Ας θυμηθούμε λίγο πώς ήταν το τοπίο στην indie μουσική βιομηχανία μερικά χρόνια πίσω, εκεί στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας. Την εποχή δηλαδή που η αναβίωση του post-punk και του garage έδινε και έπαιρνε, η εναλλακτική pop είχε ιδιαίτερη πέραση (είτε με τη μορφή της electropop, είτε ως synthpop, indie pop, dream pop κτλ.), το ρεύμα της νεο-ψυχεδέλειας βρισκόταν σε άνθιση, ενώ άρχιζαν να έρχονται στο προσκήνιο και οι indie folk μπάντες.

 

 

 

 

Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον κατακλυσμό των «next big things» μέσα από τον χώρο του indie, στις σελίδες των τότε μουσικών εντύπων; Πολλά εκ των οποίων, μάλιστα, κατά αξιοσημείωτο τρόπο, γίνονταν πραγματικά «big» εντός της σκηνής, χωρίς να απολέσουν την εναλλακτική τους ταυτότητα. 

 

 

 

 

Από τους Strokes, τους Libertines και τους Interpol στην αυγή των 2000s, στους Franz Ferdinand, τους Killers, τους Arcade Fire, τους Kasabian και τους Arctic Monkeys στα μέσα της δεκαετίας, μέχρι και τους MGMT, τους Horrors, τους Fleet Foxes, τους Vampire Weekend και τη Florence, καθώς η δεκαετία έβαινε προς το τέλος της, ο indie μουσικός χάρτης έσφυζε από νέο αίμα και εκπλήξεις· με εντυπωσιακό μάλιστα εμπορικό εκτόπισμα, τέτοιο ώστε να μπορεί να στηριχθεί η σκηνή γερά στα πόδια της. Και φυσικά με (ως επί το πλείστον) πολύ καλούς δίσκους, οι οποίοι συχνά κατέληγαν στην κορυφή των λιστών με τα καλύτερα της χρονιάς, ακόμα και στα mainstream media.

 

 

 

 

Επιστροφή στο σήμερα και στην τρέχουσα δεκαετία. Με βάση την περιγραφή της πρώτης παραγράφου, το σημερινό τοπίο δεν μοιάζει και τόσο ριζικά διαφoροποιημένο· σχεδόν όλα τα ρεύματα που αναφέρθηκαν, εξακολουθούν να είναι ενεργά στη σύγχρονη indie δισκογραφία.

 

 

Η απήχηση όμως των φρέσκων ονομάτων που εκπροσωπούν τις διάφορες πτυχές αυτού που λέμε «indie», τότε και τώρα, δεν έχει καμία σχέση. Προσπαθήστε να βρείτε μια μπάντα που κυκλοφόρησε ντεμπούτο από το 2010 και έπειτα και προκάλεσε ντόρο, έστω και στο ελάχιστο συγκρίσιμο με εκείνον των παραπάνω ονομάτων. Εγώ προσωπικά, μόνο τους Tame Impala μπορώ να σκεφτώ. Άντε και τους Alt-J. Και σημειωτέον ότι αμφότεροι προσγειώθηκαν στο στερέωμα με πολύ ηπιότερη ορμή σε σχέση με τους προηγούμενους, ενώ είναι αμφίβολο ότι θα αγγίξουν ποτέ την εμπορική δυναμική των indie «ηρώων» της περασμένης δεκαετίας. Οι υπόλοιποι που σημείωσαν επιτυχία (κάτι Blossoms κλπ.) δεν νομίζω ότι θα πρέπει καν να λογίζονται ως indie (κι ας πλασάρονται ως τέτοιοι), ούτε παρέδωσαν και κάποιον δίσκο που να χαίρει ιδιαίτερης εκτίμησης από την ανά τον κόσμο indie κοινότητα. Η δε Lana Del Rey, μια κατηγορία από μόνη της, είναι επίσης αμφιλεγόμενη ως προς την εναλλακτική της ταυτότητα.

Ας μην το κουράζουμε πολύ, είναι άλλωστε εμφανές από τον τίτλο του άρθρου το πού το πάω: το κενό από την απουσία των εκκωφαντικών νέων αφίξεων στα λιμνάζοντα indie νερά τα τελευταία χρόνια καλύπτεται πλέον από το hip hop, το R'n'B και τη μοντέρνα soul, τα επικρατέστερα δηλαδή genres της σύγχρονης μαύρης μουσικής. Μιας μουσικής η οποία όχι μόνο πετυχαίνει πια να αναδεικνύει πολύ περισσότερους ενδιαφέροντες και επιτυχημένους νέους καλλιτέχνες σε σχέση με τον indie χώρο, αλλά επίσης –σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στα '00s– τυγχάνει και μεγάλης αποδοχής από τους απανταχού indie fans.

Ας δούμε πώς διαμορφώνονται από το 2010 και μετά οι λίστες με τα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς που δημοσιεύει το Pitchfork, ως το κατ' εξοχήν επιδραστικό μουσικό μέσο, το οποίο αφουγκράζεται (και ενίοτε διαμορφώνει) τις indie τάσεις όσο κανένα άλλο αυτά τα 21 χρόνια που βρίσκεται στο διαδίκτυο. Από το 2010 έως το 2016, λοιπόν, ο «δίσκος της χρονιάς» έχει δοθεί σε λευκό indie καλλιτέχνη/συγκρότημα μόνο 2 χρονιές: το 2011 και το 2013. Τις υπόλοιπες 5, ο τίτλος δόθηκε σε δίσκους μαύρων καλλιτεχνών, κάτι που δεν συνέβη ούτε μία φορά στα '00s.

