Ο Ian Curtis έκανε ένα μόνο λάθος στη ζωή του, όπως παραδέχεται ο ίδιος –δια στόματος Sam Riley: παντρεύτηκε νωρίς. Από εκεί και πέρα άρχισε ο κατήφορος: η επιληψία που έκανε νωρίς την εμφάνιση της στο ούτως η άλλως εύθραυστο psyche του Ian, μια χαρισματική προσωπικότητα που όμως ισορροπούσε επικίνδυνα ανάμεσα στον αντικομφορμισμό και την μικροαστική συνήθεια. Και μια γυναίκα που μπήκε στη ζωή του για να επιφέρει το τελειωτικό χτύπημα στον ευαίσθητο ψυχισμό του.
Ο Curtis θα μπορούσε να είναι ένας από εμάς: στα 19 του χρόνια παντρεύτηκε το πρώτο κορίτσι που γνώρισε κι ερωτεύτηκε. Το περιβάλλον που ζούσε –το γκρίζο και μουντό Macclesfield, μια γειτονιά εργατών στα περίχωρα του Μάντσεστερ- δεν βοήθησε ιδιαίτερα στη βελτίωση της κατάστασης του –αντιθέτως την επιβάρυνε. Το Control δεν είναι μια ταινία για τους οπαδούς των Joy Division. Είναι μια ταινία από τους οπαδούς της σπουδαιότερης post punk βρετανικής μπάντας: τον ολλανδό φωτογράφο και σκηνοθέτη Anton Corbijn, φίλο του συγκροτήματος και σκηνοθέτη του βιντεοκλίπ για το re-release «Atmosphere», το 1988. Και τον Tony Wilson, που μέχρι τον θάνατο του, πριν δυο μήνες, ήταν αυτός που «έτρεξε», μαζί με την χήρα του Curtis, Deborah, όλες τις λεπτομέρειες του φιλόδοξου κινηματογραφικού αυτού project.
Πιο πολύ από οτιδήποτε τεχνικού περιεχομένου (το ασπρόμαυρο sepia χρώμα κινηματογράφησης, οι αντιθέσεις φωτός-σκιάς για να τονίσει τα ζυγωματικά του Curtis και το εξαιρετικό, ασφαλώς soundtrack), εντύπωση προξενεί η, κυριολεκτικά, μανιακή και ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑΤΙΚΗ ερμηνεία του Riley. Το παλικάρι δεν ξέρω αν ακούει Joy Division (δεν θα μου έκανε εντύπωση αν μάθαινα ότι είναι ο πρόεδρος του fan club της μπάντας στη γενέτειρα του, το Leeds), αλλά επειδή είναι γεννημένος την ίδια χρονιά του θανάτου του Curtis φαντάζομαι ότι κάτι τέτοιο είναι καρμικά αναπόφευκτο. Όπως και να’ χει, ο Riley είναι συγκλονιστικός: έχει καταφέρει να αναπαράγει όχι μόνο τις σπασμωδικές κινήσεις του Ian επί σκηνής, αλλά κάνει ακόμη και τις συσπάσεις του προσώπου του, το μάτι του που γυάλιζε πριν το πιάσει επιληπτική κρίση, με αποκορύφωμα την ερμηνεία του στο 73ο λεπτό της ταινίας, οπότε και πιστεύεις ότι δεν βλέπεις κάποιον ηθοποιό, αλλά τον ίδιο το μακαρίτη που έχει σηκωθεί από τον τάφο (όλα είναι πιθανά πλέον με τη Νέα Δημοκρατία στην κυβέρνηση…). Κι είναι μόλις ο πρώτος ρόλος για τον τραγουδιστή του μικρομεσαίου συγκροτήματος των 10,000 Things!
Η ερμηνεία που ξεχωρίζει κατά δεύτερο λόγο είναι αυτή της «εθνικής ηθοποιού» της Ρουμανίας Alexandra Maria Lara, μιας πανέμορφης γυναίκας της οποίας δηλώνω απερίφραστα οπαδός και μαζί την υπόσχεση ότι από εδώ και στο εξής δεν θα χάσω ταινία που να συμμετέχει κι αυτή μέσα, ακόμη κι αν είναι βιντεοταινία του Όμηρου Ευστρατιάδη. Μεγάλα ελαφίσια μάτια, σαρκώδη χείλη, τέλειο σώμα, αφέλειες να πέφτουν στο άψογο πρόσωπο της, ε δεν θέλει και πολύ να ερωτευτείς. Αν ήταν όντως έτσι η Annike Honore, η βελγίδα ερωμένη του Curtis, τότε αυτός δεν θα είχε καμία απολύτως δικαιολογία να γυρίσει πίσω στη γυναίκα του. Έλεος, υπάρχει και θεός και βλέπει!
Ο Toby Kebbell στο ρόλο του Rob Gretton είναι επίσης νευρώδης και ξεχωρίζει για κάποιες ατάκες-φωτιά που πετάει («It could be worse, you could be singer in The Fall», λέει κάποια στιγμή στον Riley-Ιan μετά από μια κρίση επιληψίας), ενώ ο Craig Parkinson υποδύεται σχετικά χαλαρά τον δυναμικό Tony Wilson –και φυσικά ωχριά μπροστά στη σύγκριση του με την προ πενταετίας ερμηνεία του θεού Steve Coogan. Η Samantha Morton τέλος στο ρόλο της Deborah Curtis είναι όσο άχρωμη κι άγευστη χρειάζεται. Το σενάριο στιβαρό κι ουσιώδες, βασισμένο στο βιβλίο «Τouching From A Distance» της χήρας του Curtis, έχει μπολιάσει τους διαλόγους με άγνωστες πληροφορίες από τη ζωή του Ian –όπως λόγου χάρη ότι η αγαπημένη του ταινία ήταν η «Μελωδία της Ευτυχίας» (!) και ήταν οπαδός της Manchester City –αυτό έλειπε, να ήταν με την United!