Ουδέποτε υπήρξε βωβός κινηματογράφος: από την πρώτη προβολή των αδελφών Lumière, έγινε ξεκάθαρο πως η μηχανή προβολής έκανε τόσο εκκωφαντικό θόρυβο, ώστε κάποιος έπρεπε να τον καλύψει με «κάτι».
Εν συνεχεία, βρέθησαν ηθοποιοί που κοντοστέκονταν πίσω από την οθόνη, ενσαρκώνοντας τους κεντρικούς χαρακτήρες, πολλές φορές βασισμένοι σε (ανεπίσημες) διευθύνσεις και οδηγίες από σκηνοθέτες-φαντάσματα. Και, πριν πάμε στη μεγάλη (ή μικρή, αναλόγως του προϋπολογισμού) ορχήστρα, υπήρχε ο πιανίστας. Ξέρετε, δεν είναι λίγες οι καταγεγραμμένες περιπτώσεις μουσικών που έφτιαχναν το δικό τους αφήγημα πάνω από την προβαλλόμενη ταινία. Έτσι, ένας πιανίστας που βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο της ερωτικής απογοήτευσης, μπορούσε απολύτως φυσιολογικά να παίξει το πένθιμο εμβατήριο πάνω από την πολυαναμενόμενη σκηνή του γάμου του κεντρικού ζευγαριού. Δρούσε, με άλλα λόγια, εντελώς ανεξάρτητα.
Σε ό,τι αφορά το σήμερα, πάντως, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία: η indie μουσική σκηνή (ό,τι κι αν εκπροσωπεί πλέον αυτός ο όρος) χρωστάει πολλά στο σινεμά –κυρίως επειδή τη ...διέδωσε. Από το Trainspotting (1996) και το High Fidelity (2000) μέχρι (όλες) τις ταινίες του Wes Anderson, και φυσικά εκείνες του Jim Jarmusch, καλλιτέχνες αποκομμένοι από τη mainstream αγορά είδαν τις πωλήσεις τους να ανεβαίνουν, τις περιοδείες τους να επεκτείνονται, και τη δισκογραφία τους να ...εκλεπτύνεται. Οι σκηνοθέτες έδειχναν ενθουσιασμένοι. Από 'κει που έπρεπε να βρεθεί συγκεκριμένη μουσική για το συγκεκριμένο συναίσθημα που απαιτούσε η σκηνή, ξαφνικά το τραγούδι από μόνο του μπορούσε να εκφράσει το συναίσθημα και, ταυτοχρόνως, να αποτελέσει το δραματουργικό επίκεντρο αυτής.
Όχι μόνο μιας σκηνής αλλά, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, και ολόκληρης ταινίας: του 9 Songs του Michael Winterbottom (2004). Εννέα τραγούδια των Primal Scream, Franz Ferdinand, Black Rebel Motorcycle Club, Super Furry Animals, Von Bondies, Dandy Warhols, Elbow, Michael Nyman, και ενδιαμέσως ο Matt, ένας νέος μελετητής παγετώνων, ο οποίος πετάει πάνω από τα τεράστια, ήρεμα και απέραντα παγόβουνα του Νότιου Πόλου, ενώ ανακαλεί στη μνήμη του την ερωτική σχέση του με τη Lisa. Γνωρίζονται σε μια συναυλία στο Βrixton Academy του Λονδίνου. Οι εβδομάδες που περνούν, τους βρίσκουν αγκαλιά στο κρεβάτι. Μαζί, για αρκετούς μήνες, βιώνουν ένα αμοιβαίο ερωτικό πάθος, τα αναπόφευκτα στάδια του οποίου –οικεία σε όποιον έχει υπάρξει ερωτευμένος– ξεδιπλώνονται παράλληλα με τα εννέα live τραγούδια, όπως μαρτυρά και ο τίτλος της ταινίας. Και όπως οι πρωταγωνιστές κάνουν έρωτα στ’ αλήθεια (ναι, ακριβώς αυτό), έτσι και τα συναυλιακά στιγμιότυπα στάζουν αληθινό ιδρώτα.
Φυσικά, το soundtrack έγινε ανάρπαστο –αλλά μέσω της παραγωγής, και των φεστιβάλ όπου «άνοιξε» το φιλμ, οι καλλιτέχνες ήρθαν σε επαφή με ακόμα μεγαλύτερα κεφάλια. Μιλάμε, νομίζω, για το όνειρο ενός ανεξάρτητου μουσικού: μια προσφορά για δουλειά σε μια μεγάλη παραγωγή. Τα λεφτά είναι καλά και, πολλές φορές, η ελευθερία σου είναι δεδομένη. Και μεγαλουργείς. Σκεφτείτε τη συνεργασία του Clint Mansell με τον Darren Aronofsky, την εκπληκτική δουλειά των Air στο Αυτόχειρες Παρθένοι της Sofia Coppola (1999) το παράξενο soundtrack που συνέθεσε ο Win Butler των Arcade Fire για το Κουτί του Richard Kelly (2009) και τον αλλόκοτο βόμβο που συνόδευε το Under The Skin του Jonathan Glazer (2013) και φέρει την υπογραφή του Mica Levi.
Τα πιο χτυπητά παραδείγματα τα άφησα για το τέλος: ο Trent Reznor κέρδισε Όσκαρ το 2011 για τη δουλειά του στο The Social Network του David Fincher. Και ο Jonny Greenwood των Radiohead ανέλαβε δύο από τις πιο σημαντικές αμερικάνικες ταινίες του αιώνα που διανύουμε, και οι δυο σε σκηνοθεσία του Paul Thomas Anderson –Θα Χυθεί Αίμα (2007) και The Master (2012). Δύο μουσικοί που είδαν τις «μετοχές» τους να ανεβαίνουν δραματικά από τότε που ασχολήθηκαν με την κινηματογραφική σύνθεση και το αποζητούν. Λογικό· δεν θα βρίσκονται στη σκηνή για πάντα. Κάπως θα πρέπει να συντηρηθούν μετά. Και ας μη γελιόμαστε, όσο υπάρχει ανεξάρτητο σινεμά, τόσο υπάρχει και ανεξάρτητη μουσική. Τα πράγματα δεν είναι ιδιαιτέρως αισιόδοξα, είναι όμως αυταπόδεικτα.
Το σινεμά δεν διαφυλάσσει απλώς τις καριέρες των ανεξάρτητων μουσικών· σε πολλές περιπτώσεις μπορεί και να τις σώσει από τον θάνατο. Όπως –σχεδόν– συνέβη με τον Sixto Rodriguez, ο οποίος έγινε διάσημος τέσσερις δεκαετίες μετά τη δισκογραφική του παρουσία, χάρη στην ταινία που τον «ανακάλυψε». Προσέξτε στόρι: στο τέλος της δεκαετίας του 1960, δύο σημαντικοί παραγωγοί ανακαλύπτουν έναν άγνωστο μουσικό σε ένα μπαρ του Ντιτρόιτ. Εντυπωσιασμένοι από τις συγκινητικές μελωδίες και τους προφητικούς στίχους του, ηχογραφούν μαζί του ένα άλμπουμ, το οποίο πιστεύουν ότι θα τον κάνει τον μεγαλύτερο καλλιτέχνη της εποχής του. Όμως το άλμπουμ αποτυγχάνει παταγωδώς εμπορικά, ο καλλιτέχνης μένει στην αφάνεια, ενώ γεννιούνται φήμες για δήθεν αυτοκτονία του επί σκηνής.
Παρόλα αυτά, μια πειρατική ηχογράφηση του άλμπουμ φτάνει από την Αμερική στη Νότια Αφρική, όπου γνωρίζει εκπληκτική επιτυχία, κάνοντας εκεί τον μουσικό αυτόν πιο διάσημο από τους Rolling Stones και τον Elvis Presley. Δεκαετίες αργότερα, δύο Νοτιοαφρικανοί θαυμαστές του αποφασίζουν να αναζητήσουν τον ήρωα που έχει αλλάξει το μουσικό τοπίο της χώρας τους. Ο Rodriguez είναι πλέον ένα θρυλικό όνομα όχι μόνο εκεί, αλλά και παντού στο κόσμο –όπου δηλαδή υπάρχουν φανατικοί μουσικόφιλοι. Και η έρευνά τους οδηγεί στην πιο απίστευτη ιστορία που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Γιατί ο Rodriguez δεν είχε αυτοκτονήσει αλλά ζούσε, αθόρυβα, από πόλη σε πόλη, δουλεύοντας εδώ κι εκεί, δίχως να έχει ιδέα για την αναγνώριση της τέχνης του, 40 χρόνια μετά.
Κι αν το σινεμά μπορεί να ανασταίνει καριέρες, αλλά και μουσικούς, τότε, βάσει της αιωνιότητάς του, κάτι έχουμε διαφυλάξει.
* προσαρμοσμένη αναδημοσίευση από άρθρο που δημοσιεύτηκε στο τελευταίο μέχρι σήμερα τεύχος του περιοδικού Sonik
{youtube}E90_aL870ao{/youtube}