Ενδιαφέροντα συμπεράσματα βγάζει κανείς και από τη λίστα του Pitchfork με τα καλύτερα άλμπουμ του 2016. Από τους 7 κορυφαίους δίσκους της, οι 6 προέρχονται από μαύρους μουσικούς. Και κάτι ανάλογο συνέβη και με τα περισσότερα sites και περιοδικά –μπορεί κανείς να το επαληθεύσει στις συγκεντρωτικές λίστες που δημοσίευσαν sites όπως το Metacritic, το Any Decent Music ή το Album of the Year.

Παρατηρούμε λοιπόν μια σαφή μετατόπιση ενδιαφέροντος του indie κοινού (ακροατών και κριτικών) προς τη μαύρη μουσική, η οποία τις περασμένες δεκαετίες αποτελούσε απαγορευμένο έδαφος για ένα μεγάλο, μη ανοιχτόμυαλο, μέρος του. Αλλά βλέπουμε και το αντίστροφο: μια στόχευση της βιομηχανίας στο να γεφυρώσει το χάσμα αυτό, προωθώντας μαύρες κυκλοφορίες που υιοθετούν μια εναλλακτική, indie-friendly οπτική στη μαύρη μουσική κληρονομιά.

Έτσι, την ίδια στιγμή που η λευκή indie παραγωγή στηρίζεται κυρίως από ονόματα που ξεκίνησαν τη δισκογραφία τους πριν το 2010, στη μαύρη μουσική συμβαίνει δημιουργική έξαρση, με σωρεία νέων ονομάτων που εξελίσσουν τον μαύρο ήχο (πειραματιζόμενα λιγότερο ή περισσότερο), αλλά και με πληθώρα εξαιρετικών κυκλοφοριών (ντεμπούτων ή μη), με εκτόπισμα που ξεπερνάει κατά πολύ τα σύνορα της «κοινότητας». Είτε μιλάμε για τον χώρο του hip hop (Kendrick Lamar, Drake, Run The Jewels, Danny Brown, Death Grips, Shabazz Palaces, Vince Staples, Tyler The Creator, Earl Sweatshirt και πολλοί άλλοι), είτε για το εναλλακτικό R'n'B (Frank Ocean, Miguel, FKA Twigs, Blood Orange, Anderson .Paak, How To Dress Well κλπ.), είτε για soul νέας κοπής (Sampha, Rhye, Janelle Monáe, SOHN, Michael Kiwanuka, Childish Gambino κλπ.). Μέχρι και την jazz έχει αρχίσει να προσεγγίζει το indie ακροατήριο, μέσω μουσικών όπως ο Kamasi Washington, ο Thundercat και ο Flying Lotus, ενώ φαίνεται πως «σπάει» ακόμα και το άβατο των mainstream urban καλλιτεχνών –ποιος θα πίστευε πριν από 10 χρόνια ότι δίσκοι της Beyoncé και της Rihanna θα έφταναν σε τόσα «εναλλακτικά» αυτιά;

Ορισμένοι λάτρεις των ...θεωριών συνωμοσίας, αποδίδουν βέβαια το αυξημένο αυτό ενδιαφέρον για τη μαύρη μουσική σε κεντρικό σχεδιασμό της  βιομηχανίας, σε συντονισμό με τον Τύπο, ο οποίος (σύμφωνα με εκείνους πάντα) σκόπιμα πια σαμποτάρει το indie.

Ενδεχομένως να αληθεύει ως έναν βαθμό –εξάλλου η βιομηχανία ανέκαθεν «έσπρωχνε» καλλιτέχνες και ρεύματα, προκειμένου να διαμορφώσει τάσεις. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν θα είχε δημιουργηθεί ποτέ ένας τέτοιος χώρος για τους μαύρους καλλιτέχνες (οι οποίοι, κακά τα ψέματα, λόγω κουλτούρας έχουν πολύ μεγαλύτερη απόσταση να διανύσουν για να αγγίξουν τον μέσο λευκό ακροατή), εάν δεν είχε επέλθει ο απίστευτος αυτός κορεσμός με τις αναβιώσεις, σήμα κατατεθέν της εξέλιξης του indie από την έλευση του νέου millenium και έπειτα.

Όσο λοιπόν το indie παραμένει ως επί το πλείστον εγκλωβισμένο σε αδιέξοδες αναβιωτικές λογικές, σερβίροντας ξαναζεσταμένο φαγητό, τόσο το ενδιαφέρον των φίλων του σταδιακά θα μετατοπίζεται προς μουσικές (και μουσικούς) που δείχνουν τη διάθεση να αξιοποιήσουν το παρελθόν όχι ως υλικό για ανακύκλωση, αλλά ως βάση γόνιμης δόμησης καινούριων ήχων και αφετηρία χάραξης νέων δημιουργικών κατευθύνσεων. Χρειάστηκαν δεκαετίες για να επιτευχθεί, αλλά φαίνεται πως η δίψα της νέας γενιάς ακροατών για φρέσκους ήχους επιτέλους αποδεικνύεται ικανή να σπάσει τις χρόνιες προκαταλήψεις σχετικά με τα μαύρα ιδιώματα. Τώρα, λοιπόν, είναι αυτά που κερδίζουν έδαφος.

Για να δούμε, πόσοι «μαύροι» δίσκοι της χρονιάς θα χρειαστούν μέχρι να γίνει αυτό αντιληπτό σε ολόκληρο τον indie κόσμο;

* προσαρμοσμένη αναδημοσίευση από άρθρο που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο μέχρι σήμερα τεύχος του περιοδικού Sonik

{youtube}NO0_3XwBb5s{/youtube}

 

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured