Είχα να γελάσω τόσο πολύ από τότε που διάβασα το «Fargo Rock City» του Chuck Klosterman. Το «Get Thrashed: The Story of Thrash Metal» του Rick Ernst δεν είναι απλά και μόνο μια όσο το δυνατόν πιο αναλυτική καταγραφή ενός από τα σημαντικότερα παρακλάδια του metal, αλλά και μια ειλικρινής και ταυτόχρονα ξεκαρδιστικά αστεία ταινία γύρω από τα μουσικά τεκταινόμενα μια δεκαετίας (1983-93) θρασίλας και καφρίλας. Το πανηγύρι βέβαια είναι low budget –να ξηγιόμαστε. Αλλά είναι ένα ωραίο παράδειγμα του πως μια χαμηλού κόστους ταινία μπορεί να είναι ταυτόχρονα εκπαιδευτική και ψυχαγωγική. Η ταινία είναι χωρισμένη σε κεφάλαια (Σκηνή του Λος Άντζελες, του Σαν Φρανσίσκο, της Νέας Υόρκης και της Γερμανίας) και η παρέλαση ονομάτων είναι εξίσου εντυπωσιακή (μέλη των Metallica, Exodus, Megadeth, Slayer, Anthrax, Overkill, Kreator που αποδεικνύουν το αυταπόδεικτο, ότι δηλαδή οι μεταλάδες είναι μακράν η πιο συσπειρωμένη μουσική συνομοταξία). Οι ατάκες πέφτουν βροχή –ειδικά ο Dave Mustaine, love him or hate him, είναι ο Jose Murinho του thrash metal: αλαζόνας κι αμετροεπής, σαν φιγούρα που ξεπήδησε από κάποιο κόμικ του Frank Miller, ισχυρίζεται ότι «παίζει κιθάρα καλύτερα από όλους, είναι ο καλύτερος συνθέτης και επιπλέον έχει επηρεάσει από μόνος του 3 από τα 5 μεγαλύτερα συγκροτήματα της thrash σκηνής», ο Bobby "Blitz" Ellsworth των Overkill δίνει ρεσιτάλ, ενώ κι ο Phil Anselmo των Pantera μετά βίας ψελλίζει δυο-τρεις ατάκες προφανώς υπό την επήρεια 27254 χαπιών και 6960 γραμμών κοκαΐνης και ηρωίνης. Φυσικά η απόλαυση του να δεις αυτό το φιλμ μόνος σου είναι σαφώς μικρότερη από το να το δεις σε ένα πακτωμένο από φίλους της metal σινεμά. Γέλια τραντάζουν τον «Απόλλωνα» όταν ο Gary Holt των Exodus λέει σχετικά με το μπουρδέλο και το χάος που γινόταν κατά τη διάρκεια των συναυλιών τους «όλοι περνούσαν καλά, ακόμη κι όταν το αίμα τους έτρεχε ποτάμι». Εξίσου αστεία είναι η κόντρα του thrash με τους πάσης φύσεως posers και κατσίφλωρες του hair rock κινήματος, ενώ ένα κεφάλαιο που αποσιωπείται (επίτηδες ή όχι, δεν γνωρίζω) είναι το αμφιλεγόμενο καραγκιοζαριό περί νεοναζισμού και ακροδεξιών τάσεων που κάποτε αποτελούσε την ιδεολογική σημαία των Pantera. Μπορεί ο σκηνοθέτης να είχε σκοπό όντως να ρωτήσει τον Anselmo για όλα αυτά, αλλά βλέποντας τον σε τι κατάσταση εμφανίζεται στην ταινία, να φοβήθηκε για τον κώλο του και να απέφυγε να αναφερθεί στο ζήτημα.
Η κατακλείδα πάντως είναι ότι ο σκηνοθέτης έχει κάνει εξαιρετικό editing στις συνεντεύξεις του, παίρνοντας από αυτές τις καλύτερες δυνατές ατάκες, σε σημείο που η ταινία μπορεί να θεαθεί άνετα κι από έναν μη-φαν του είδους (δίπλα μου καθόταν ο Ηλίας, ας πούμε, που δεν έχει καμία σχέση με το όλο είδος, κι όμως την διασκέδασε περισσότερο απ’ όλους). Η ταινία τιμάει και τις τρεις μεγάλες μορφές του ιδιώματος που πέθαναν νωρίς, τον Cliff Burton, μπασίστα των Metallica, τον τρελαμένο, πληθωρικό τραγουδιστή των Exodus Paul Baloff και τον εξαιρετικό κιθαρίστα των Pantera Dimebag Darrell. Ένα πολύ ευχάριστο βράδυ παρέα με τους καλύτερους εκπροσώπους ενός ιδιώματος που έπαιζε μουσική σε ταχύτητες φωτός και ξέδινε με στιχουργικές αναφορές στον κανιβαλισμό, τη νεκροφιλία, την κτηνοβασία, το Σατανά και το τι ακριβώς κάνει αυτός στον Χριστό, φόνους, βιασμούς και άλλα τινά αισιόδοξα.
Αξίζει να δείτε το ντοκιμαντέρ «Love story» σχετικά με την ιστορία του συγκροτήματος του Arthur Lee, μόνο και μόνο για να παρακολουθήσετε τον ντράμερ των Love, Alban 'Snoopy' Pfisterer, να περιγράφει το πώς απέφυγε να πάει φαντάρος στο Βιετνάμ. Οι δυο σκηνοθέτες, Mike Kerry και Chris Hall, κατέχουν το αντικείμενο τους, είναι αμφότεροι φαν της μουσικής των Love κι αυτό φαίνεται όχι μόνο από την εξονυχιστική έρευνα που έχουν κάνει ή τους ανθρώπους από τους οποίους έχουν πάρει συνεντεύξεις (μέλη της μπάντας, όπως ο Johnny Echols, ο Bryan Maclean, ο John Fleckenstein, ο Michael Stuart, ο μηχανικός ήχου Bruce Botnick, ο John Densmore των Doors, και ο καλύτερος απ’ όλους, ο Jac Holzman, το πανέξυπνο αφεντικό κι ιδρυτής της δισκογραφικής τους εταιρίας, της Elektra). Φαίνεται κι από την σημασία στην οπτικοακουστική λεπτομέρεια που έδωσαν, βάζοντας ως ηχητικό χαλί πίσω από το σπανιότατο αρχειακό footage ένα τραγούδι των Love που να ταίριαζε καλύτερα με τα επί σκηνής λεγόμενα ή κάνοντας μια διερευνητική βόλτα στο «Κάστρο», την κοινοβιακού τύπου κατοικία της μπάντας στο Λος Άντζελες, απ’ όπου περνούσε και διανυκτέρευε η Janis Joplin ή διοργανώνονταν βραδιές με ναρκωτικά και σεξουαλικά όργια με τους Jefferson Airplane (όπως παραδέχεται ο Echols, τον οποίο μισώ μόνο με τη σκέψη ότι μπορεί και να έχει κουτουπώσει την θεά Grace Slick). Οι σκηνοθέτες επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους τόσο στην χαρισματική προσωπικότητα του Lee, όσο και στο γεγονός ότι οι Love ήταν το πρώτο «διαφυλετικό» γκρουπ στην ιστορία της ροκ, με δυο μαύρα και τρία λευκά μέλη στις τάξεις του.
Χρονικά το ντοκιμαντέρ κινείται σε ένα εύρος 4-5 ετών, από το πρώτο τους άλμπουμ «Love» (1965), περνώντας στο πειραματικό «Da Capo» (1966) και φτάνοντας στο καλλιτεχνικό (αλλά όχι εμπορικό, αφού έφτασε μόλις στο Νο 154 των αμερικανικών charts) αποκορύφωμα τους, «Forever Changes» του 1967. Παραδόξως, στην Αγγλία οι Love έχαιραν πολύ μεγαλύτερης εκτίμησης –όπως φαίνεται στις τελευταίες σκηνές της ταινίας, όπου ο Lee δέχεται τιμές από την Βουλή των Λόρδων και κατόπιν ένας εξ αυτών, 60αρης και σεβάσμιος με λευκό μαλλί, πέφτει στα γόνατα προσκυνώντας τον Lee και την μουσική του παρακαταθήκη σε μια σκηνή που είναι ταυτόχρονα αστεία, αλλά και θλιβερή γιατί μετά σκέφτεσαι ότι κανείς έλληνας πολιτικός δεν θα έκανε κάτι παρόμοιο γιατί θα τον έκραζαν ως καραγκιόζη. Οι συνεντεύξεις του Arthur Lee στην κάμερα των δυο σκηνοθετών έμελλε να είναι και οι τελευταίες που έδωσε ποτέ στη ζωή του, αφού λίγους μήνες μετά υπέκυψε στην λευχαιμία. Δεν είναι ειρωνικό ότι και τα δυο «Love Story» που έχουν γυριστεί στο σινεμά τελειώνουν με τον θάνατο του πρωταγωνιστή από καρκίνο;