Είναι γεγονός: η απόλυτη χαρά του μουσικογραφιά και του μουσικόφιλου (που τρέχει και στα δισκάδικα και οχι αυτού που περιμένει μόνο τα κιλομπάιτς να κατέβουν) είναι η στιγμή που βγάζει τη λίστα του για τα καλύτερα της χρονιάς. Τέτοια εποχή λοιπόν, ακριβώς ένα χρόνο πριν και ενώ οι περισσότεροι έχουν κατασταλάξει ή έστω αποφασίσει την τύχη της λίστας τους και απλά ξύνουν το κεφάλι με απορία για το αν θα βάλουν πρώτα τους Franz ή τους Interpol σκάει η κακή είδηση της “Κηδείας” από τον Καναδά. Την τελετή της κηδείας έχουν αναλάβει κάποιοι Arcade Fire. Περισσότερες σάλτσες σχετικά με τους Arcade Fire και το Funeral είναι περιττές. Το ντεμπούτο τους άναψε για τα καλά φωτιές στους γκαραζο-τινέιτζερς της χώρας των αρκούδων κι αφήσανε τα δίκανα και ψάχνουν παλιά βινύλια των Talking Heads, των Joy Division, των Pixies και των Band Of Holy Joy. Οι υπόλοιποι απλά τρέξαμε να το αγοράσουμε (από την Merge αρχικά και τη Rough Trade αργότερα που έκανε τη διανομή στην Ευρώπη). Ίσως ο δίσκος της χρονιάς.

Μετά τους ανωτέρω, τα πράγματα για τη γεννέτηρα τους αλλάζουν άρδην. Λες και έχουν πιει το μαγικό φίλτρο του Πανοραμίξ εκεί πάνω (ή μήπως είναι οι επιδοτήσεις του κράτους για νέους μουσικούς;!). Ακόμη και σε μια «τσακισμένη κοινωνική σκηνή» μπορούν να συμβούν ανέλπιστα πράγματα. Μετά από τρία άλμπουμ οι Broken Social Scene πρέπει να χαίρουν απόλυτου σεβασμού. Είναι της μόδας πλέον οι «κολλεκτίβες» και η συγκεκριμένη κάνει για ποδοσφαιρική ομάδα χωρίς τον τερματοφύλακα. Έλα όμως που δεν τρώνε γκολ με τίποτα κι ας μην έχουν και την πιο αψεγάδιαστη παραγωγή του κόσμου. Μελωδικοί αλλά κυρίως κοφτεροί και θορυβώδεις, θυμίζουν από Pavement και Dinosaur Jr. μέχρι Καλιφορνέζικη 60’ς ποπ σε μια πιο «σοφιστικέ» έκδοση. Ανακατεύουν άψογα τις μελωδικές και ενίοτε κοφτερές κιθάρες τους με samples και πλήκτρα ξεχνόντας τα χιόνια και το κρύο της πατρίδας τους. Η εξέλιξη τους από το προπέρσινο (επίσης εξαιρετικό) “You Forgot It In People” είναι παροιμιώδης. Δεν είναι και ο πιο άμμεσος δίσκος του κόσμου αλλά αν ακούσετε μια δεύτερη φορά τα “7.4 shoreline”, “Swimmers” και “Hotel” θα θα κάνετε καιρό να επανέλθετε.

Και ‘κει απάνω που πας να συνέλθεις από το σοκ των B.S.C. και ‘χεις αράξει στο Τηλέ-κάτι με μεταμεσονύκτιο μέντιουμ, σου λέει ότι «Μαύρα Βουνά θα διαβείς». Τι ήθελε να πει ο ποιητής με το λαμέ πουκάμισο; Black Mountain ήθελε να πει. Και συγκεκριμένα στο Βανκούβερ. Αν δεν έχετε ακόμα ακούσει αυτό το πρώτο ομώνυμο άλμπουμ τους, διαπράξατε το δεύτερο σοβαρό αδίκημα της χρονιάς (ένα υπάρχει σίγουρα κάθε χρόνο). Τα οχτώ κομμάτια του δίσκου δεν είναι καθόλου λίγα για ολοκληρωμένη δουλειά σε αυτή την περίπτωση. Αφήνουν έκδειλα τις επιρροές τους να φανούν, σχεδόν ξεδιάντροπα καμιά φορά, όπως στο “No satisfaction” που τι άλλο, βρωμάει Rolling Stones, Beggar Banquet εποχής με Velvet-ικές κιθάρες. Αρκετές hard-rock δόσεις (“Don’t run our hearts around”) πιστοποιούν την κλασσική τους παιδεία. Είναι όμως και παιδιά των 00’s και δεν ντρέπονται να το πουν και να αναφωνήσουν «Ζήτω η DFA» με το “No hits” που δίνει εύσημα στους Rapture αλλά και στους !!!.

Μείνετε στην ίδια εταιρία, αλλά αντικαταστήστε τους Rapture με την άλλη της ατραξιόν, τους Lcd Soundsystem, με μία αντίστοιχη Liza Kekaula (BellRays) στο μικρόφωνο, δύο κιθάρες, ένα μπάσο, drums και έχετε τους Controller.Controller. Στεγάζονται στην ανεξάρτητη Paper Bag (Broken Social Scene, Magneta Lane) και έχουν ήδη κυκλοφορήσει ένα μίνι άλμπουμ το 2004 (History) και το εξαιρετικό “X-Amounts” για το 2005. Αν ακούσετε τα “Tigers not daughters”, “Poison/Safe” ή “City of daggers” και δεν αρχίσουν τα κάτω άκρα σας να κινούνται ρυθμικά, σημαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά, τρέξτε επιγόντως να δείτε έναν ορθοπεδικό.

Μπορεί υπό συνθηκές λίστας να μη συμπεριλάμβανα το τρίτο άλμπουμ των The New Pornographers, αλλά μιας και κάνουμε μια σύντομη καναδική απογραφή του έτους αξίζουν αναφοράς. Από το πρώτο τους single (“Mass Romantic” 2002) μέχρι σήμερα γίνονται από side project των Dan Bejar (Destroyer), Carl Newman (Zumpanos) και Neco Case, το βασικό τους όχημα στη μουσική τους καριέρα. Στα σχεδόν δέκα χρόνια συνεργασίας τους κυκλοφορούν το τρίτο τους “Twin Cinema”. Power pop σπάνιας σοβαρότητας και μεστότητας (“Use it”, “Sing me Spanish techno”) που αν είχε αναλάβει να χαλιναγογήσει ο David Fridmann τότε θα έμοιαζαν με κλώνοι των Delgados ή των μεταγενέστερων Flaming Lips (“The Jessica Numbers”, “Jackie dressed in cobras”). Δεν αποφεύγουν τις κοινοτυπίες, ούτε τις αναφορές στο παρελθόν με λίγο Shangri-Las από ‘δω και λίγο Νεοϋρκόζικο new wave από ‘κει, αλλά πάντα με τη μαεστρία έμπειρων μουσικών που ξέρουν τι θέλουν και πως να το κάνουν.

Έχουν παίξει με τους Νέους Πορνογράφους, τους Hot, Hot, Heat, τους Interpol, τους Walkmen ακόμα και με τους Soledad Brothers. Φέτος κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους “Grab That Gun” και στην Ευρώπη και μας επισκέφτηκαν στο παραδόξως γεμάτο Underworld Club. Όσοι είδαν τις The Organ εκείνο το βράδυ μόνο τα καλύτερα έχουν να πουν. Οι πέντε χαριτωμένες κορασίδες μεγάλωσαν ακούγοντας όλη την αφρόκρεμα του new wave των ’80’s (Smiths, Orange Juice, Cure) και τώρα παίζουν τη δική τους εκδοχή με μπόλικες κιθαριστικές μελωδίες και πλήκτρα που δύσκολα σ’ αφήνουν να ξεκολλήσεις από πάνω τους.

Ο Καναδάς λοιπόν είναι στο μουσικό προσκήνιο. Σιγά τα ωά. Από την εποχή του Neil Young και του Paul Anka είναι στο προσκήνιο. Όμως από ‘κει που τον είχαμε συνηθίσει με Barbra (εννοείται Streisand) και Bryan Adams τώρα ξαφνικά (με εξαίρεση την Constellation-φάμπρικα των Godspeed) γίνεται επίκεντρο της pop-rock-indie κοινότητας. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν άλλες τόσες μπάντες εκεί που είτε δεν έχουν βρει το δρόμο της δισκογραφίας είτε απλά δεν τις γνωρίζουμε ακόμα, όπως όλες αυτές τις οποίες μνημονεύουμε τώρα.

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured