Beirut, A Hawk Αnd Α Hacksaw, DeVotchKa: μέσα σε ένα δυτικοκρατούμενο μουσικό περιβάλλον, προβάλλουν τη διαφορετικότητα τους, όχι απλά ως μια ηχητική τουριστική καρτ ποστάλ, αλλά σαν μια πολιτιστική γέφυρα για τον κόσμο που συνεχίζει να γοητεύεται από τη βαλκανική μουσική παράδοση. Οι δύο πρώτοι θα εμφανιστούν στο Γήπεδο Baseball των Ολυμπιακών Ακινήτων την Τρίτη 11 Ιουλίου, στα πλαίσια του Gagarin Open Air Festival, μαζί με τους Calexico και τη Sophie Solomon...
Η πόλη του Αλμπουκέρκι δεν απέχει, όπως πιστεύουν όλοι, 17.000 μίλια από το Βελιγράδι. Στην πραγματικότητα, η πόλη της πολιτείας του Νέο Μεξικό βρίσκεται δίπλα στην πρωτεύουσα της Σερβίας, σε εξίσου κοντινή απόσταση με το Βουκουρέστι και πλησίον της πόλης του Μοναστηρίου, στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Γιατί δυο από τα διασημότερα μουσικά τέκνα της εν λόγω πόλης, που βρίσκεται στριμωγμένη ανάμεσα στα βόρεια μεξικάνικα σύνορα και τη Σάντα Φε, φροντίζουν επιμελώς το τελευταίο έτος να κάνουν πράξη μια fusion μουσική αποτελούμενη από μεξικάνικα mariachi, βαλκανικά χάλκινα πνευστά, τσιγγάνικες λιτανείες και ανατολίτικους αμανέδες. Το Αλμπουκέρκι βγάζει τυχοδιώκτες, μύστες της περιπλάνησης και θιασώτες της μιας και μόνης παγκόσμιας κοινής γλώσσας, της μουσικής. Τόσο ο Zach Condon (a.k.a Beirut), όσο και ο Jeremy Barnes (εις εκ των δυο A Hawk and a Hacksaw) δηλώνουν απερίφραστα την αγάπη τους για τη βαλκανική μουσική που μας άφησαν παρακαταθήκη 500 χρόνια σκλαβιάς στους Τούρκους κι από κοινού με τους DeVotchka (υπεύθυνους για το καλύτερο περσινό κινηματογραφικό soundtrack, αυτό του indie αριστουργήματος “Little Miss Sunshine”) θεωρούνται οι κύριοι εκφραστές του «κινήματος» του gypsy-rock που μας προέκυψε εσχάτως.
Οι τυχοδιώκτες των δυο ηπείρων
Οι αντιθέσεις ανάμεσα τους πολλές: ο Condon είναι ένας 20χρονος τρομπετίστας που όχι απλά παράτησε (τρις!) το ενδεχόμενο πανεπιστημιακών σπουδών, αλλά επιπλέον δεν πήρε ποτέ το απολυτήριο λυκείου του, με σκοπό να ταξιδέψει στην Ευρώπη και να αφομοιώσει τις πάσης φύσεως μουσικές της Γηραιάς Ηπείρου. Ο Barnes, από την άλλη, είναι ο πρώην ντράμερ ενός από τα πιο cult αμερικανικά συγκροτήματα της δεκαετίας του ’90 (των υπέροχα ετερόφωτων Neutral Milk Hotel), που παράτησε τη μουσική του καριέρα για μια δεύτερη ως… ταχυδρόμος στο Λέστερ της Αγγλίας και για μια ενδελεχή περιήγησή του στις μουσικές του κόσμου, παριστάνοντας τεχνηέντως τον… Borat και περνώντας ένα μήνα σε ένα απομονωμένο ρουμανικό χωριό, χωρίς οδικό δίκτυο και αυτοκίνητα, γράφοντας κι ηχογραφώντας με μια τοπική μπάντα. Και οι DeVotchKa (λέξη που σημαίνει «κορίτσι» στη διάλεκτο του «Κουρδιστού Πορτοκαλιού» του Anthony Burgess), με τη σειρά τους, είναι ένα κουαρτέτο από το Ντένβερ αποτελούμενο από τρεις αμερικανούς κι έναν συμπατριώτη τους, βαλκανικοϊταλικής καταγωγής, τον Nick Urata (ο τόνος στην παραλήγουσα).
Τα κοινά τους σημεία όμως είναι περισσότερα: από τις ηχογραφήσεις τους απουσιάζουν επιδεικτικά συμβατικά δυτικότροπα όργανα, όπως π.χ. η ηλεκτρική κιθάρα, που τόσο για τον Barnes, όσο και για τον Condon αποτελεί ηχητικό ανάθεμα. Αντίθετα, όλοι τους επιλέγουν να επεκτείνουν τις δυνατότητες λιγότερο διαδεδομένων μουσικών οργάνων (όπως λόγου χάρη τσέλο, ακορντεόν, βιολιού, μαντολίνου, ουκελέλε, λαούτου, ζουρνά, όλων των χάλκινων πνευστών που μπορείτε να φανταστείτε καθώς και άγνωστων στο μέσο δυτικό αυτί οργάνων όπως το ζιλ, ένα είδος τούρκικου κύμβαλου και ενός είδους ανατολίτικης τρομπέτας, το «μπόρου») φτάνοντας τες στα άκρα. Κι όπως ισχυρίζεται χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Condon «όταν έχεις μπροστά σου ένα καινούριο μουσικό όργανο, όλα σου μοιάζουν τόσο συναρπαστικά. Έχεις τόσο χώρο να πειραματιστείς μαζί του, απαλλαγμένος από περιορισμούς και όρια». Οι δυο τους μοιράζονται επίσης μια αγάπη για τους κάθε λογής μουσικούς απόκληρους του κόσμου αυτού, από τους νομάδες της Σαχάρας μέχρι τους αυτοσχέδιους οργανοπαίχτες των βαλς που ζητιανεύουν κάτω από τις γέφυρες του Σηκουάνα και τα παρισινά μπουλβάρ, από τις μπάντες των σέρβικων δήμων, μέχρι τα βαλκανικά ρέκβιεμ και τα ηπειρωτικά πεντατονικά μοιρολόγια, κι από τις βουβές ταινίες του Μεσοπολέμου μέχρι τα τσιγγάνικα πανηγύρια που αναζητούνε μόνιμη στέγη εδώ και οκτώ αιώνες. Κάτι διόλου παράξενο, αν αναλογιστούμε τις προσωπικές ιστορίες αμφοτέρων…
Νέο Μεξικό-Παρίσι-Νέα Υόρκη, διαμέσου «Βηρυτού»
Μη σας ξεγελάει αυτή η μπάσα, μεστή φωνή. Κουβαλάει επάνω της μόλις 20 χρόνια ζωής. Θυμάστε τι κάνατε εσείς στα 20 σας χρόνια; Γιατί η εξιστόρηση της πορείας του Condon μπορεί να τραυματίσει τον ψυχισμό σας –όπως έκανε και με μένα. Από την jazz δισκοθήκη του πατέρα του και τις σπουδές τρομπέτας που έλαβε όντας έφηβος, το ανήσυχο πνεύμα του μικρού Ζαχαρία βρήκε εντέλει στα 18 του χρόνια «την τέλεια δικαιολογία για να παρατήσει το σχολείο και να φύγει από το Αλμπουκέρκι»: επηρεασμένος από τις μουσικές του Boban Markovic, των Taraf de Haïdouks και του Goran Bregovic (όπως τις άκουσε στις all-time αγαπημένες του ταινίες “Underground” και «Ο Καιρός των Τσιγγάνων»), ξόδεψε όλες του τις οικονομίες ταξιδεύοντας αρχικά στο Άμστερνταμ και μένοντας στη μικρή γκαρσονιέρα του ξαδέλφου του, όπου κατά τύχη διέμενε επίσης κι ένας σέρβος ζωγράφος που ξυπνούσε και κοιμόταν με τον ήχο των χάλκινων πνευστών στα αυτιά του. Η σπίθα στο μυαλό του Condon άναψε ακριβώς εκείνη τη στιγμή, αλλά η φωτιά «αναζωπυρώθηκε» όταν κατόπιν μετακόμισε για λίγους μήνες στο Παρίσι. Εκεί βρήκε μια τοπική μπάντα που έπαιζε τσιγγάνικες μουσικές, ενσωματώθηκε στο σχήμα τους συνεισφέροντας την τρομπέτα του και περιόδευσε μαζί τους στην Πράγα και τη Μόσχα για μια σειρά συναυλιών. Στην ερώτηση κατά πόσο μπορεί κάποιος να παίζει αυθεντική βαλκανική μουσική έχοντας φτάσει μόνο μέχρι την Πράγα, ο Zach απαντάει «αυτό ακριβώς ήθελα να πετύχω: να καταφέρω να ηχογραφήσω κάτι όχι ως πραγματικότητα, αλλά ως φαντασίωση. Η φαντασία μου με βοηθάει πολύ περισσότερο από την ίδια τη γνώση στο να συνθέσω κάτι». Μετά τη σύντομη αυτή περιήγησή του στην Ευρώπη, ο νεαρός μουσικός έπιασε ένα διαμέρισμα στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης («όχι μόνο επειδή το εν λόγω μέρος αποτελεί τον τόπο διαμονής όλων των μειονοτήτων και των μεταναστών, αλλά κι επειδή είναι όσο πιο κοντά θα μπορούσα να φτάσω προς την Ευρώπη») και ηχογράφησε το album Gulag Orkestar, που με συνοπτικές και δισκογραφικώς «guerilla» διαδικασίες (βλέπε myspace) έφτασε να μονοπωλεί το ενδιαφέρον σεβαστών μουσικών μέσων, από το Pitchforkmedia.com μέχρι τις μουσικές στήλες της εφημερίδας “Observer” –όχι πάντα χωρίς αντιδράσεις: «θυμάμαι μια μέρα που ηχογραφούσα στο δωμάτιό μου, ξύπνησα τον αδελφό μου, ο οποίος ήρθε μαινόμενος και μου είπε “τι σκατά είναι αυτά που τραγουδάς; Ακούγεσαι σαν χήρα που μοιρολογάει τον άντρα της!” Του απάντησα “ ακριβώς αυτό θέλω να κάνω για το υπόλοιπο άλμπουμ!”».
Νομάδας έμαθα να ζω…
«Είναι ειρωνικό, ειλικρινά: βγήκαν κάποιοι και με κατηγόρησαν ότι υιοθέτησα τις μουσικές μιας άλλης κουλτούρας, χωρίς πρώτα να τις έχω ζήσει, αλλά όλοι αυτοί ξεχνάνε να κάνουν την ίδια κριτική σε ένα σέρβικο ή βαλκανικό συγκρότημα που θα δοκιμάσει να παίξει rap ή hip hop. Δεν είναι οξύμωρο;», αναρωτιέται δικαίως ο Condon και πετάει το μπαλάκι στον καλό του φίλο και μουσικό συνοδοιπόρο Jeremy Barnes που δείχνει να συμφωνεί μαζί του στην άποψη ότι «η μουσική είναι μία και υπερβαίνει έθνη και τοπικές κουλτούρες». Μετά τη διάλυση των Neutral Milk Hotel, ο Barnes έπιασε δουλειά ως ταχυδρόμος στο Λέστερ των αγγλικών Μίντλαντς («επειδή μου άρεσε η στολή», όπως παραδέχθηκε σε μια συνέντευξή του χαμογελώντας πίσω από το τεράστιο porn αλά-John Holmes μουστάκι του), ενώ παράλληλα εργαζόταν εθελοντικά σε ένα καταφύγιο μεταναστών από τη Μέση Ανατολή και την Τουρκία, οι οποίοι και του μετέδωσαν το μικρόβιο της ανατολικότροπης μουσικής. Τσιγγάνος στη ψυχή και νομάδας στην καρδιά, ο Barnes μέσα σε ένα χρόνο κάνει τη διαδρομή Λέστερ-Πράγα-Αλμπουκέρκι-Λονδίνο άπειρες φορές, γνωρίζει την εβραία βιολινίστρια Heather Trost και αφοσιώνεται στο επόμενο project του: ένα σχήμα ονόματι A Hawk and a Hacksaw, που θα ηχογραφήσει μαζί με βαλκάνιους μουσικούς. Με το τηλέφωνο του Henry Ernst, μάνατζερ των Fanfare Ciocarlia (των τσιγγάνων μουσικών που είχαν κερδίσει την προηγούμενη χρονιά το βραβείο του «Καλύτερου Ευρωπαϊκού Συγκροτήματος» από το BBC Radio 3 World Music Awards) στο τσεπάκι του, φτάνει πριν ακριβώς ένα χρόνο, τον Απρίλιο του 2006, στο Βουκουρέστι. Την επόμενη μέρα, ξεκινάνε οδικώς για ένα ταξίδι διάρκειας δέκα ωρών σε ένα απομονωμένο χωριό της Ρουμανίας, κοντά στα σύνορα με τη Μολδαβία, το Zece Prajini. Εκεί, μέσα σε ένα άκρως Borat-ικό σκηνικό, ο Barnes στήνει ένα υποτυπώδες στούντιο και για 20 μέρες ηχογραφεί εαυτόν μαζί με τους roma μουσικούς. Το αποτέλεσμα, τόσο νομαδικό σε περιεχόμενο και ήχο, όσο και ο δημιουργός του, κυκλοφόρησε πριν λίγους μήνες με τον τίτλο The Way The Wind Blows και είναι ένα ακόμη πιο σύνθετο ταξίδι στη μουσική των Βαλκανίων, διαμέσου των κλασικών έργων των Τσέχων μουσουργών Antonin Dvorak, Bedrich Smetana και του Ούγγρου Bela Bartok.
Οι περιφερειακές δυνάμεις
Όσοι διαθέτουν στη δισκοθήκη τους τα Peel Sessions των Ukrainians μπορούν να αισθάνονται περήφανοι, αφού σε αυτούς καταλογίζεται η πρώτη προσπάθεια εγκόλπωσης βαλκανικής κουλτούρας σε δυτικές φόρμες. Τη σκυτάλη πήραν εσχάτως οι Gogol Bordello (ο τραγουδιστής των οποίων, Eugene Hütz, κατάγεται επίσης από το Κίεβο), οι εβραιοκρατούμενοι Black Ox Orkestar από το Μόντρεαλ και φυσικά οι DeVotchΚa. Κανείς από αυτούς όμως δεν τυγχάνει του σεβασμού εκ μέρους του Condon, γιατί «για τους μεν Gogol Bordello η μισή τους φήμη έγκειται στα τρελά φορέματα με τα οποία εμφανίζεται ο τραγουδιστής τους, ενώ οι DeVotchΚa είναι απλά μια τουριστική ατραξιόν, η μουσική των οποίων έρχεται, θαρρείς, από λάθος μέρος».
Ναι μεν, αλλά…
Το να διεκδικείς δάφνες αυθεντικότητας ή, ακόμη περισσότερο, bona fide πρωτοτυπίας, ίσως τελικά να μην αρμόζει στη συγκεκριμένη περίπτωση κι ο κίνδυνος να χαρακτηριστείς από μουσικά αναξιόπιστος έως και τραγικά γραφικός, ελλοχεύει παντού. Γιατί ως αναπόσπαστο κομμάτι του «διαφορετικού», «ethnic» ήχου, η εν λόγω μουσική είναι απολύτως προβλέψιμο να προσελκύσει τα περίεργα ώτα όλων όσοι αρέσκονται σε fusion μουσικά πειράματα, με την ίδια ευκολία που ένας κινέζος τουρίστας όταν έρθει στην Αθήνα, το πρώτο πράγμα που θα κάνει θα είναι να επισκεφτεί την Πλάκα και το Μοναστηράκι.
Ο Άρης Καραμπεάζης σε μια κριτική του είχε εύστοχα (αλλά λέγοντας μόνο τη μισή αλήθεια) υπονοήσει ότι ένα μουσικό προϊόν, άπαξ και αποκοπεί από το φυσικό τόπο δημιουργίας του, χάνει αυτοστιγμεί τη δυναμική του –πόσο μάλλον στα αυτιά κάποιου που δεν άκουσε πρώτη φορά ηπειρωτικά μοιρολόγια από τους Beirut, αλλά σε ένα χωριό έξω από την Πωγωνιανή των Ιωαννίνων. Αλλά, από την άλλη, με το σκεπτικό αυτό, αποκόβεις και το δυνητικό σου ακροατή (που δεν βρέθηκε ούτε πρόκειται να βρεθεί ποτέ του σε ένα αυθεντικό πανηγύρι στο Πωγώνι) από την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τη μουσική αυτή κουλτούρα και να τον κάνεις κοινωνό της –δίνοντας του κατ’ επέκταση την ευκαιρία μελλοντικά να επισκεφτεί τον original τόπο δημιουργίας των κομματιών αυτών. Η μουσική δημιουργία είναι άρρηκτο κομμάτι μιας βιωματικής σύλληψης της πραγματικότητας γύρω μας, ανεξάρτητα από εάν η πραγματικότητα αυτή αποτελεί τουριστική ή όχι αναζήτηση που απλά φετιχοποιεί το δικαίωμα στη διαφορετικότητα και την ξενικότητα.
Culture Clash
«Ένας από τους λόγους που ονόμασα το συγκρότημα Beirut είναι επειδή φέρνει στο νου μια πόλη που έχει δει πολλές ένοπλες συγκρούσεις στην ιστορία της. Η γεωπολιτική της θέση είναι τόσο σημαντική και η σύγκρουση είναι ένα αναπόσπαστο στοιχείο της ύπαρξης της», ισχυρίζεται ο Condon, που μαζί με τον Barnes έχουν αναλάβει να γίνουν οι διαμεσολαβητές ανάμεσα σε δυο τόσο διαφορετικές κουλτούρες, την «παλιά» ανατολική και τη «νέα» δυτική. Τα σχέδια του νεαρού Zach στο μέλλον περιλαμβάνουν ένα μενού εντελώς διαφορετικό από το μέχρι πρότινος αγαπημένο του: «τελευταία με συναρπάζει η πορτογαλική μουσική και η βραζιλιάνικη tropicália, οι μουσικές του Caetano Veloso και τα fado. Προβλέπω ότι το επόμενο μου album θα περιστρέφεται γύρω από αυτά τα είδη». Κάποιος πρέπει όμως να τον προειδοποιήσει ότι στην περίπτωση αυτή, το έργο του θα είναι κομματάκι πιο δύσκολο, καθότι πουθενά στον κόσμο δεν υπάρχει μια παροιμία που να πρεσβεύει «εδώ είναι φαβέλα, δεν είναι παίξε γέλασε»…
Για περαιτέρω ακρόαση:
Beirut «Gulag Orkestar», 4AD (2006)
A Hawk And A Hacksaw «The Way The Wind Blows», Leaf Label (2006)
DeVotchKa «How It Ends», Cicero Recordings (2004).