Η σύγχρονη παραγωγή κινηματογραφικής μουσικής απέχει πολύ από το ένδοξο παρελθόν των μεγάλων συνθετών –ακόμα και του σύγχρονου Χόλιγουντ– όσων κατά κάποιον τρόπο επωμίστηκαν τη σκυτάλη από την κλασική μουσική. Σε ακόμα χειρότερη μοίρα βρίσκεται το ενδιαφέρον του κοινού για την κινηματογραφική μουσική, πλην κάποιων συλλογών με τραγούδια που φιλοξενούνται στην όποια ταινία. Άλλωστε η απουσία της «μεγάλης ορχήστρας» από τις ηχογραφήσεις της τελευταίας 15ετίας (τουλάχιστον), είναι το μεγαλύτερο αγκάθι για όσους παρακολουθούν τα soundtracks.
Φυσικά υπάρχουν οι ελάχιστες εξαιρέσεις των 3-4 ονομάτων που έχουν μια ρεζερβέ θέση κάθε χρόνο στην οσκαρική πεντάδα. Ο αειθαλής John Williams, ο οποίος, θρονιασμένος θαρρείς με τα βαριά του γαλόνια στο πέτο, συνθέτει αραχνοΰφαντα παραμυθένια μοτίβα, συχνά θυμίζοντας φάντασμα του παλιού καλού εαυτού του –χωρίς παραδόξως κανείς να ενοχλείται. Ο Alexandre Desplat, που δουλεύει υπερωρίες για να προλάβει τις πολυάριθμες αναθέσεις σε παραγωγές πρώτης κατηγορίας. Ο θορυβώδης Hans Zimmer, ο οποίος με τα χρόνια ολισθαίνει με ευκολία στην τυμπανοκρουσία και στον στόμφο που απαιτούν τα βαρυκόκκαλα και πομπώδη θέματα περιπετειών που υπογράφει. Τέλος, ο αξιόπιστος επαγγελματίας Howard Shore, από τους λίγους που ισορροπούν ανάμεσα στην καλογυαλισμένη ατμόσφαιρα στην οποία αρέσκεται η κατασταλτική μηχανή του mainstream και στις σκιές που ντύνουν το σινεμά του φανταστικού. Μετά από την ελίτ όμως, τι;
Το πρώτο μισό του 2014 η αξιόλογη κινηματογραφική μουσική φαντάζει σχεδόν ανύπαρκτη, με αποτέλεσμα την απόλυτη σχεδόν απαξίωση από μεγάλη μερίδα του κοινού. Ελάχιστη καλή μουσική έχει γραφτεί για τον κινηματογράφο φέτος και ακόμη λιγότερα είναι τα αξιομνημόνευτα θέματα. Με μεγάλο κόπο και μπόλικη καλή θέληση ξεχώρισα 4 στο σύνολο soundtrack τα οποία είναι άξια λόγου· τα οποία λειτουργούν και εκτός οθόνης και, ενώ είναι ταγμένα στην υπηρεσία της εικόνας, καταφέρνουν να διεγείρουν το αισθητήριο του ακροατή.
Η Mica Levi υπέγραψε τις ευφάνταστες ηχητικές εξάρσεις του Under The Skin. Πολύ περισσότερο από ένα soundtrack, το Under The Skin είναι ένα magnum opus, το οποίο στα σκάει ύπουλα στον εγκέφαλο: ένας instrumental εφιάλτης που δεν απαγκιστρώνεται από τους περίτεχνους υπαρξιακούς εφιάλτες της γυναίκας-αρπακτικού που παρακολουθούν τα στυλιζαρισμένα πλάνα της ταινίας. Ένα εμπνευσμένο soundtrack για όσους αγαπούν τους παρακμιακούς θορύβους του industrial και την κολασμένη αποσύνθεση των Nine Inch Nails: είναι αδύνατον να το ακούσεις χωρίς να χαθείς στην άβολη αίσθηση επικινδυνότητας που σε καλεί. Πρόκειται για μουσική που δημιουργεί με το στανιό εικόνες στο μυαλό σου. Είτε θες να τις δεις, είτε όχι.
Σε ανάλογο τερέν πατάνε οι Danny Bensi & Saunder Jurriaans για το soundtrack του ατμοσφαιρικού θρίλερ Enemy. Το παράξενο δίδυμο ενορχηστρώνει με πνευστά που ακούγονται περιπαικτικά και ατμοσφαιρικά, αλλά στάζουν βιτριολικά θέματα –με τα οποία και ντύνουν ιδανικά αυτό το καφκικής σύλληψης θρίλερ ταυτοπροσωπίας. Στήνουν με μινιμαλιστικά υλικά ένα μεγαλειώδες ηχοτοπίο με πολλές διαφορετικές υφές, με την απουσία εκρήξεων να μην μειώνει σε τίποτα την άβολη αίσθηση του σασπένς. Πρόκειται στην πραγματικότητα για ατονική μουσική. Καλοκουρδισμένη αίσθηση της… «ξεκούρδιστης» αναλογικής ατμόσφαιρας, δημιουργημένη από πνευστά που σου γαργαλάνε το μυαλό. Ένα ιδανικό αντίβαρο για το soundtrack του The Master που είχε υπογράψει πέρσι ο John Greenwood των Radiohead.
Η χολιγουντιανή αισθητική κάθε άλλο παρά πέπλο ασφαλείας αποδείχθηκε για τον Darren Aronofsky και το βιβλικό του έπος Νώε. Όμως αντίθετα, δεν εμπόδισε σε τίποτα τον Clint Mansell να πάρει παρέα τους Kronos Quartet και να υπογράψει ένα από τα πιο αξιόλογα soundtrack των τελευταίων ετών. Εδώ μάλιστα μοιάζει πιο ισορροπημένος από το διαλογιστικό ύφος του Fountain και ακόμα πιο φιλόδοξος και δεξιοτεχνικά στεκούμενος απέναντι στον πολυπρισματικό μουσικό καμβά του. Οι συναισθηματικές επάλξεις της Παλαιάς Διαθήκης περισσεύουν για τον Mansell, ο οποίος ενορχηστρώνει ένα «ρέκβιεμ για ένα όνειρο» που ονειρεύτηκε ένας φανατικός θρησκόληπτος. Χωρίς να επαναλαμβάνεται ούτε στιγμή λοιπόν, χτίζει ένα συμπαγές στρώμα με σφιχτή ενορχήστρωση και spiritual εξάρσεις, σε απόλυτη ονειρική διέγερση. Κερασάκι στην τούρτα το τραγούδι της Patti Smith με τίτλο "Faith".
Περισσότερο άνθρωπος του 20ου αιώνα από τους προηγούμενους είναι ο Marcelo Zarvos, ο οποίος υπογράφει το soundtrack μιας μάλλον αδιάφορης ταινίας που στα βιντεοκλάμπ (αν υπάρχουν ακόμα) θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στην κατηγορία «γεροντοέρωτες». Η μουσική του Zarvos για το Face Of Love δείχνει τον δρόμο της παραδοσιακής κινηματογραφικής μουσικής, με ατόφιο στυλ και διαχρονικό ύφος. Όλα όσα κάνουν τα μεγάλα soundtrack να είναι αυτό που είναι βρίσκονται εδώ, προσεκτικά τοποθετημένα. Το ρομαντικό score, το κρεσέντο για το THE END του φινάλε, το πηγαίο γλυκερό συναίσθημα που υγραίνει τα μάτια. Ο Zarvos φτιάχνει ρομαντική μουσική χωρίς να γίνεται χολιγουντιανά γλυκερός (ω, τι κατόρθωμα!) και φτιάχνει επίσης μουσική που δεν χρειάζεται εικόνες ή τους γοητευτικούς πρωταγωνιστές για να αναπνεύσει· μάλλον στέκει καλύτερα χωρίς αυτούς και τις κλισαρισμένες εικόνες καρμικού έρωτα που πραγματεύεται το φιλμ. Υπέροχη, πλούσια σε ιδέες και μοτίβα μουσική, με πηγαίο ρομαντισμό και την αίσθηση του βάθους στην ενορχήστρωση.
Αυτό το τελευταίο μας φέρνει βέβαια σε ένα ακόμα μεγάλο ζήτημα, καθώς παραμένει αμφίβολο το αν χρειάζεται να απογαλακτιστεί ένα soundtrack από τις κινηματογραφικές εικόνες που το γέννησαν, ώστε να θεωρηθεί σημαντικό και αυτάρκες. Δεν έχω ακούσει λ.χ. ποτέ το Psycho του Bernard Hermann εκτός ταινίας, αλλά αυτό δεν του αφαιρεί καθόλου σε αξία. Το μόνο που έχει ζωτική και όχι μόνο φιλοσοφική σημασία στη δεδομένη χρονική στιγμή, είναι να διασωθεί η ιδέα των soundtrack από συνθέτες οι οποίοι… συνθέτουν. Προτού δηλαδή οι τελευταίοι θεωρηθούν απομεινάρι μιας παλιάς εποχής, που από κεκτημένη αμηχανία θα αποκαλούμε «κλασική».
{youtube}wu19mqIpM5c{/youtube}