Ο Jim Morrison μας κλείνει το μάτι κρεμασμένος στους τοίχους κάποιου εφηβικού δωματίου, τα παλιά μας βινύλια ξεσκονίζονται και το “Light My Fire” με το “Roadhouse Blues” συναντούν μια νέα γενιά, με διαφορετικά ακούσματα: μια εντυπωσιακή καινούργια συλλογή, μαζί με την επανακυκλοφορία όλης σχεδόν της δισκογραφίας των Doors, φέρνει και πάλι στην επικαιρότητα ένα από τα πιο διάσημα και συζητημένα ονόματα του rock παρελθόντος. Πόσο μεγάλο συγκρότημα ήταν όμως στην πραγματικότητα οι Doors;
<br<Ο μύθος θέλει τους Doors να περπατήσανε μαζί με τους Beatles, τους Pink Floyd, τους Led Zeppelin και τους Rolling Stones. Τους θέλει θεούς, στο όνομα των οποίων οι παλιοροκάδες είναι έτοιμοι να στραβοκοιτάξουν και να μπινελικώσουν όποιον κάνει περίεργους μορφασμούς στο άκουσμα του ονόματός τους, ή όποιον χαμογελάει αχνά σε συζητήσεις για το μεγαλείο του Jim Morrison. Έτσι εξηγείται το παγκόσμιο σούσουρο το οποίο προκλήθηκε με την ανακοίνωση της κυκλοφορίας του The Very Best Of, μιας νέας συλλογής που μαζεύει σε δύο cd την αφρόκρεμα της παραγωγής τους, περιέχει νέα, ως τώρα αχρησιμοποίητα, ηχητικά στοιχεία και συνοδεύεται από ένα DVD με ζωντανές τους εμφανίσεις. Κοντά δε στην τελευταία επανεκδόθηκαν και τα έξι στούντιο album που έκαναν οι Doors με τον Morrison στα φωνητικά, ψηφιακά επεξεργασμένα και επαυξημένα με bonus tracks. Μήπως όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντα έτσι και ήταν ο θάνατος του Jim Morrison που έκανε τους Doors μεγάλο συγκρότημα - και όχι η πραγματική καλλιτεχνική τους προσφορά; Μια ματιά στη δισκογραφία τους και στην προσωπικότητα του frontman τους οδηγεί αναπόφευκτα προς τέτοια συμπεράσματα.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΩΝ DOORS ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗ ΔΙΣΚΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥΣ
Όταν στα 1967 κυκλοφόρησε το The Doors, το ντεμπούτο album του Morrison και της παρέας του, δημιουργήθηκε ένας δικαιολογημένα μεγάλος ντόρος γύρω από το όνομά τους. Ήταν μια δουλειά κινούμενη με το δικό της ιδιαίτερο ύφος στο κυρίαρχο ψυχεδελικό rock κλίμα της εποχής, την οποία υπερασπιζόταν ερμηνευτικά ένας τραγουδιστής με διαχρονική -όπως αποδείχθηκε- φυσική ομορφιά, που έμελλε να κάνει πολλές εφηβικές καρδιές να πάλλονται από πρωτόγνωρο ενθουσιασμό. Συνάμα οι Doors έδειχναν γνήσιοι αντικομφορμιστές και επαναστάτες, κάτι που τους καθιστούσε και συμπαθείς πέρα από ταλαντούχους. Φαίνονταν πραγματικά ως το next big thing: δεν μπορούσες παρά να περιμένεις ακόμα μεγαλύτερα πράγματα εκ μέρους τους.
Δυστυχώς, όμως, για αυτούς το The Doors αποδείχθηκε ως το καλύτερο album που έκαναν ποτέ. Ποτέ δεν το ξεπέρασαν, ποτέ δεν παρέδωσαν τα όσα υποσχέθηκαν σε αυτό, ποτέ δεν κατόρθωσαν να κάνουν έναν μεγάλο, αριστουργηματικό δίσκο που θα τους έμπαζε στα rock σαλόνια. Δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι θαυμαστές τους στην Ελλάδα βασίζουν την εκτίμησή τους για αυτούς στο γνωστό best of με τον Morrison ημίγυμνο στο εξώφυλλο να ανοίγει τα χέρια του. Τα πραγματικά μεγάλα συγκροτήματα όμως δεν χωράνε σε συλλογές. Ακούγοντας το συγκεκριμένο Best Of εντυπωσιάζεσαι -οι Doors έχουν πράγματι κάμποσες τραγουδάρες στο ενεργητικό τους (δες box 3). Ακούγοντας όμως την υπόλοιπη δισκογραφία τους μετά το The Doors, συνειδητοποιείς ότι πολύ συχνά οι τραγουδάρες αυτές ήταν τα μόνα λαμπερά αστέρια σε σύνολα που κατά τα άλλα ήταν φλύαρα και απελπιστικά βαρετά (δες box 1). Μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση ήταν ας πούμε το δεύτερο album τους, το Strange Days (1967): χωρίς το “People Are Strange” θα ήταν απλά μια μετριότατη δουλειά. Το Waiting For The Sun (1968) ήταν κάπως πιο συμπαθητικό (έστω και αν το πιο διάσημο τραγούδι του, το “Hello I Love You”, χρωστούσε τη γοητεία του σε μια μελωδία ξεδιάντροπα κλεμμένη από τους Kinks), η μεγαλοπρεπής όμως πατάτα του Soft Parade (1969) απέδειξε περίτρανα πόσο χαμηλά βρίσκονταν τα καλλιτεχνικά όρια των Doors. Το Morrison Hotel (1970) ήταν άλλη μια χαρακτηριστική περίπτωση album βασισμένου σε μία μοναχική κομματάρα (το “Roadhouse Blues”), ενώ το L.A. Woman (1971) τους βρήκε να κάνουν μια πετυχημένη blues rock στροφή αφού ήταν πια πολύ αργά: ο Jim Morrison πέθανε λίγο μετά την κυκλοφορία του. Οι εναπομείναντες Ray Manzarek, Robby Krieger και John Densmore αποφασίσανε παρόλα αυτά να συνεχίσουν -και το έκαναν για λίγο, γενόμενοι μια FM rock μπάντα, η οποία κυκλοφορούσε χαζοχαρούμενους και καταγέλαστους δίσκους σαν το Other Voices (1971) και το Full Circle (1972). Έκαναν δε και μια τελευταία δουλειά το 1978, το An American Prayer, ντύνοντας με μουσική απαγγελίες του Morrison σε δική του ποίηση -μια υπόθεση απευθυνόμενη στους πολύ φίλους τους.
Ήδη πριν τον θάνατο του Morrison ήταν κάμποσοι όσοι μιλούσαν ανοιχτά για την παραπάνω εικόνα της δισκογραφίας των Doors, προειδοποιώντας για το ότι η επιτυχία τους δεν αρκούσε για να τους βάλει στο ίδιο τσουβάλι με τους Led Zeppelin (με τους οποίους σήμερα συγκαταλέγονται). Ο μεγάλος rock κριτικός Lester Bangs δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό της νεολαίας μαζί τους, ο Jerry Hopkins του Rolling Stone αποκάλυψε ότι τα «αυθόρμητα» ζωντανά σόου τους δεν ήταν στην πραγματικότητα και τόσο αυθόρμητα, ενώ η Lilian Roxon -συγγραφέας μιας πολυσυζητημένης τότε rock εγκυκλοπαίδειας- τους κατηγόρησε ανοιχτά ότι πολλά από τα όσα έκαναν γίνονταν απλώς και μόνο για τα φράγκα. Όλα αυτά όμως βολικά ξεχάστηκαν μετά τον θάνατο του Morrison. Έκτοτε έγινε ταμπού να μιλάς για τέτοια πράγματα και ξεκίνησαν οι ατέλειωτοι λιβανισμοί. Σε αυτό το παιχνίδι μπήκε και το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής rock δισκογραφίας μετά τη μεταπολίτευση, καθιστώντας τους Doors rock σύμβολα και στην Ελλάδα. Ορίστε ένα χαρακτηριστικό δείγμα γραφής, από τον Νίκο Κοντογούρη του Ποπ + Ροκ: «Όσο εμβαθύνει κανείς στη μουσική των Doors και όσο αναλύει τους στίχους του Morrison, τόσο βιώνει έναν ασυνήθιστο και απολαυστικά τρομερό εφιάλτη». Λαμπρή εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα υπήρξε ο Νίκος Μποζινάκης, που έβαλε πολλά πράγματα στη θέση τους με ένα εξαιρετικό του άρθρο στο πρώτο τεύχος του ιστορικού Zoo.
