ιδεά του  στηριζόταν στην ασταμάτητη υποστήριξη που θα μπορούσαν να δείχνουν τα κολλεγιακά ραδιόφωνα σε ανυπόγραφα γκρουπ ή DIY κυκλοφορίες, δημιουργώντας το ιδανικό κλίμα για την εκδίκηση των underdogs ή αλλιώς, των μονίμως υποτιμημένων και παραμελημένων μουσικών. Οι δε σταθμοί και οι παράγοντες του δικτύου όφειλαν να ανταλλάσσουν αφιλοκερδώς χρήσιμες πληροφορίες για χώρους εμφανίσεων σε κάθε πόλη ή αλλά μέσα ενημέρωσης που θα μπορούσαν να δώσουν βήμα στις ανεξάρτητες (σχεδόν πειραματικές αν κρίνουμε από τις πρώτες lo fi ηχογραφήσεις των  Beat Happening) παραγωγές των συγκροτημάτων που ανήκαν στο δίκτυο. Από τις πρώτες  κασέτες της Sub Pop μέχρι την επαφή παγκόσμιας διανομής και τα επτάιντσα της Rough Trade στο Λονδίνο, ο Calvin Johnson πήρε το καλύτερο που μπορούσε από το πιο αγνό και τίμιο δίκτυο επαφών που μπορούσαν να του δώσουν οι φοιτητές. Λίγο πριν το καλοκαίρι του ‘91 και με την K Records να εξακολουθεί να έχει σαν βάση την φοιτητική εστία και τα στούντιο του KAOS FM στην Ολύμπια, λέγεται ότι η ατζέντα του CJ συναγωνιζόταν αυτή του γκουρού των παγκόσμιων ανεξάρτητων επαφών, Thurston Moore. O θρίαμβος του διεθνούς underground pop οράματός του δφραγίστηκε από το ένα και μοναδικό φεστιβάλ που έστησε στην Ολύμπια τον Αύγουστο του 1991 πριν οι όροι alternative και indie αλλάξουν σημασία μια για πάντα.

Τον Αύγουστο του 1991 λοιπόν,ο Calvin Johnson και η μικρή ανεξάρτητη ετικέτα του K Records,συγκέντρωσαν σε χώρους γύρω από το  Evergreen State κολλέγιο περί τους 5 χιλιάδες φίλους της indie rock, DIY punk σκηνής από την Αμερική και όχι μόνο. Ονόμασαν το φεστιβάλ  International POP Underground Convention και φρόντισαν να ηχογραφήσουν μέρος των εμφανίσεων από ονόματα όπως οι Nation Of Ulysses, οι Melvins, οι L7, η Courtney Love, οι Fugazi, οι Pastels από την Σκωτία και οι Beat Happening, μεταξύ άλλων. Στο κοινό, εκστασιασμένος έκοβε βόλτες και ο άνθρωπος που θα φρόντιζε λίγες εβδομάδες μετά, αυτό το ωραίο indie πανηγύρι να μεταφερθεί σε στάδια. Ο Kurt Cobain ήταν εκεί, οι χαρτογιακάδες της πολυεθνικής Geffen ήταν εκεί, τα αφεντικά της Sub Pop (λίγο πριν τη χρεοκοπία) ήταν εκεί και αδυνατούσαν να υποστηρίξουν οικονομικά το BBQ που είχαν υποσχεθεί, και μαζί, ήταν εκεί το συνεχώς αυξανόμενο indie rock κοινό δημιουργώντας μια ωραία ατμόσφαιρα και αποδυκνείοντας στην πράξη την δύναμη του δικτύου κολλεγιακών ραδιοφώνων. 

Μέχρι που 2-3 εβδομάδες μετά, θα κυκλοφορούσε το Nevermind στην Geffen και η ανεξάρτητη σκηνή θα γέμιζε συμβόλαια, ρήτρες, προκαταβολές και επιμελώς ατημέλητες μπάντες. Εκείνες οι 5 μέρες όμως, του Αυγούστου από το μακρινό 1991 ήταν η τρανή απόδειξη ότι ένα καλά οργανωμένο και συμπαγές δίκτυο φοιτητών με ραδιοφωνικές ανησυχίες είχε προετοιμάσει το έδαφος για την μαζική επέλαση του alternative.

Στις μέρες μας, η παρακαταθήκη του campus radio είναι εμφανής παντού. Από την πολυσυλλεκτικότητα και τον ανεξάρτητο αέρα με τα οποία λειτουργούν ιντερνετικά ραδιόφωνα όπως το Avopolis Radio, μέχρι τις ριζοσπαστικές ιδέες που γεννούσε η ελευθερία σταθμών  που εξέπεμπαν σε εστίες και πανεπιστήμια και κατέγραφαν την ιστορία ντόπιων συγκροτημάτων. Ας μην ξεχνάμε ότι το περιοδικό του CMJ είχε διανομή στην χώρα μας και σε ανάλογο κλίμα, στα Αθηναϊκά 90s έδρασαν  σταθμοί όπως ο θρυλικός Ρόδον FM και η  χρυσή  εποχή του Rock Fm.  Ενώ ακόμη και σήμερα,  το Δημόσιο Ραδιόφωνο της Αμερικής, το εξαιρετικό NPR, δεν έχει σταματήσει να λειτουργεί -ή τουλάχιστον να νιώθει ότι λειτουργεί- σαν κολλεγιακός σταθμός, με το σκηνικό εκπομπών όπως τα Tiny Desk Concerts  ή άλλες σπέσιαλιστ εκπομπές όπως  το Midwest Punks Show που καλύπτει μόνο punk να κρατάνε το πνεύμα το campus radios ζωντανό.

 

 

Το Παρόν

 

Στη χώρα μας, το μοντέλο προσέγγισης college radios δύσκολα θα ευδοκιμούσε. Ακόμα και σήμερα με τις ευλογίες των 5G ταχυτήτων ορισμένα εγχώρια ραδιόφωνα αρνούνται να σπρώξουν την ατζέντα μπροστά και αυτό ισχύει και για κάποια ιντερνετικά που λειτουργούν με τον φόβο απώλειας ακροατών. 

Όμως, υπήρξε κάτι στην ανεμελιά του φοιτητικού ραδιοφώνου που το ίντερνετ γύρισε υπέρ του μόλις βρήκε την ευκαιρία. Από τις αρχές του νέου αιώνα, online σταθμοί όπως παλιότερα ο East Village Radio στην Νέα Υόρκη (τώρα το ΝοWave Radio και το The Lot Radio) ή ο Rinse FM  στο Λονδίνο (με παράρτημα πλέον και στην Γαλλία), το NTS Radio, ο Worldwide FM του Gilles Peterson, άντλησαν  έμπνευση, ριζοσπαστικότητα, ιδέες και διάθεση για ρίσκο ανάλογη με αυτή  των campus radio και έφτασαν στα άκρα, καινοτομόντας και  αγκαλιάζοντας τη διαφορετικότητα τόσο των μουσικών (ειδικά αυτών που συνθέτουν έξω από το κουτί) όσο και των ακροατών που βαρέθηκαν τα επαναλαμβανόμενα playlist και περιμένουν με περιέργεια για το ποιο θα είναι το επόμενο ιδιαίτερο κομμάτι που θα τους τραβήξει την προσοχή. Στην εποχή που οι κοινωνίες αγκάλιασαν σφιχτά τα ιδιαίτερα γούστα του καθενός πως είναι δυνατόν να θέλουμε να ακούμε τα ίδια;

Κι εδώ είναι που γίνεται προσωπικό. Μεταξύ άλλων, υπογράφω αυτό το κείμενο και σαν επιμελητής του avopolisradio.gr, μιας  διαδικτυακής ραδιοφωνικής  κοινότητας που έχει μάθει θαρρώ τους ακροατές της να περιμένουν το απρόσμενο και διαφορετικό. Αρχικά, ως επιμελητής προγράμματος λοιπόν και έπειτα σαν αρθρογράφος που είχε σημειώσει την Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου ένα μήνα πριν, ξεκίνησα καθημερινά να ακούω με σημειώσεις τα μεγάλα εναλλακτικά ραδιόφωνα της πόλης μου για να έχω άποψη. Και ασφαλώς, έπεσα επάνω σε εκπλήξεις από το μακρινό παρελθόν.

Τo “Beat Goes On” των All Seeing I (1996) , το "Child Is My Name” των Kemopetrol (2000), το "No Ordinary Love” της Sade (1992), το "Safe From Harm” των Massive Attack ,  το "Season Song” των Blue States (2002)και το «My Mistakes Were Made For You” των Last Shadow Puppets (2008), όλα ήταν στις επαναλαμβανόμενες λίστες με τα πιο πολυπαιγμένα κομμάτια του τελευταίου μήνα για τα 3 εναλλακτικά ραδιόφωνα της πόλης. Γράφω τα εναλλακτικά, όχι τα rock, γιατί τα rock έπαιζαν μουσική του προηγούμενου αιώνα κυριολεκτικά.  

Το BBC ειδικά στην εκδοχή του Radio 1 ήταν και θα είναι ο φάρος μου, όχι μουσικά, αλλά ως πρότυπο του πώς τρέχει ένας φρέσκος σταθμός. Δεν  αναφέρω  το Radio Nova στην Γαλλία, ούτε το KCRW στο Λος Άντζελες,  που υποθετικά είναι μακρινά παραδείγματα. Επικεντρώνω στο Radio 1  και δε νομίζω ότι θα είχε ποτέ στην καθημερινή ροή του τόσο έντονα τόσα κομμάτια από το παρελθόν. Οι σταθμοί στην Αγγλία, την Γαλλία και την Αμερική, θέλουν να πουλήσουν νέα μουσική. Αναλογικά να το σκεφτεί κανείς. Αν κυκλοφορούν καθημερινά δεκάδες χιλιάδες νέα κομμάτια, γιατί κάποιος να παίζει στο ράδιο τραγούδια από το μακρινό παρελθόν;Πως θα τσουλίσει η μουσική βιομηχανία; Τι ανάγκη έχω να ακούω  ένα Sade classic 4 φορές την μέρα και ειδικά αν δεν είναι σε θεματική εκπομπή; 

Για την πλάκα και για την διασκέδαση, θα σκεφτεί κάποιος άλλος και θα συμφωνήσω. Αν όμως από το ραδιόφωνο που ξεκίνησε μουσικές επαναστάσεις και έδωσε ουκ ολίγες  φορές την βοήθεια που έπρεπε στην μουσική βιομηχανία, περιμένει κανείς να δημιουργηθεί η μουσική παιδεία μιας χώρας, τότε δεν είναι άδικο που και τα νούμερα των πωλήσεων νέας μουσικής στην Ελλάδα είναι για πλάκα και για διασκέδαση; Και δεν είναι άδικο που βλέπουμε συναυλίες με ονόματα για πλάκα και για διασκέδαση; 

 

Το Μέλλον

 

Το μέλλον και το ράδιο, δεν πάνε απαραίτητα χώρια και ας υποχωρεί η τεχνολογία που υποστηρίζει την αναλογική εκδοχή του. Στο αυτοκίνητο ή στο κινητό εφαρμόζουν με άνεση  πλέον οι διαδικτυακοί αλλά και οι σταθμοί των FM. Και μπορεί να μην έχουν όλοι το τεχνοκρατικό όραμα της Apple Music και του Beats 1, στο οποίο ακούς πρωτοκλασάτα ονόματα ραδιοφωνικών αλλά και μουσικών παραγωγών (Elton John, Frank Ocean, Pharrell Williams, Zane Lowe κ.α.) να διαλέγουν την νέα (νέα όπως καινούργια, όπως αυτή που βγαίνει κάθε βδομάδα γιατί είναι μια βιομηχανία που πρέπει και από το ράδιο να κινηθεί) μουσική, αλλά είναι θέμα χρόνου η τεχνολογία Beats 1 να φτάσει παντού. Όχι ασφαλώς να έρθουν όλοι οι μουσικοί σελέμπριτι στο ραδιόφωνο σου, αλλά το να μπορείς να αποθηκεύεις επί τόπου σε δική σου playlist ό,τι ακούς και σου αρέσει στο internet radio, όπως στην  Apple Music. Εκεί, δείχνουν να έχουν καταλάβει την ανάγκη του ακροατή για θέαμα, νέα μουσική και αναγνώριση της  διαφορετικότητάς του με μόλις ένα κλικ πριν την δημιουργία εξειδικευμένων playlist. 

Τα FM και ακόμα καλύτερα τα AM (ιδανικά και με λίγο πειρατεία) δεν πρέπει να χαθούν. Αλλά ούτε και να απαιτήσουν μερίδιο από την πίτα, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Πάνε χρόνια που οι εδώ σταθμοί βολεύονται στο να παίζουν αυτά που θέλουν να ακούσουν οι ακροατές. Ο κόσμος αλλάζοντας, έμαθε να αγκαλιάζει το διαφορετικό και τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ο dj, παραγωγός, επιμελητής έχει υποχρέωση να σου δίνει αυτό που δεν ήξερες ότι υπάρχει αλλά το χρειαζόσουν.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured