Για πολλούς, η αυτοσχεδιαστική μουσική ανάγεται στη σφαίρα του ακατάληπτου. Για άλλους, είναι απλώς ο τρόπος για να καλύψουν οι μουσικοί την ανεπάρκειά τους, την αδυναμία τους να προσεγγίσουν την «πραγματική» μουσική: βγάζουν τα λαρύγγια τους από τις τρύπες ενός σαξοφώνου γιατί δεν μπορούν να τοποθετηθούν απέναντι στην αρμονία και στην «αντικειμενική» ομορφιά που υποτίθεται εκφράζει η μουσική. Για μερικούς είναι απλώς θέμα γούστου, για κάποιους είναι άρνηση να αφήσουν τα πάντα βορά στην αμφισβήτηση και την αποδόμηση.
Όπως και να 'χει, η αλήθεια είναι ότι η αυτοσχεδιαστική μουσική χρειάζεται μια διαφορετική αντιμετώπιση, κυρίως γιατί δίνει περισσότερη έμφαση στη διαδικασία, παρά στο άμεσο αποτέλεσμα. Με αυτή τη μετατόπιση της εστίασης, έννοιες και νοήματα λίγο-πολύ δεδομένα στη σύγχρονη μουσική, σχετικοποιούνται· το πλαίσιο της ερμηνείας γίνεται πλέον ενδογενές, η μουσικότητα (και ό,τι άλλο) δεν ορίζεται με όρους εξωτερικούς ως προς την ομάδα των μουσικών που αλληλεπιδρά, αλλά ανάγεται στην ίδια την επιτόπια διάδραση.
Μπορεί, ομολογουμένως, ο δρόμος για τον ακροατή να είναι κομματάκι δύσβατος, κρύβει όμως πολλές ανταμοιβές. Κάποιοι μάλιστα λένε ότι είναι δρόμος χωρίς γυρισμό, διότι πώς να αφεθείς ξανά στην ομορφιά της ευθείας, όταν ξέρεις ότι πίσω από κάθε πιθανή διακλάδωση ή παράκαμψη κρύβεται ένας ολόκληρος κόσμος; Πάντοτε θα βρίσκεις χαμένες ευκαιρίες, σημεία όπου η ομορφιά (ή η τάση προς την «κανονικότητα») νίκησε τη δημιουργική περιέργεια…
Τέλος πάντων, ο αυτοσχεδιασμός έχει πολλές προεκτάσεις, οι οποίες μπορεί και να ξεφεύγουν από το αυστηρώς μουσικό, εκτεινόμενες προς το κοινωνικό (άλλωστε, σύμφωνα με μια θεωρία, η μουσική δεν είναι παρά αναπαράσταση πραγματικών ή δυνητικών κοινωνικών σχέσεων). Ας μην μπούμε όμως στα βαθιά μια τέτοιας συζήτησης, γιατί θα ξεστρατίσουμε.
Στο παρόν κείμενο μας ενδιαφέρει η περιπτωσιολογία. Επιλέγουμε δηλαδή 7 πρόσφατους δίσκους και τους παρουσιάζουμε σε μορφή «μικροκριτικής». Είναι μια ευκαιρία να ασχοληθούμε με ένα από τα μουσικά πεδία τα οποία, μολονότι προσπαθούμε να μην αγνοούμε εδώ στο Avopolis, υποεκπροσωπούνται (λογικώς, υπό μία έννοια), ηττημένα από τον τεράστιο όγκο της μουσικής πληροφορίας που πρέπει να διαχειριστούμε και τις προτεραιότητες που εκ των πραγμάτων τίθενται (αν τουλάχιστον θέλουμε να διατηρήσουμε την ελπίδα ότι η διαχείριση θα είναι κατ’ ελάχιστον επιτυχής). 7 δίσκοι που εμπεριέχουν τον αυτοσχεδιασμό και τις έννοιές του –εφαρμοσμένες στην τζαζ γλώσσα ή και όχι– ακόμα κι αν τον παντρεύουν με πιο «παραδοσιακές» μορφές σύνθεσης.
Mats Gustafsson: Torturing The Saxophone
Label: Corbett Vs Dempsey
Ομολογουμένως, αυτός είναι ένας ταιριαστός τίτλος. Διότι κάπως έτσι πορεύεται ο Mats Gustafsson εδώ και πόσα χρόνια, «βασανίζοντας» το βαρύτονο ή το τενόρο σαξόφωνό του, είτε στα πλαίσια των πιο «συγκροτημένων» πρότζεκτ του (The Thing, Fire!), είτε στις πάμπολλες αυτοσχεδιαστικές συνέργειες με ένα κατεβατό από μουσικούς. Ο τίτλος παρατίθεται προφανώς ως αυτοσαρκασμός από την πλευρά του Gustafsson και προέκυψε από μια επιστολή που του έστειλε ο Robert Crumb –διάσημος για τα κόμιξ του, επίσης μουσικός, μα και συλλέκτης (δίσκων και όχι μόνο). Στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συζήτησης μεταξύ των δύο, ο Gustafsson είχε στείλει στον Crumb ορισμένες δουλειές του και ο τελευταίος απάντησε με μια επιστολή (την οποία ο Gustafsson συμπεριέλαβε στο εσώφυλλο του δίσκου), γεμάτη αγνή απορία. Μια απορία η οποία θα μπορούσε να συνοψιστεί στη φράση: «για όνομα του Θεού, τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι σου και σε κάνει να θέλεις να βγάζεις τέτοιους θορύβους από ένα μουσικό όργανο»;
Όσο για τη μουσική, ο Gustafsson πιάνει στο στόμα του θέματα των Duke Ellington, Albert Ayler και Lars Gullin, με την έννοια της διασκευής να αποκτάει –όπως λογικά αναμένεται– μια πιο ευρεία διάσταση. Σόλο σαξόφωνο, λοιπόν, με κάποιες βαριές ηλεκτρονικές παραμορφώσεις να επιστρατεύονται σε δύο από τις συνθέσεις του Ellington, για να διαστρεβλώσουν καθολικώς λ.χ. το κλασικό “I Never Felt This Way Before”. Ωστόσο, η προσέγγιση του Gustafsson δεν είναι πάντοτε τόσο βίαιη· γίνεται και πιο εσωτερική, κάπως πιο εύθραυστη και εξερευνητική. Ας αναφέρουμε, τέλος, πως οι εν λόγω εκτελέσεις είχαν πρωτοκυκλοφορήσει σε 3 μεμονωμένα «one-sided» LP το 2008, 2009 και 2012 αντιστοίχως, όλα τυπωμένα σε μικρό τιράζ και πλέον εξαντλημένα.
Paal Nilssen-Love's Large Unit: Erta Ela
Label: PNL
Μένουμε στο τρίο των The Thing και από τον Gustafsson πηγαίνουμε στον ντράμερ Paal Nilssen-Love, ο οποίος συναποτελεί (μαζί με τον μπασίστα Ingebrigt Håker Flaten) αυτό που έχει χαρακτηριστεί ως η «πιο δυνατή rhythm section της Νορβηγίας»· και όχι μόνον αυτής, θα προσέθετα. Μέσα στο 2014 ο Nilssen-Love κυκλοφόρησε αρκετούς δίσκους –μεταξύ αυτών και η εξαιρετική του συνεργασία Jacana με τον πιανίστα Sten Sandell, η οποία ψηφίστηκε και από τη συντακτική μας ομάδα στα καλύτερα άλμπουμ της χρονιάς (δες εδώ)– ενώ τον Νοέμβριο εξέδωσε μέσα από το δικό του label το Erta Ela, την πρώτη ενσάρκωση της δικής του μεγάλης ορχήστρας, της Large Unit.
{youtube}qX54tbncMK0{/youtube}
Μια ορχήστρα 11 μουσικών, λοιπόν, η οποία δεν εμπίπτει ακριβώς στο αρχέτυπο της big band· κι ένας εξίσου ογκώδης δίσκος, που ξεπερνά σε διάρκεια τις 3 ώρες (κυκλοφορεί σε τετραπλό βινύλιο ή τριπλό CD). Το χάος και ο παροξυσμός, μιας που σίγουρα δεν εγκαταλείπουμε το πεδίο της free jazz, είναι σαφώς ένα ενδεχόμενο και η αλήθεια είναι ότι πραγματώνεται αρκετές φορές. Η μουσική όμως των Large Unit δεν αναπτύσσεται μόνο με όρους επίθεσης, με τους χαμηλότονους διαλόγους εντός της ορχήστρας να είναι ίσως συχνότεροι (και πάντως εξίσου παιγνιώδεις). Μέσα σ’ αυτό το εκφραστικό εύρος και εκμεταλλευόμενοι τις πολλές επιλογές μιας ορχήστρας που αποτελείται από 2 rhythm section, 5 πνευστά, κιθάρα και ηλεκτρονικά, οι Large Unit καταφέρνουν να βρίσκονται ταυτόχρονα τόσο εντός, όσο και εκτός του πλαισίου που θέτουν οι βασικοί σχεδιασμοί του Nilssen-Love. Ή, κάποιες άλλες φορές (όπως στο άνωθεν “Culius”), να θέτουν σε αλληλεπίδραση δύο εντελώς διαφορετικές κειμενικές πραγματικότητες.
Juan Pablo Carletti, Tony Malaby & Christopher Hoffman: Niño / Brujo
Label: No Business
Πηγαίνουμε σε ένα πολύ ενδιαφέρον label από τη Λιθουανία και σε μία εκ των τελευταίων του κυκλοφοριών. Ηγέτης του συγκεκριμένου τρίο είναι ο Αργεντινός ντράμερ Juan Pablo Carletti και πρόκειται για τον πρώτο του δίσκο με αυτόν τον ρόλο. Ωστόσο το Niño / Brujo δεν είναι ένας «τυπικός» δίσκος γραμμένος από ντράμερ, με την έννοια ότι δίνει μάλλον περισσότερη έμφαση στο μελωδικό, παρά στο ρυθμικό σκέλος. Έτσι, επί του πρακτέου, αναδεικνύεται στην εμπροσθοφυλακή το σαξόφωνο του εξαιρετικού Tony Malaby, ικανό να δώσει μεστά «εντός πλαισίου» παιξίματα, αλλά και να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες για διαφυγή. Σημαντική προς αυτήν την κατεύθυνση είναι επίσης και η επιλογή του Carletti να χρησιμοποιήσει τσέλο αντί για κοντραμπάσο, με τον Christopher Hoffman αφενός να καλύπτει επαρκώς τον δεύτερο πόλο της rhythm section και αφετέρου να διατηρεί μια μεγαλύτερη μελωδική ευελιξία.
Τα παραπάνω, βέβαια, δεν σημαίνουν ότι η ερμηνευτική συνεισφορά του Carletti είναι αμελητέα. Απεναντίας, το παίξιμό του είναι αρκετά ευρηματικό, διατηρώντας πάντοτε –ακόμα και στα (λίγα) σολιστικά του σημεία– μια λιτή συλλογιστική. Αυτή η τελευταία διέπει το σύνολο της γραφής του Αργεντίνου ντράμερ, με το Niño / Brujo να καταφέρνει να ισορροπεί μεταξύ ενός α-λα-ECM λυρισμού και ορισμένων καίριων (αν και πάντοτε μετρημένων) εξόδων προς την ελευθεριότητα.
Peter Brötzmann, John Edwards & Steve Noble: Soulfood Available
Label: Clean Feed
Παλιά καραβάνα ο Peter Brötzmann, βρίσκεται στη δισκογραφία ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 (σίγουρα με τριψήφιο αριθμό κυκλοφοριών). Και απέχει, βεβαίως, αρκετά από τη «λιτή συλλογιστική» για την οποία μιλούσαμε στην περίπτωση του Carletti. Στα 74 πλέον, ο μεγάλος Γερμανός σαξοφωνίστας είναι ακόμα ακούραστος, πληθωρικός και χειμαρρώδης. Οι John Edwards (κοντραμπάσο) και Steve Noble (τύμπανα) δημιουργούν μια επίσης έμπειρη και δυναμική rhythm section, αμφότεροι με διαρκή παρουσία στη βρετανική free jazz ή και εκτός αυτής –βλέπε λ.χ. τις συνεργασίες του Noble με τον Stephen O’Malley των Sunn O))). Το Soulfood Available αποτυπώνει την εμφάνιση των τριών στο τζαζ φεστιβάλ της Λιουμπλιάνας, το καλοκαίρι του 2013.
{youtube}k8ajGxg-Ftg{/youtube}
Η εκκίνηση δίνεται με έναν τυπικό για τον Brötzmann τρόπο: με τα τραχιά και ορμητικά του φυσήματα να συνοδεύονται από τη βίαιη δίνη που δημιουργεί η rhythm section. Σταδιακά όμως (κι όταν λέμε σταδιακά, λάβετε υπ' όψιν ότι το βασικό θέμα του δίσκου διαρκεί 43 λεπτά –οπότε ο χρόνος είναι κάτι το σχετικό) η κατάσταση «εξημερώνεται», έστω και προσωρινώς: το τρίο βουτάει στα βαθιά νερά της τζαζ γενεαλογίας, παίρνοντας από εκεί την ώθηση προς έναν νέο παροξυσμό. Όπως αντιλαμβάνεστε, οι εντάσεις είναι επί των πλείστων καταιγιστικές: έτσι κι αλλιώς, ασχολούμενοι με τον Brötzmann, αγγίζουμε οικειοθελώς ένα δεδομένο άκρο. Συνολικά όμως το τρίο ξέρει πώς να τις νοηματοδοτήσει, εμποτίζοντας το Soulfood Available με αρκετή πώρωση. Ξερή και αγνή πώρωση.
Sidsel Endersen & Stian Westerhus – Bonita
Label: Rune Grammofon
Φεύγοντας από την ορμητική τζαζ του Brötzmann πιάνουμε Νορβηγία πλευρά, όπου μπορούμε ωραιότατα να σκεφτούμε για τη σημασία της σιωπής μέσα σε ένα μουσικό έργο. Δύο τα τινά: ή ξεκινάς από ένα θέμα και προσεγγίζεις τη σιωπή μέσω της αφαίρεσης ή ξεκινάς από τη σιωπή και, προσθέτοντας, καταλήγεις με κάτι. Η διαφορά είναι λεπτή, αφού το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις μπορεί να μην διαφέρει και τόσο στην όψη του· είναι όμως διαφορά ουσίας γιατί καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τη συμμετοχή της σιωπής στο όλο εγχείρημα: στην πρώτη προοπτική η σιωπή είναι ο στόχος, η «δυνητική» πραγματικότητα, στη δεύτερη είναι ενεργός παίκτης, μέρος της «πραγματικής» πραγματικότητας.
Η Sidsel Endersen και ο Stian Westerhus φαίνεται ότι προκρίνουν τη δεύτερη προοπτική. Φωνή και ηλεκτρική κιθάρα, λοιπόν, σε έναν διαρκή και αυτοσχέδιο διάλογο, ο οποίος συνήθως διεξάγεται στα ψιθυριστά, με σποραδικές μόνο εκρήξεις (απαραίτητες για να εκτονώσουν μέρος της υπόκωφης έντασης) και αρκετούς από τους ενδιάμεσους χώρους να μένουν συνειδητά κενοί. Η μεν Endersen, έχοντας αφοσιωθεί εδώ και χρόνια στον αυτοσχεδιασμό, στήνει το σκοτεινό της παραμύθι κυρίως με μη λεκτικούς βοκαλισμούς –σπανιότερα με κάποιες αγγλικές φράσεις– μουρμουρίζοντας, μιλώντας ή τραγουδώντας και δίνοντας πάντοτε ιδιαίτερη έμφαση στο πώς εκφέρεται ο λόγος της. Ο δε Westerhus στήνει κι εκείνος τις δικές του γέφυρες, πότε παρακολουθώντας από κοντά τους κυματισμούς της φωνής, πότε αξιώνοντας περισσότερο ζωτικό χώρο.
Οι δύο εμπιστεύονται το φευγαλέο, το ατελές, κι όμως το «μαζί» τους είναι πλήρες και εν πολλοίς απαραβίαστο. Έτσι, αυτή η δεύτερη πράξη της συνεργασίας τους έρχεται να προσθέσει (παρά να επαναλάβει) στην ήδη εξαιρετική πρώτη (τον δίσκο Didymoi Dreams του 2012).
Barry Guy – Five Fizzles For Samuel Beckett
Label: No Business
Μιλώντας για το «φευγαλέο» και το «ατελές» είναι ένας καλός τρόπος να εισέλθουμε στο παράλογο και να συναντηθούμε με τον Samuel Beckett. Ή μάλλον με το μουσικό αντίστοιχο του παραλόγου και την αντανάκλαση του σημαντικού έργου του Ιρλανδού, τουλάχιστον έτσι όπως αυτά νοηματοδούνται από τον σπουδαίο Barry Guy. Μόνος με το κοντραμπάσο του, ο Guy επιδίδεται εδώ σε ένα νευρώδες παιχνίδι με τα αντικειμενικά ηχητικά όρια του οργάνου του, χρησιμοποιώντας το με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο: με τα δάκτυλα, με δοξάρι, με μπακέτες, με βέργες ή με μεταλλικά ελάσματα.
{youtube}YikpiuQrhdM{/youtube}
Ανεξάντλητα ευρηματικός και με χρόνια τριβή τόσο στον αυτοσχεδιασμό όσο και στην κλασική ή προκλασική μουσική, ο Guy κινείται με χαρακτηριστική άνεση μεταξύ αρμονίας και χάους, κάποιες φορές εκφράζοντας και τα δύο ταυτόχρονα. Καθίσταται έτσι ένας μάλλον ιδανικός ερμηνευτής του παραλόγου, καταθέτοντας 5 απολαυστικές, σύντομες παραδοξότητες.
Ville Vokkolainen & Kadotettujen Paratiisi – s/t
Label: Eclipse Music
Ένα από τα παράπλευρα στοιχεία που αντιλαμβάνεται κανείς για τη Φινλανδία μέσω των ταινιών του Aki Kaurismaki είναι η στενή της σχέση με το τάνγκο. Εκεί για παράδειγμα άκουσα πρώτη φορά τον Olavi Virta, σε ορισμένα τραγούδια για τα οποία διαισθάνεσαι ότι έχουν προκύψει με κάτι παραπάνω από απλή μίμηση. Όντως, από τη δεκαετία του 1940, το εισαγόμενο από την Αργεντινή τάνγκο συναντιέται με τη φιλανδική παράδοση και εντέλει οικειοποιείται από τους Φινλανδούς, δημιουργώντας ένα νέο, διακριτό και ιδιαίτερα δημοφιλές υβρίδιο.
Αυτό το υβρίδιο παραδίδουν στην αποδόμηση ο κιθαρίστας Ville Vokkolainen και το επταμελές του συγκρότημα. Ενίοτε (όπως στο κομμάτι που παρατίθεται παρακάτω) το κάνουν μεθοδικά, με απλά και κατανοητά βήματα, άλλοτε δρουν περισσότερο υπόγεια, υπονοώντας περισσότερο παρά λέγοντας. Με πολύ καλές και λειτουργικές ισορροπίες εντός της μπάντας και με τον εύστοχο σχολιασμό της γραφής του Vokkolainen πάνω στη φόρμα του φιλανδικού τάνγκο, ο δίσκος είναι πραγματικά απολαυστικός…
{youtube}3M1NkGRM8Nk{/youtube}