Η/το Americana (ή alternative country ή country rock ή folk-rock) είναι ο μουσικός χώρος που βρίσκεται σε μεγαλύτερη διέγερση τα τελευταία χρόνια. Είναι το μόνο ίσως κύμα των τελευταίων 20 μουσικών χρόνων, που έγινε είδος μουσικής και όχι μόνο επέζησε αλλά συνεχίζει να εξελίσσεται, να δημιουργεί ρεύματα και να εξαπλώνεται σα γρίπη.
Το 2005 ήταν ευλογία θεού για όσους κινούνται σ’αυτό το είδος. Σε ένα γρήγορο ξεκαθάρισμα με τις κυκλοφορίες που μπορούν να μπουν κάτω από αυτή την ταμπέλα βρήκα τουλάχιστον 30 άλμπουμ άξια να μνημονευτούν. Όμως αναμφίβολα ένα είναι αυτό που κερδίζει χαλαρά και χωρίς να ιδρώσει. Αψεγάδιαστος, με πλούσιες ενορχηστρώσεις, με περίσια άνεση και φαντασία, ο Sufjan Stevens παρέδωσε τη δεύτερη πολιτεία, το Illinois, στα χέρια μας (τα μελλοντικά του σχέδια είναι να φτιάξει άλλους 48 δίσκους, έναν για κάθε αμερικανική πολιτεία). Ένα ολοκληρωμένο concept άλμπουμ που φανερώνει από την αρχή μέχρι το τέλος, μεγαλείο ταλέντου και ωριμότητας. Ο πολυοργανίστας Stevens, αν και αργά, στον πέμπτο δίσκο, αναγνωρίζετε ως ένας από τους μεγαλύτερους μουσικούς της εποχής του. Εγώ απλά θα γεράσω για να ακούσω μέχρι και την τελευταία πολιτεία...
Μέχρι τότε όμως είναι σίγουρο ότι θα συνεχίσουμε να ακούμε για το «νέο Bob Dylan» (σαν να μη μας έφτανε ο παλιός με τις επανεκδόσεις, τα ακυκλοφόρητα και ένα σάκο κυκλοφορίες κάθε χρόνο), θα συνεχίσουμε να χρίζουμε και να στεφανώνουμε κάθε πιτσιρικά που έπιασε μια κιθάρα και έβαλε τα κλάματα. Αν πρέπει και για το 2005 κάποιος να πάρει αυτό τον τίτλο, τότε είναι ο Willy Mason που με το πρώτο του άλμπουμ είναι τόσο επιβλητικός όσο και ο Άλλος στο “Blood On The Tracks”. Ο ήχος είναι ακατέργαστος και οι στίχοι τόσο άμμεσοι που γίνονται βίωμα στον ακροατή. Το “Where The Humans Eat” δε μεμψιμοιρεί, είναι απόλυτα παλαιομοδήτικο και όχι δήθεν φρέσκο!
Μετά τον “Mr. Dylan” της χρονιάς, σειρά έχουν οι “Υπερπαραγωγικοί” της χρονιάς. Το βραβείο, αβλεπί πάει στο Ryan Adams. Τρεις δίσκοι σε ένα χρόνο (με ένα διπλό) και όλοι πάνω του «Καλού» είναι αξιοσημείωτο. Το διπλό “Cold Roses” με τους Cardinals φέρνει στο μυαλό της πρώτες μέρες της μουσικής του καριέρας με τους Whiskeytown, σε μια πιο ολοκληρωμένη συσκευασιά. Το “Jacksonville City Lights” πάλι με τους νέους συνοδούς του, κινήται στα ίδια πλαίσια. Το σχεδόν αυτοβιογραφικό “29” είναι το τελευταίο της τριλογίας, σόλο και με τον Ethan Johns πάλι στην παραγωγή. Θα μπορούσε να είναι το “Love Is Hell Pt. 3” αλλά δεν αποπνέει τη μιζέρια αυτού. Ένα ξεσηκωτικό εναρκτήριο “Twenty nine” που κρύβει το Sam Philips της Sun Records κάτω απο την κονσόλα και άλλες οκτώ ακουστικές συνθέσεις (είτε με βάση το πιάνο είτε την κιθάρα) κάνουν το “29” ίσως το καλύτερο του άλμπουμ μετά τα “Heartbreaker” και “Gold”. Ο επόμενος δουλευταράς είναι ο Conor Oberst. Δύο άλμπουμ (“I’m Wide Awake It’s Morning” και “Digital Ash In A Digital Urn”) συν ένα live άλμπουμ, με τους Bright Eyes. Αφήνοντας έξω το “Digital Ash…” που είναι ένα πείραμα με τον πιο σκληρό ηλεκτρικό ήχο (σε παραγωγή Nick Zimmer των Yeah Yeah Yeahs), το “I’m Wide Awake…” είναι βουτιγμένο μέσα σε καζάνι με στιχουργική έμπνευση. Αν δεν είναι αυτό αλλά ούτε και το “Lifted Or The Story Is In The Soil…” οριακά άλμπουμ τότε τι άλλο να περιμένουμε από έναν 25χρονο που ηχογραφεί από τα 14 του, έχοντας τη δική του δισκογραφική, έξη δίσκους και αμέτρητες συμμετοχές σε άλλους δίσκους και side projects;
Ένας από τους δίσκους όλης της χρονιάς και όχι μόνο τις έκτακτης αυτής στήλης είναι το “Z” των My Morning Jacket. Στο τέταρτο τους άλμπουμ, οι κλασσικό-αναθρεμμένοι M.M.J. ξεπερνούν όλα τα ταμπού τους και εκδηλώνουν την πιο σύγχρονη και ποπ πλευρά τους. Ακούγονται περισσότερο σαν τους Flaming Lips, αλλά δεν ξεχνάνε ποτέ τις ρίζες τους (Neil Young, The Band) και φτάνουν στο “Z”-ενίθ τους. Ο φωνή του Jim James είναι σαν ένα ακόμη όργανο στα χέρια της μπάντας. “Wordless chorus”, “Off the record”, “Into the woods” είναι μερικές από τις αριστουργηματικές στιγμές του δίσκου. Σίγουρα έχουμε να περιμένουμε πολλά ακόμη από αυτό το γκρουπ.
Μετά την αργοπορημένη ανακάλυψη των Drive By Truckers που έφτασαν στο έκτο άλμπουμ για να τους μάθουμε, έρχονται οι The Hold Steady από το Brooklyn να δώσουν λίγο από το λυγδωμένο southern rock τους. Ευτυχώς τους βρίσκουμε μόλις στη δεύτερη κυκλοφορία τους το “Separation Sunday” με κλασσικό βλάχο-rock (με την καλή έννοια) δουλεμένο πάνω στα μαθήματα που έχουν δώσει οι Lynyrd Skynyrd και ο Bruce Springsteen, έχοντας σοβαρά υπόψη και τον πιο σκληρό αμερικάνικο κιθαριστικό ήχο. Ακούγονται διασκεδαστικοί και παθιασμένοι χωρίς να παίρνουν τους εαυτούς τους πολύ σοβαρά, με έναν Craig Finn στα φωνητικά που ξέρει πως πρέπει να τραγουδιέται το rock. Αν τους αναζητήσετε, μην αφήσετε το πρώτο τους “Almost Killed Me” στην απ’ έξω γιατί θα χάσετε.
Θα έπρεπε να υπάρχει μια λίστα για τα καλύτερα εξώφυλλα της χρονιάς και μέσα σ’ αυτή να βρίσκεται στην πρώτη θέση το εκπληκτικό artwork του Jay Ryan που κοσμεί το “Mysterious Production Of Eggs”, το έκτο άλμπουμ του Andrew Bird (στο www.thebirdmachine.com θα βρείτε τις δουλειές του Jay Ryan). Και αν τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, εδώ ισχύει το εντελώς αντίστροφο. Ο βιολιστής Bird συνεχίζει να κυκλοφορεί δίσκους γεμάτους συναισθήματα και εικόνες μέσα από πολύπλοκες folk συνθέσεις που όμως ακούγονται τόσο οικίες και ζεστές που εύχεσαι ποτέ να μην έχει τελειωμό. Κι αυτό το σφύριγμα στο “Masterfade”...
Πατέρας, κόρη και γιος έβγαλαν δίσκο μέσα στο 2005. Δε συμβαίνουν συχνά τέτοια πράγματα. Του Ludon ο δίσκος δεν έφτασε ποτέ στα χέρια μου, για τη Martha έχει αναλάβει να μιλήσει ο Γεωργούσης και για τον Rufus Wainwright θα φλυαρίσω εγώ. Ο Rufus διαθέτει ίσως την πιο χαρισματική και ξεχωριστή φωνή σε όλο το συνάφι και το ξέρει καλά. Το “Agnus dei” που ανοίγει το “Want Two”(έχει προηγηθεί το “Want One” του 2003) μοιάζει με τελετουργική επίδειξη φωνητικών ικανοτήτων. Δεν φοβάται να εκθέσει, από το εξώφυλλο κιόλας, τη σεξουαλικότητα του (“better pray for your sins cuz the gay messiah is coming”) προσπαθώντας να λυτρωθεί και να απενοχοποιήσει ένα σοβαρό κοινωνικό φαινόμενο, καταφέρνοντας παράλληλα να απευθύνεται σε όλους χωρίς να γίνεται γραφικός. Από τις κορυφαίες στιγμές του δίσκου το “Old whore’s diet” με τη συνοδεία του Antony, χωρίς τους Johnsons, σε ένα pop-folk κομψοτέχνημα.
Το “Fitzgerald” είναι η έκτη και πιο εσωστρεφής δουλειά των Richmond Fontaine. Χωρίς ξεσπάσματα αυτή τη φορά, ο Willy Vlautin με την κιθάρα του οδηγεί και οι υπόλοιποι διακριτικά ακολουθούν. Δέκα ιστορίες που τελικά καταφέρνουν να γίνουν κτήμα του ακροατή και να φανερώσουν την ομορφιά της συνθετικής τους επάρκειας μέσα από την απλοϊκότητα τους.
Στα πρότυπα της lo-fi folk που καθιέρωσε ο μαιτρ της μελαγχολίας Will Oldham (Bonnie “Prince” Billy, Palace, Palace Brothers) παίζει ο South San Gabriel. Μέλος των Centro-Matic, ο Will Johnson, όπως είναι το κανονικό του όνομα, συνθέτει με τα κλασσικά όργανα της country (μπάντζο, βιολί, κιθάρα) αλλά και με προγραμματισμένα beats και field recordings το δεύτερο του “The Carlton Chronicles:Not Until The Operation’s Through”. Δε θα ‘πρεπε να περάσει απαρατήρητος.
Ο Sam Beam ως Iron And Wine και οι Calexico φτιάχνουν ένα υπέροχο χαρμάνι από τα χαρακτηριστικά που κουβαλούν ο καθένας τους. Οι εφτά συνθέσεις του “In The Rains” μαγεύουν από την πρώτη ακροάση. Το γνώριφο ύφος των Burns/Convertino προσαρμοσμένο στις ψιθυριστές ιστορίες του Beam δένουν τόσο άψογα που κάνουν το σύνολο ένα από τα καλύτερα που έχουν υπογράψει ποτέ και οι δύο.
Ο πιο cool alt.country δίσκος από τον πιο cool εκπρόσωπο του είδους. Ο Josh Rouse είναι μέχρι στιγμής αστείρευτος. Από το “Dressed Up Like Nebraska” του 1998 μέχρι το “1972” και το πρόσφατο “Nashville” δεν έχει ούτε ένα στραβοπάτημα. Ποπ τραγουδοπιοία με βάση τις ρίζες της αμερικανικής coutry-folk στα καλύτερα της.
Δεν ξέρω γιατί τους άφησα για το τέλος. Άλλωστε κανείς από τους παραπάνω δίσκους δεν έχει μπει σε θέση αξιολόγησης αλλά στα πλαίσια αναφοράς. Όμως οι Silver Jews χρήζουν πραγματικά ιδιαίτερης μεταχείρισης. Ίσως γιατί είναι οι μόνοι επιζήσαντες της Pavement-ικής περιόδου, και το “Tanglewood Numbers” είναι η τρανή απόδειξη. Δεν είναι πιο κακό ή πιο καλό από τα άλλα τέσσερα άλμπουμ τους γιατί απλά όλα είναι ισάξια. Country-rock που δεν υπερβάλλει, με αρκετό καπνό, bourbon και γεμάτες ψυχή ερμηνείες σε δέκα κομμάτια που δεν ξεπερνούν στο σύνολο τους τα 35 λεπτά, αλλά σε αφήνουν με ένα αίσθημα πληρότητας και ικανοποίησης.