Μετά από φεστιβαλικές πρεμιέρες στο Sundance και στο Βερολίνο, το ντοκιμαντέρ του σκηνοθέτη Brett Morgen που ιχνηλατεί την πορεία και τη ζωή του Kurt Cobain, βρήκε τον δρόμο για την τηλεόραση του HBO. Το Montage of Heck ολοκληρώθηκε μετά από 8 χρόνια προετοιμασίας και χρονοβόρου post-production και αποτελεί must-see.
Η «υπόθεση» είναι γνωστή, σχεδόν κλισέ. Ένας νεαρός με παραπανίσια συναισθηματική νοημοσύνη –πράγμα που σε καθιστά αυτόματα παρία σε κάθε επαρχιακή σκατούπολη όπως το Aberdeen– αποκηρύσσει την αφιλόξενη οικογενειακή εστία, ξεκινάει συγκρότημα, κατακτά τον κόσμο, απεχθάνεται την απότομη φήμη, γίνεται κουρέλι από την ηρωίνη, αγκιστρώνεται από μια γυναίκα, αυτοκτονεί. Ενώ με πρώτη ματιά το φιλμ θα μπορούσε να έχει όλα τα συμπτώματα ενός ανούσιου ψυχογραφήματος στην παράδοση των rockumentaries του VH1, το Montage of Heck δεν είναι ένα απλουστευτικό φιλμ πληροφοριών. Οι δημιουργοί δεν υποκύπτουν σε αγιογραφικά δέλεαρ και προσπερνούν τα χιλιοειπωμένα. Δεν μιλάνε με τη θορυβώδη γλώσσα του MTV, γιατί νοιάζονται αληθινά για το θέμα.
Αυτό που κάνει το Montage of Heck διαφορετικό από τα υπόλοιπα μουσικά ντοκιμαντέρ και την τυπολατρία που τα συνοδεύει, είναι ότι πρόκειται για μια θεαματικά μονταρισμένη αναδρομή σε έναν δημιουργό που σφράγισε όσο κανείς άλλος το rock της δεκαετίας του 1990, δύο δεκαετίες μετά τον χαμό του. Το χαζευτικό μοντάζ ρίχνει υπαινικτικές ματιές στη ζωή ενός εκφραστή χιλιάδων πιτσιρικάδων, το αντίδοτο των οποίων δεν ήταν ποτέ η αναρρίχηση των αγαπημένων τους άλμπουμ στο Billboard. Το voiceover μαρτυρά την ευγενή φύση ενός ανθρώπου που δεν άντεχε τις εκκωφαντικές φωνές στο κεφάλι του. Μέσα σε 2 ώρες, η ταινία λιβανίζει τη συναισθηματική φύση του Cobain, που εκείνη την εποχή μεγάλωνε στη σκιά και στις ενοχές και αντιδρούσε υπέρ το δέον συναισθηματικά, ανήμπορος να βιώσει τις χαρές της επιτυχίας και του χρήματος. Αντιλαμβανόμαστε έτσι τα διλήμματα των κατευθυντήριων επιλογών του, μα και τα αίτια που τον έκαναν να συνθλίβεται από την ανάγκη διαφυγής.
Πρόκειται ουσιαστικά για ένα κρεσέντο στη μονταζιέρα, αποτελούμενο από χιλιάδες σκόρπια υλικά. Ο Brett Morgen παίρνει λευκή επιταγή από την κόρη του Cobain, τη Frances Bean, και –με όρεξη για ανασκαφή– οργανώνει ένα έντεχνο ανακάτεμα της τράπουλας μέσα από σκονισμένα home movies, αποσπάσματα ημερολογίου, παιδικές ζωγραφιές, art videos, ορνιθοσκαλίσματα σε σημειωματάρια, απόκρυφες σκέψεις, ηχητικά ντοκουμέντα, μουτζουρωμένους στίχους και πρόβες με εμβρυακές ιδέες, οι οποίες λίγο αργότερα θα μετατρέπονταν σε ύμνους μιας γενιάς.
Ο σκηνοθέτης τεμαχίζει τα γεγονότα σε ένα αφηγηματικό σλάλομ και παρακολουθούμε ασθμαίνοντας μια ενδοσκόπηση. Ένα σπιράλ από animation, θορύβους, κραυγές, γρατζουνίσματα κιθάρας, mixtapes, πρόχειρα demo, ανήσυχα σκίτσα, ερασιτεχνικά ποιήματα και εξομολογητικά σημειώματα (σε μια σκηνή βλέπουμε να έχει γραφτεί σε μια σελίδα η φράση «Go kill yourself» ξανά και ξανά), που ανασκευάζουν την περσόνα του Cobain: από αζύμωτη ψυχή χωρίς στέγη, σε συνεχιστή του Sid & Nancy παρακμιακού lifestyle· και από κακομαθημένο είδωλο, σε απρόθυμο star, ο οποίος δίνει μια ασύμμετρη μάχη με τον δημόσιο καθρέφτη του.
Το πιο απρόσμενο είναι πως ο Cobain υπήρξε ένα γλυκύτατο παιδάκι. Ένα ξανθό all-American boy, που στέλνει φιλάκια στην κάμερα και που θα μπορούσε να βρίσκεται σε casting για οικογενειακό έπος επιστημονικής φαντασίας του Σπίλμπεργκ εκείνη την εποχή. Όχι πολλά χρόνια αργότερα, αυτό το τραυματισμένο και οργισμένο παιδί από τα προάστια θα γράψει το Nevermind ορόσημο σε ηλικία 23 ετών. Από το πνιγηρό προαστιακό τοπίο του Σιάτλ (σε μια εποχή που οι κάμερες δεν το έβρισκαν ακόμα ελκυστικό) ο Cobain βρέθηκε γυμνός μέσα στον κυκεώνα των κανιβαλιστικών αναγκών των media και της «πολυεθνικής» δισκογραφίας, που λιμπίζονταν τα ευρήματα της Sub Pop σαν ξερολούκουμα. Θα ηγούνταν έτσι εκείνου του απαισιόδοξου κιθαριστικού punk μιας γενιάς η οποία αντιδρούσε στην καθεδρία της ψυχαγωγίας του metal κομμωτηρίου.
Κυνηγημένος από το hype του grunge και κατατρεγμένος από τη λατρευτική μανία γύρω του, ο Kurt βρήκε καταφύγιο στη μητρική, προστατευτική, ερωτική και πάντα συναρπαστική (με τον τρόπο της) αγκαλιά της Courtney Love. Εκεί αρχίζει μια ιστορία που για τον σκηνοθέτη οφείλει να ειπωθεί μέσα από ντοκουμέντα. Εκεί είναι όμως που το ομφαλοσκοπικό πόνημα χάνει το στοίχημα, κατά τη γνώμη μου. Οι πιο αποστασιοποιημένοι θα μιλήσουν για «εξανθρωπισμό», οι πιο συναισθηματικοί θα νιώσουν άβολα, κυρίως για ένα υπερβολικό intimacy το οποίο δεν ζήτησαν ποτέ.
Παρακολουθούμε προς το τέλος τον Kurt και την Courtney σε μια σειρά από κοντινά self-shots να βαριούνται, να τρομπάρουν, να σαλιαρίζουν ερωτικά, να μαστουρώνουν και ξανά απ’ την αρχή. Ένα εμφανώς ερωτευμένο ζευγάρι στην παραζάλη της αγάπης και των ουσιών, μέσα από την κινηματογραφική κλειδαρότρυπα. Συμπλέγματα που καλό είναι να μην εκτίθενται στις τηλεοράσεις, στα κινητά μας και στο YouTube. Έτσι πιστεύω τουλάχιστον. Επιπλέον, ακόμα και σε ένα τόσο προστατευόμενο περιβάλλον, με την κόρη της στο τιμόνι και με αυστηρό έλεγχο του final cut, η Courtney δεν είναι σε θέσει να πείσει κανέναν για το παραμικρό. Ο καταλυτικός και αμφιλεγόμενος ρόλος της στην πτώση του Kurt ενισχύεται ακόμα και με τις πιο αθώες αφηγήσεις της. Τα πράγματα χειροτερεύει η παντελής απουσία του Dave Grohl –ενώ ο Novoselic μιλάει εκτενώς. Να σημειώσω ότι σε λίγες βδομάδες βγαίνει ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ με τίτλο Soaked in Bleach, που θα ερευνά σε ύφος αστυνομικού ρεπορτάζ τα γεγονότα του θανάτου του Kurt μέσα από την έρευνα ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ, ο οποίος έχει πειστεί για εγκληματική συμπεριφορά. Δεν μπορώ να πω ότι ανυπομονούμε. Μερικές γκρίζες ζώνες δεν θα φωτιστούν ποτέ, αλλά δεν έχει σημασία πια.
Γεγονός παραμένει ότι, χάρη στη δαιμονιώδη σκηνοθεσία, το Montage Of Heck επιλέγει να πιάσει επιδερμικά την πλευρά που αφορά τη μουσική εξέλιξη των Nirvana και επίσης να αποφύγει το τραγικό φινάλε. Προτιμά να εστιάζει στις σκληρές αποφάσεις που φέρνει η άχαρη ωριμότητα και η απρόσμενη πατρότητα. Και να κεντράρει στο νεφελώδες βλέμμα ενός μουσικού που, με κάποιον τρόπο, κράτησε ζωντανή την καθαρότητα του προσώπου του. Ενός ανθρώπου μόνιμα βουτηγμένου στην παθητικότητα της αμφιβολίας, μέχρι το τέλος. Ένα τέλος που γράφεται με ένα απλό «ευχαριστώ» στο Unplugged για το MTV. Μια στιγμή στο φινάλε της ταινίας, όπου τα πάντα στο μυαλό του θεατή ξεδιαλύνονται και έρχονται σε συσχετισμό. Με τον Kurt όμορφο σαν άγγελο και αιώνιο σαν rock σύμβολο.
Τελικά η μυθολογία καλά κρατεί. Επόμενος σταθμός το επερχόμενο ντοκιμαντέρ για την Amy Whinehouse.
{youtube}cw5nZeptzEU{/youtube}