Τα 'χουμε ξαναπεί: η πληροφορία που είναι χαώδης, η μουσική επικαιρότητα που είναι αχανής, οι επιλογές που πρέπει να κάνει ένα περιοδικό για τη στήλη των κριτικών του –και τα λοιπά, και τα λοιπά. Είναι επομένως χρήσιμα και τα «ψιλά» της δισκοκριτικής (πάντα ήταν), όχι για να βουλώσουμε κενά, αλλά για να περισώσουμε από το χάος λίγα ακόμα κομμάτια.
Πιάνουμε λοιπόν το πεδίο της τζαζ, περιδιαβαίνουμε το πρώτο εξάμηνο του ’15 και τρακάρουμε πάνω σε ορισμένες άξιες λόγου περιπτώσεις. Με την γνωστή υπόμνηση, ότι ούτε πλήρης, ούτε άλλωστε και ιδιαίτερα ενδελεχής σκοπεύει (ή μπορεί) να είναι μια τέτοια καταγραφή. Δείτε την απλά ως τέτοια, ως μία καταγραφή χωρίς περαιτέρω αξιώσεις...
Vijay Iyer Trio: Break Stuff
Label: ECM
Δεδομένου ότι αυτός ο δίσκος έχει υπάρξει και στην κανονική στήλη των κριτικών –και μάλιστα με δικό μου κείμενο– θεωρώ άσκοπο (και κομματάκι βλακώδες) να τσιτάρω τον εαυτό μου. Το αναφέρω ωστόσο για να μην μείνει εκτός καταγραφής, παραθέτω λινκ (εδώ) για να ανατρέξετε μόνοι σας και συνεχίζω…
Melody Gardot: Currency Of Man
Label: Verve/Universal
Και αν με τον Vijay Iyer είσαι προετοιμασμένος, είναι άλλες φορές που σου 'ρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις. Που ακούς ας πούμε έναν δίσκο στα πεταχτά, ουσιαστικά για να επιβεβαιώσεις κρίσεις τις οποίες έχεις από τα πριν σχηματισμένες. Και εκεί που περιμένεις να σε αφήσει αδιάφορο ή στην καλύτερη μ’ αυτό το ολίγον αλαζονικό «εντάξει, όμως μας τα 'χουνε πει άλλοι/ες καλύτερα», εκείνος απαντάει με το να σου ανοίγεται, να μην σου υποβάλλεται, μα –κάτι απείρως καλύτερο– να σε προσκαλεί.
Δεν συμβαίνει, ίσως, στο σύνολο του Currency Οf Man κάτι τέτοιο· συμβαίνει όμως αρκετά για να γίνει από τους δίσκους που θα γυρνάνε μαζί σου για κάποιον καιρό. Με αρκετή ευαισθησία –όχι όμως υπερβολική για να κολλάς στα μέλια της– με μπόλικη φινέτσα και με εξαιρετικό μουσικό αισθητήριο, η Melody Gardot έχει κάτι σοβαρό να πει, αναφορικά λ.χ. με το πώς «πρέπει» να είναι η τραγουδιστική τζαζ του σήμερα: καταρχάς να μην είναι άκαυλη, να μπορεί δηλαδή να γκρουβάρει χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε κοινοτοπίες· να είναι εύπεπτη, χωρίς να γίνεται αφελής· τέλος να αναγνωρίζει τον πλούτο της παράδοσης από την οποία κατάγεται, αλλά να είναι και ανοιχτή –να μπορεί, ας πούμε, να καταλάβει τι συνδέει τη Nina Simone με την Erykah Badu και γιατί η τελευταία υπήρξε από τις σημαντικότερες γυναικείες φωνές της προηγούμενης δεκαετίας…
Kamasi Washington: The Epic
Label: Brainfeeder
Αρκετό το hype γύρω από τον Washington, εν πολλοίς όχι άδικο. Απλώς λιγάκι υπερβολικό. Δεν ανακαλύπτει δα και τον τροχό. Αναμφισβήτητα, είναι ευφυής, καλός σαξοφωνίστας και αρκετά καλός συνθέτης· δεν κάνει όμως πολλά για να ξεφύγει από τη σκιά των αναφορών του, κυρίως αυτών που έχουν να κάνουν με τον Coltrane και ό,τι μετά από αυτόν ονομάστηκε «spiritual jazz».
Προφανώς μέρος του hype έχει να κάνει και με τη συνεργασία του με ανθρώπους όπως ο Flying Lotus ή ο Kendrick Lamar –και είναι, ως ένα σημείο, αντιληπτό. Τελικά όμως είναι άδικο και για τον ίδιο, γιατί του προσάπτει ένα ετερόνομο αξιολογικό κριτήριο, το οποίο δεν έχει ανάγκη. Μια χαρά πλούσιος είναι ο δίσκος του, μέσα στο εύρος που επιλέγει να κινηθεί, ορμητικός εκεί όπου χρειάζεται, πιο εσωτερικός σε άλλες του φάσεις (και πληθωρικός, είναι η αλήθεια, καθώς η διάρκεια πλησιάζει τις 3 ώρες). Ας δώσουμε λοιπόν βαρύτητα εκεί και όχι σε ό,τι υπάρχει γύρω απ’ αυτόν.
Verneri Pohjola: Bullhorn
Label: Edition
Φαινομενικά, το Bullhorn δείχνει μια στροφή του Φινλανδού τρομπετίστα Verneri Pohjola προς έναν ήχο που βρίσκεται κοντά στο mainstream της σημερινής τζαζ. Αν ιδίως δεν τον είχατε γνωρίσει με τους δύο προηγούμενους προσωπικούς του δίσκους, αλλά με τις συνεργασίες του (λ.χ. με το εξαιρετικό Rubidium που έγραψε με το free τρίο των Black Motor), το Bullhorn θα σας φανεί κάτι περισσότερο από στροφή: μια πλήρης αλλαγή πορείας.
Ουσιαστικά, όμως, ο Pohjola συνεχίζει τον δρόμο του Ancient History (ACT, 2012), εκλεπτύνοντας προς την κατεύθυνση του mainstream τον ήχο και τη σκέψη του. Και το κάνει δίχως να κρύβει εντελώς τον «άλλο» του εαυτό· στρογγυλεύει μεν ορισμένες γωνίες, αφήνει όμως κι εκείνη την αψάδα, αποτρέποντας έτσι τη μουσική απ’ το να γίνει μια αναπαραγωγή στερεοτύπων. Πλησιάζει προς τον Miles, όχι για να του μοιάσει, αλλά για να πάρει ορισμένες από τις ανάσες του, να εμπλουτίσει με αυτές τη δική του ιδιαιτερότητα. Και το καταφέρνει μια χαρά.
Marius Neset: Pinball
Label: ACT
Άλλος ένας «λαμπρός νέος» της σύγχρονης τζαζ, ο Marius Neset δεν ακολουθεί την πορεία του Pohjola προς το mainstream. Δεν βαδίζει και εντελώς αντίστροφα βέβαια, μόνο που φαίνεται να κοιτάει προς διαφορετική κατεύθυνση. Η σκανδιναβική παράδοση παίζει εδώ μεγαλύτερο ρόλο (όσο κι αν ο ίδιος «δεν θέλει να ακούγεται Νορβηγός» –περισσότερα εδώ), αλλά είναι μία παράδοση που μπορεί να χωρέσει τόσο τον Jan Garbarek, όσο και τους Jaga Jazzist (για να μείνουμε σε συμπατριώτες του Neset).
Το Pinball ισορροπεί θαυμάσια «μεταξύ φρενίτιδας και αναστοχασμού», όπως το έγραψε ο Guardian. Μεταξύ δηλαδή αυτοσχεδιασμών που, χωρίς ίσως να παρεκτρέπονται, είναι πάντοτε ζωηροί και ευκίνητοι και σημείων όπου η γραφή του Neset γίνεται πιο εσωστρεφής, πιο συναισθηματική και μελαγχολική. Σημαντικό για την επιτυχία του δίσκου είναι ότι στο κομμάτι της σύνθεσης συμβάλει και ο ντράμερ Anton Eger (των Phronesis), θέτοντας την πολύστροφη ρυθμολογία του στην υπηρεσία των μελωδιών του Neset και κάνοντας, έτσι, το Pinball ακόμα πιο παιχνιδιάρικο και περιπετειώδες.
The Bad Plus & Joshua Redman: The Bad Plus Joshua Redman
Label: Nonesuch
Δύο «βαριά χαρτιά» της σύγχρονης αμερικανικής τζαζ, ο Joshua Redman και οι Bad Plus, βρίσκονται πρώτη φορά παρέα το 2011, για έναν κύκλο συναυλιών στο θρυλικό Blue Note της Νέας Υόρκης. Το πράγμα δούλεψε όσο καλά αναμενόταν, σύντομα κλείνονται κι άλλες συναυλίες, όπως και κάποιες ημερομηνίες στο στούντιο. Το αποτέλεσμα των τελευταίων κυκλοφόρησε τον Μάιο από τη Nonesuch υπό το λογοπαίγνιο The Bad Plus Joshua Redman. «Οι κακοί και ο Τζόσουα»· θα μπορούσε να είναι και γουέστερν των 1950s…
Οι τέσσερεις, εκτός από αναγνώριση και αρκετή δεξιοτεχνία, μοιράζονται και κάτι ακόμα: ανήκουν στην ίδια γενιά μουσικών, εκείνη των σημερινών 45άρηδων (χονδρικά) που, στην τζαζ τουλάχιστον, στέκεται σε ένα ενδιαφέρον μεταίχμιο μεταξύ παράδοσης και μοντερνισμού. Αυτοί, ο Brad Mehldau, ο Kurt Rosenwinkel ή ο Vijay Iyer (ίσως ο πιο… προωθημένος από όλους) ίσως να μην είναι ριζοσπάστες με την ετυμολογική χρήση της λέξης –δεν θέλουν, δηλαδή, να «σπάσουν» τις «ρίζες» τους· θέλουν όμως να τις ανανεώσουν, να τις δουν υπό το πρίσμα του σήμερα, με τα εργαλεία και τις ανησυχίες του σημερινού (Δυτικού, κατά βάση) ανθρώπου.
Ο ίδιος ο δίσκος μπορεί να μετατοπίζει εύκολα το βάρος του μεταξύ αρκετών πραγμάτων. Μπορεί και περιέχει από βαθιές μπαλάντες μέχρι ξέφρενους αυτοσχεδιασμούς, ενώ γέρνει κάποτε προς το μέρος των Bad Plus και της πιανιστικής τζαζ και άλλοτε προς αυτό του Redman και του σύγχρονου ήχου του τζαζ σαξοφώνου. Τις περισσότερες, όμως, βρίσκεται σε ένα θαυμάσιο ενδιάμεσο.
Henry Threadgill Zooid: In For A Penny, In For A Pound
Label: Pi Recordings
Ο σαξοφωνίστας Henry Threadgill αποτελεί σημαντικό κεφάλαιο για την προοδευτική τζαζ εδώ και κάμποσα χρόνια. Όχι μόνο για τις συνεργασίες του, τους δικούς του δίσκους του ή τη συμμετοχή του στην οργάνωση της AACM (Association for the Advancement of Creative Musicians), αλλά γιατί έχει καταφέρει να αρθρώσει μια δική του φωνή, έναν ξεχωριστό «ηχοτρόπο».
Ο οποίος τρόπος, εδώ που τα λέμε, μπορεί να γίνει λιγάκι στριφνός και απαιτητικός, όμως αυτή δεν είναι ούτε η μόνη του κατάσταση, ούτε η πιο συνήθης. Ο Threadgill αναπτύσσει μια μέθοδο που κάνει τον αυτοσχεδιασμό μέρος της σύνθεσης, όχι κάτι εξωτερικό, το οποίο τη διαβάλλει· μπορεί επομένως να καθοδηγεί το κουιντέτο του και ταυτόχρονα να του αφήνει μεγάλα περιθώρια ελευθερίας. Έτσι, το βάρος πέφτει στο εσωτερικό των Zooid (του βασικού σχήματος του Threadgill από το 2001), οι οποίοι αναδεικνύονται σε λίρα εκατό –τόσο όσο αφορά τα επιμέρους παιξίματα, όσο και το πώς αφήνουν τις γραμμές τους να μπλέκονται η μία μέσα στην άλλη.
Tim Berne’s Snakeoil: You’ve Been Watching Me
Label: ECM
Το You’ve Been Watching Me είναι η τρίτη δουλειά του Tim Berne με το σχήμα των Snakeoil (όλες στην ECM) και είναι ίσως η πιο περιεκτική. Κυρίως γιατί το δέσιμο του σχήματος είναι πια τόσο «φυσικό», ώστε δεν επιδέχεται αμφισβητήσεις –κι αυτό παρόλο που υποδέχονται και νέο μέλος, τον κιθαρίστα Ryan Ferreira. «Φυσικό», βέβαια, εντός εισαγωγικών, διότι δεν μιλάμε για κάποια κατάσταση της φύσης, αλλά για σχέσεις (μουσικές εν προκειμένω) μεταξύ ανθρώπων· κι εκεί τα πράγματα δεν είναι από μόνα τους, πρέπει να τα κάνεις να είναι.
Η γραφή του Berne έχει πολύ να κάνει με τη χωρική διευθέτηση των πραγμάτων. Πολλές φορές ακούς δηλαδή και τους 5 μουσικούς να μοιράζονται ισάξιο χώρο, ασκούμενοι σε ίσης βαρύτητας θέματα. Άλλες, πάλι, κάποιος υποχωρεί αφήνοντας το κομμάτι του στους υπολοίπους ή παίρνει την πρωτοβουλία να ξεμακρύνει από το δομικό κέντρο των συνθέσεων. Όλα αυτά, εκτός από την ιδιαίτερη φροντίδα στον τομέα των δυναμικών, προϋποθέτουν μουσικούς που πριν απ’ όλα ακούνε –και, με μια τέτοια έννοια, δεν είναι περίεργη η διάταξη που περιγράφει ο Berne στο εσώφυλλο του δίσκου: πιάνο (Matt Mitchell), τύμπανα & κρουστά (Ches Smith) και κιθάρα (Ferreira) δημιουργούν ένα σχήμα U, εντός του οποίου βρίσκονται το σαξόφωνο (του ιδίου) και το κλαρινέτο (Oscar Noriega).
Φυσικά το You’ve Been Watching Me εμπεριέχει μπόλικο αυτοσχεδιασμό, δίνεται όμως μεγάλη προσοχή και σ’ εκείνο το δομικό κέντρο, δηλαδή στις περίτεχνες μελωδίες που αποτελούν τη βάση των αυτοσχεδιασμών. Συνδυάζονται έτσι και ο δυναμισμός των καταβολών του Berne (βλέπε συνεργασίες με John Zorn, Bill Frisell ή Nels Cline) και ο λυρισμός που, σχεδόν νομοτελειακά, φέρνει στο τραπέζι η υπογραφή της ECM.
Troyka: Ornithophobia
Label: Naim Jazz
Αν η προσοχή σας διασπάται εύκολα (ένα σημαντικό πρόβλημα του καιρού μας), τότε οι Troyka (ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα του καιρού μας) είναι οι άνθρωποί σας. Ένα λονδρέζικο τρίο –ηλεκτρική κιθάρα, συνθεσάιζερ και τύμπανα– το οποίο προλαβαίνει, μέχρι να προφέρετε τη λέξη fusion, να αλλάξει τέμπο, ρυθμό ή μοτίβο· συχνά και τα τρία ταυτόχρονα. Τόσο, ώστε καταφέρνουν μέσα σε ένα μόλις 4λεπτο κομμάτι να σας κάνουν να ξεχάσετε από πού ακριβώς ξεκίνησαν και πώς έφτασαν στο σημείο όπου τυχαίνει να βρίσκεστε.
Είναι όμως μάστορες καλοί, επομένως μπορείτε να είστε σχετικά σίγουροι ότι σε όποιο σημείο κι αν κάτσει η μπίλια, δεν θα σας κάνουν να βαρεθείτε. Σκιαγραφούν δε ένα περιβάλλον όπου θα αισθανόταν οικεία το πολυσύνθετο μυαλό του Flying Lotus, δομώντας το με ένα κάρο αναφορές: το progressive rock, οι τρέλες του Zappa, μία ευρεία γκάμα από τζαζ (από το fusion των 1970s μέχρι τον Robert Glasper και το φλερτ του με το R'n'B), αλλά και φρέσκιας κοπής electronica. Και σ’ αυτή τη τρίτη στούντιο δουλειά τους, το κάνουν ασυζητητί καλύτερα από τις προηγούμενες…
{youtube}2iouAsXwCpM{/youtube}