O JIM MORRISON ΩΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΣΥΜΒΟΛΟ
Καλώς ή κακώς, οι Doors ήταν ο Jim Morrison. Σπουδαίος ερμηνευτής δεν ήταν, αλλά το μειλίχιο, γαλήνιο, στιλ ερμηνείας του αποδείχθηκε αφάνταστα λειτουργικό σε κάποια τραγούδια, ενώ η ομορφιά και τα καμώματά του έδωσαν στους Doors μια ώθηση την οποία διαφορετικά είναι αμφίβολο αν θα είχαν. Όσο καλοί οργανοπαίχτες και αν ήταν οι υπόλοιποι τρεις της παρέας (ο Manzarek ειδικά ήταν πράγματι ένας δεινός δεξιοτέχνης), τους έλειπε αυτός ο μαγνητισμός. Ο Jim Morrison έμεινε στην ιστορία ως μια ασυμβίβαστη rock προσωπικότητα, ως ένας βαθιά ρομαντικός αντι-υλιστής, ως ένας σκοτεινός, καταραμένος ποιητής που εξέφρασε όσο κανείς άλλος την εφηβική έξαρση απέναντι στον κόσμο, ως ένας άνθρωπος ευρισκόμενος σε διάθεση μόνιμης σχεδόν εξέγερσης, έτοιμος να αμφισβητήσει και να γκρεμίσει κάθε είδους όριο. Όλα αυτά είναι πολύ διαδεδομένα πράγματα, τα περισσότερα όμως απέχουν μίλια από την αλήθεια. Τα έφτιαξαν σε κρίσεις υστερικού συναισθηματισμού οι ορκισμένοι οπαδοί των Doors (και κυρίως οι γυναίκες οπαδοί τους, μια σημαντική διάσταση στο όλο θέμα) και, καθώς η μουσική βιομηχανία τα βρήκε βολικά και κερδοφόρα, φρόντισε να διαδοθούν και να αναπαραχθούν σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Πίσω από όλα αυτά κρύβεται μια πολύ διαφορετική εικόνα. Έχει ας πούμε χαθεί από το προσκήνιο η εικόνα του Jim Morrison με τη φανταχτερή του Πόρσε και τα πανάκριβα δερμάτινα, ενώ όλοι θυμούνται το νεανικό του look, ξεχνώντας εντελώς τον Morrison της μετά-Soft Parade εποχής - εκείνον τον γενειοφόρο δούλο του αλκοόλ και των ψυχεδελικών ναρκωτικών, που έκανε και έλεγε ένα πλήθος ανοησίες, στο όνομα της ελευθερίας και του «εκφράζομαι» (δες box 2).
Όσο δε για τους περίφημους στίχους των Doors, τους οποίους υπόγραφε κυρίως ο Morrison, δεν ήταν παρά βασισμένοι σε απλοϊκότητες, ευκολίες και ακατάληπτα σλόγκαν. Ορίστε τρία χαρακτηριστικά δείγματα:
• «before I sink into the big sleep/I want to hear the scream of the butterfly» (“When The Music’s Over”)
• «realms of bliss, realms of light/some are born to sweet delight, some are born to endless night» (“End Of The Night”)
• «Do you often stop and whisper in Saturday’s shore?/The whole world’s a savior, who could ever ask for more?» (“Shaman’s Blues”)
Το να αποκαλέσει κανείς ποίηση τέτοια πράγματα, τοποθετώντας τα ας πούμε δίπλα στους στίχους π.χ. του Leonard Cohen, αποτελεί τη μεγαλύτερη απόδειξη για την απουσία κατανόησης της ποίησης. Aκόμα και το “The End”, που έχει χαιρετιστεί ως η κορυφαία στιχουργική τους στιγμή, καταρρέει από ένα σημείο και έπειτα σε ακατάληπτα και ασυνάρτητα κολλάζ-προϊόντα της χρήσης LSD, κορυφωνόμενο σε μια εξαιρετικά υπερεκτιμημένη αναφορά στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή.
Αυτοί ήταν οι Doors στις πραγματικές τους διαστάσεις. Ασφαλώς και έχουν βγάλει τραγούδια στα οποία οφείλει να θητεύσει όποιος πιστεύει ότι τον ενδιαφέρει στα σοβαρά το rock ‘n’ roll, δεν ήταν όμως ούτε θεοί, ούτε μεγάλοι. Ήταν ένα συγκρότημα με το οποίο ξεμπερδεύει κανείς αποκτώντας μια καλή συλλογή, με έναν τραγουδιστή-σύμβολο του σεξ, που αναγορεύτηκε σε θρύλο μόνο και μόνο επειδή πέθανε στο απόγειο της δημοτικότητάς του. Το The Very Best Of δίνει την ευκαιρία σε μία νέα γενιά να γνωρίσει τους Doors και τον Jim Morrison με τα δικά της τεχνολογικά δεδομένα (σύγχρονο ψηφιακό ήχο, DVD κτλ.). Ό,τι όμως και να ακούσετε να λένε εκεί έξω, να είστε σίγουροι πως μια τέτοια γνωριμία φτάνει και περισσεύει…
(αναδημοσίευση από το περιοδικό SONIK)
ΤΑ ALBUMS ΤΩΝ DOORS ΜΕ ΑΣΤΕΡΑΚΙΑ
THE DOORS (1967) ***+
STRANGE DAYS (1967) **+
WAITING FOR THE SUN (1968) ***
THE SOFT PARADE (1969) *+
MORRISON HOTEL (1970) **+
L.A. WOMAN (1971) ***
OTHER VOICES (1971) *+
FULL CIRCLE (1972) *
AN AMERICAN PRAYER (1978) ***
ΠΕΝΤΕ ΕΚΤΡΟΧΙΑΣΜΟΙ ΤΟΥ MORRISON
• Ισχυρίστηκε ότι τον είχε καταλάβει το πνεύμα ενός Ινδιάνου.
• Αυτοανακυρήχθηκε σε Μεσσία και υποστήριξε ότι ο rock τραγουδιστής είχε την ικανότητα να απελευθερώνει τα πλήθη από τα κάθε είδους ταμπού τους.
• Στα 1969, μεθυσμένος, διακήρυξε πομπωδώς τον «θάνατο του rock».
• Έλεγε πως στόχος του ήταν να φτάσει στις «αποκαθαρμένες πύλες της ενόρασης», γλιστρώντας επικίνδυνα προς τη new age χαύνωση.
• Επλασε την ανεκδιήγητη περσόνα του Βασιλιά Σαύρα, την οποία έντυσε με έναν σωρό από αμπελοφιλοσοφίες, που λατρεύτηκαν στη συνέχεια από τους αφελείς ως μυστηριακά, κρυπτικά μηνύματα μιας ανώτερης συνείδησης.
ΔΕΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΩΝ DOORS ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΡΕΤΕ
Roadhouse Blues
Light My Fire
Not To Touch The Earth
Break On Through (To The Other Side)
People Are Strange
Spanish Caravan
Summer’s Almost Gone
Riders On The Storm
The End
Been Down So Long