Πολλές φορές, γεννάται η απορία για το τι θα είχε συμβεί αν είχες επιλέξει κάτι διαφορετικό από 'κείνο που τελικά διάλεξες να ακολουθήσεις. Κάτι τέτοιο μπορεί να αναρωτηθείς και για τον Elton John: τι θα γινόταν αν έμενε στη διαδρομή που είχε ήδη καθορίσει στο μυαλό του ο πατέρας του, Stanley Dwight; Ο οποίος τον ήθελε να γινόταν τραπεζικός με μουσική παιδεία, ικανός να διασκεδάζει φίλους και συγγενείς σε εορτές και συναθροίσεις. Κάτι σαν εκείνον, δηλαδή, που ήταν υπολοχαγός της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας, μα και τρομπετίστας στη μπάντα που έπαιζε σε εκδηλώσεις της. Του φαινόταν λοιπόν ορθόν να μπει κι ο γιος του σε μια ανάλογη νόρμα.
Το ερώτημα, πάντως, ίσως να είχε απαντηθεί ήδη από την πρώτη μουσική επαφή του μικρού, μόλις 3 χρονών, Reginald Kenneth Dwight: ήταν 1950, στο Pinner του Λονδίνου, όταν άρχισε να σκαλίζει τις νότες στο πιάνο της γιαγιάς του, παίζοντας το “The Skater's Waltz” της Winifred Atwell· μονάχα εξ' ακοής, μάλιστα. Κι αυτή η ευκολία τον ακολούθησε σε όλη τη διάρκεια της μετέπειτα πορείας του, στην οποία το αυτί του έπιανε με το πρώτο κιόλας άκουσμα ένα τραγούδι. Τον βοήθησε επίσης σημαντικά όταν άρχισε να συνθέτει και δική του μουσική.
Η επίσημη εκπαίδευσή του στο πιάνο ξεκίνησε στα 7. Λίγα χρόνια μετά, η ενασχόληση με τη μουσική φαινόταν να έχει πάρει τη ρότα του μονόδρομου, με μια υποτροφία της Βασιλικής Ακαδημίας να έρχεται στα 11 του. Κι ας μην υπήρξε ποτέ υπόδειγμα φοιτητή, αφού –όπως θα ανέφερε αργότερα, σε συνέντευξή του σ' ένα ραδιόφωνο του Σικάγο– προτιμούσε σαν παιδί της ηλικίας του να παίζει μπάλα, παρά να πηγαίνει στα μαθήματα.
Στην Ακαδημία, ο μικρός Reggie Dwight απολάμβανε να εκτελεί Μπαχ και Σοπέν, μα με τη μητέρα του Shelia παίζανε συχνά δίσκους του Elvis Prisley ή των Bill Haley & His Comets. Και η κλίση του προς το rock 'n' roll και τα blues, δεν άργησε να γίνει λατρεία. Ήταν μάλιστα η μάνα του που του στάθηκε καθ' όλη τη διάρκεια της μαθητείας του, επηρρεάζοντάς τον έμμεσα. Είτε καθήμενη στο πλευρό του καθώς έπαιζε στο πιάνο, είτε ενώ οι δυο τους άκουγαν ραδιόφωνο ή έβλεπαν τηλεόραση, του έδωσε τα πρώτα ερεθίσματα. Ανακάλυψε έτσι την εκπληκτική φιγούρα του Liberace, αλλά και τον Buddy Holly. Εξ αιτίας του οποίου θα άρχιζε έπειτα να φοράει τα χαρακτηριστικά κοκάλινα γυαλιά, σε μια προσπάθεια αντιγραφής που τελικά του άφησε πρόβλημα μυωπίας!
Κοντά πια στην εφηβεία, με τους γονείς του να έχουν πλέον χωρίσει, κατάφερε να βρει τη στήριξη και την αγκαλιά την οποία στερήθηκε στον πατριό του, τον ζωγράφο Fred Farebrother. Κάτι που κατέληξε να τον απομακρύνει τελείως από τον Stanley Dwight, αφήνοντάς του μια πίκρα, την οποία θα εκδήλωνε έπειτα σε κάθε του συνέντευξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν έμαθε για τον θάνατο του πατέρα του, αρνήθηκε να παραστεί στην κηδεία.
To 1962, στα 15 του χρόνια, έκανε τις πρώτες του ζωντανές εμφανίσεις (ως Reggie), στην τοπική pub Northwood Hills Hotel. Εκεί έπαιζε διασκευές σε φτασμένους καλλιτέχνες σαν τον Ray Charles και τον Jim Reeves, αλλά και ορισμένες δικές του συνθέσεις. Παράλληλα μετείχε και στους Corvettes, μια ερασιτεχνική μπάντα με τον Stewart "Stu" Brown στην κιθάρα, τον Geoff Dyson στο μπάσο και τον Mick Inkpen στα τύμπανα –ο ίδιος έπαιζε φυσικά πιάνο. Το γκρουπ διαλύθηκε μετά από κάποιες παραστάσεις, για να ξαναενωθεί έπειτα από μερικούς μήνες, μετονομαζόμενο πλέον σε Bluesology. Το ίδιο διάστημα, ο Elton John έπιασε δουλειά σε έναν μουσικό εκδότη αναγκαζόμενος πολλές φορές να έχει τον ρόλο του «παιδιού για όλες τις δουλειές» (από σερβίρισμα τσαγιού, μέχρι κουβάλημα πακέτων). Tα δε βράδια είτε έκανε σόλο συναυλίες σε μπαρ και ξενοδοχεία στο Λονδίνο, είτε έπαιζε με τους Bluesology, κυρίως ως support για πιο διάσημους τραγουδιστές.
Αρχίζοντας να μπουχτίζει με την αναγνώριση που δεν ερχόταν, αλλά κυρίως με τον περιοριστικό ρόλο που είχε στο συγκρότημα, επιθυμούσε να βρει μια πιο δημιουργική διέξοδο: ήθελε πια να μπορεί να βγει μπροστά και να τραγουδήσει.
Έχοντας πάντα ως μότο ζωής το «nothing to lose», δοκιμάζει λοιπόν την τύχη του σε μια αγγελία της New Musical Express από την εταιρία Liberty Records, η οποία αναζητούσε νέα ταλέντα. Στην ίδια ακριβώς αγγελία είχε απαντήσει και ο Bernie Taupin, ως ποιητής και στιχουργός: ήταν μια τυχαία μα καθοριστική συνάντηση, που μπορεί να θυμίζει αμερικάνικη ταινία αν αναλογιστεί κανείς την πορεία που πήραν τα πράγματα. Η Liberty του έδωσε λοιπόν έναν σφραγισμένο φάκελο με στίχους του Taupin, για τους οποίους ανέλαβε να συνθέσει μουσική. Ήταν 1967 όταν κατέγραψαν το πρώτο τους τραγούδι, το “Scarecrow”. Έξι μήνες μετά, ο Dwight άλλαξε επίσημα το όνομά του σε Elton John και παραιτήθηκε από τους Bluesology. Θέλοντας ωστόσο να τιμήσει το συγκρότημα από το οποίο ξεκίνησε, πήρε το «Elton» από τον σαξοφωνίστα τους Elton Dean και το «John» από τον τραγουδιστή τους Long John Baldry. Κι έτσι έγινε η έναρξη μιας νέας αφετηρίας.
Ακολούθησαν τρία επίσημα singles πριν το πρώτο άλμπουμ, χωρίς ωστόσο να έχουν κάποια ιδιαίτερη μοίρα στα βρετανικά charts: το "I've Been Loving You" (Μάρτιος 1968), το "Lady Samantha" (Ιανουάριος 1969) και το "It's Μe Τhat Υou Νeed" (Απρίλιος 1969). Από το 1968, επίσης, οι John & Taupin άρχισαν να πουλάνε τραγούδια τους σε άλλους καλλιτέχνες, δουλεύοντας ως δίδυμο συνθέτη/στιχουργού για τη δισκογραφική εταιρία DJM Records. Κανένα πάντως δεν σημείωσε επιτυχία, ούτε καν το "I Can't Go On (Living Without You)", το οποίο έδωσαν στη Lulu ως πιθανή βρετανική συμμετοχή στην Eurovision του 1969 (δεν προκρίθηκε).
Κανείς δεν ήξερε τι μέλλει γενέσθαι, μέχρι το ντεμπούτο άλμπουμ Empty Sky (1969). Έναν δίσκο στον οποίον δεν συμπεριλαμβανόταν μεν τίποτα το γκράντε, υπήρχε όμως η υπόνοια του μεγαλείου της δεξιοτεχνίας του Elton John, στα εκρηκτικά π.χ. ξεσπάσματα στο πιάνο και στους συνδυασμούς οργάνων, οι οποίοι αργότερα θα κεντούσουν τα τραγούδια που έφεραν τον καλλιτέχνη στην πολυπόθητη κορυφή. Ίσως μάλιστα να είχε ήδη χτίσει στον νου του εκείνη την περσόνα που, μέσω της εξωστρέφειας και της υπερβολής, εξυμνεί τη μουσική σε μια τελετουργία στολισμένη με γκλίτερ, μοϊκάνες και φτερά.
{youtube}K6l9lIq7xyo{/youtube}