Το θέμα εδώ είναι συγκεκριμένο, αλλά είναι και αχανές. Αφορά μια κατηγορία μουσικών, που μπορεί να συμπίπτουν σε παρόμοια ηχητικά χωράφια, μπορεί και όχι. Δεν εμφανίζει κάποια προφανή χρησιμότητα, παρά μόνον στοχεύει σε μια καταγραφή –καταδικασμένη κι αυτή να είναι ενδεικτική· σε μία διαφορετική αναδρομή, αν προτιμάτε, στο δισκογραφικό έτος 2013.
Θα μιλήσουμε λοιπόν για μουσικούς οι οποίοι συνηθίζουν να κυκλοφορούν δίσκους κατά ριπάς· ένα «κλαμπ» για το οποίο ο Διονύσης Κοτταρίδης, ρωτώντας σχετικά τον Aμερικανό κορνετίστα Rob Mazurek (κάνε κλικ εδώ), πρότεινε μια προβοκατόρικη (για εμάς τους γραφιάδες) ονομασία: «by-the-time-you-finish-a-freaking-review-we-have-finished-a-couple-of-albums-motherfuckers». Μουσικούς, με άλλα λόγια, με ασταμάτητη δισκογραφική δραστηριότητα, την οποία για να προλάβει ένας φτωχός μουσικογραφιάς, θα πρέπει να στοχεύει στη θέση του επίσημου βιογράφου…
Προτού όμως αρχίσουμε την περιπτωσιολογία, κάποιες γενικές παρατηρήσεις. Αν μπορεί να βρεθεί ένας κοινός παρανομαστής μεταξύ των ονομάτων το έργο των οποίων θα σχολιαστεί παρακάτω, θα τον βρίσκαμε στη μερική ή ολοκληρωτική ενασχόλησή τους με τον αυτοσχεδιασμό. Και, υπό μία έννοια, είναι και λογικό. Γιατί πιο εύκολα ηχογραφείς συχνές αυτοσχεδιαστικές συνευρέσεις ή συγκυριακά τζαμαρίσματα, παρά γράφεις με λεπτομέρεια επί χάρτου προτού μπλέξεις με εξαντλητικές πρόβες και στουντιακά session.
Ωστόσο στις αρχές της δεκαετίας του 1970 δεν ήταν μόνον ο αυτοσχεδιασμός που οδηγούσε σε συνεχόμενες κυκλοφορίες. Κάποια πρόχειρα παραδείγματα είναι οι King Crimson, οι οποίοι μέχρι την πρώτη παύση εργασιών το 1975 είχαν κυκλοφορήσει 7 δίσκους μέσα σε 5 χρόνια· οι Embryo, οι οποίοι μόνο το 1973 εξέδωσαν δύο συνεργασίες με τον Mal Waldron και άλλη μία με τον Charlie Mariano· για να μην αναφέρουμε τους Beatles λίγο νωρίτερα, που σε 8 χρόνια δισκογραφικής παρουσίας κυκλοφόρησαν τα 13 στούντιο άλμπουμ τους· ή τον Frank Zappa, ο οποίος μέσα σε 25 χρόνια πρόλαβε και εξέδωσε περί τα 62 άλμπουμ. Άλλα χρόνια, θα μου πείτε. Και ίσως ένας παράγοντας που καθόριζε τη συχνή δισκογραφική παρουσία είναι η μικρότερη χωρητικότητα του μέσου (45 λεπτά χονδρικά οι δύο πλευρές του ενός βινυλίου, 70 του CD), επομένως και το γεγονός πως πάντοτε κάτι θα έμενε στην απ’ έξω. Χώρια οι χρυσές εποχές της δισκογραφίας εν γένει, που έχουν πλέον παρέλθει –πιθανότατα ανεπιστρεπτί.
Δεν πρόκειται βέβαια να μας απασχολήσει η περιβόητη προτεσταντική ηθική· η εργασιομανία στη δική μας περίπτωση δεν παίρνει αξιολογικό πρόσημο αφ’ εαυτού της. Προξενεί όμως την περιέργεια (τουλάχιστον τη δική μου), πότε προλαβαίνουν τέτοιοι μουσικοί να διεκπεραιώνουν τα αμέτρητα project που γυρνάνε στο μυαλό τους. Τέλος πάντων, για να μην το κουράζουμε, ας περάσουμε στην περιπτωσιολογία, με την υποσημείωση ότι ως βασικό σημείο αναφοράς πάρθηκε το 2013.
John Zorn
Μια τέτοια λίστα δεν θα μπορούσε να μην ξεκινάει με δαύτον. Δεν μπαίνω καν στον κόπο να αρχίσω να μετράω σε πόσους δίσκους υπάρχει το όνομά του από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 οπότε και βρίσκεται στα πράγματα (άλλωστε είχαμε πει αρκετά για την πάρτη του σχετικά πρόσφατα, εδώ). Αναφέρω μονάχα πως το 2010 είχε φτάσει σε διψήφιο νούμερο. Και το 2013, μαζί με τον οργασμό των συναυλιών για τον εορτασμό των 60 του χρόνων, κινήθηκε και σε αντίστοιχους δισκογραφικούς ρυθμούς. Αν και πλέον ο Zorn δεν εμπλέκεται εκτελεστικά σε όλες τις κυκλοφορίες του (αναλαμβάνει όμως όλα τα υπόλοιπα –σύνθεση, ενορχήστρωση, παραγωγή κλπ.), τα νούμερα παραμένουν εντυπωσιακά. 7 άλμπουμ λοιπόν κυκλοφόρησαν με το όνομά του πρώτη μούρη στο εξώφυλλο (ένα εκ των οποίων ήταν η 25η συνέχεια της σειράς Filmworks) και σε αυτά προσθέστε: το εξαιρετικό Tap του Pat Metheny, δηλαδή τον 20ο τόμο του BookOfAngels του Zorn, ένα λάιβ ενός από τα πλέον διαβόητα project του (και ανενεργού εδώ και περίπου μια δεκαετία), των Painkiller, και μία guest εμφάνιση στον δίσκο των Master Musicians Of Jajouka του Bashir Attar. Όχι και άσχημα, έτσι;
{youtube}duEgb_jVyyI{/youtube}
Merzbow
Ακόμα μία περίπτωση διαχρονικού δισκοπολυβόλου, ο Ιάπωνας μάστορας του θορύβου μετράει κι αυτός μερικές εκατοντάδες κυκλοφορίες. Το 2013 μετράω 5 προσωπικές κυκλοφορίες κι άλλες τόσες συνεργασίες με αντίστοιχης ισορροπίας ηχοτρομοκράτες. Σημαντικότερες, ο δίσκος Cuts –αποτέλεσμα συνεργασίας με τον Mats Gustafsson στα σαξόφωνα και τους θορύβους και τον Balazs Pandi στα τύμπανα– καθώς και η σύμπραξη με τον Oren Ambarchi στον δίσκο Cat’sSquirrel. Ειρήσθω εν παρόδω, εσχάτως πληροφορήθηκα –μέσα από ένα τυχαίο ψαχτήρι στο bandcamp– ότι κάποιοι ακόλουθοί του έχουν θεσπίσει την 19η Δεκέμβρη (ημερομηνία γέννησης του Masami Akita aka Merzbow) ως «παγκόσμια ημέρα Merzbow». Βοήθειά μας…
{youtube}kgRm-OYfeb4{/youtube}
Mats Gustafsson
Ούτε ετούτος θα μπορούσε φυσικά να λείπει από εδώ. Μπόλικα τα σχήματα τα οποία τρέχει επί σταθερής βάσης, εκπεφρασμένη και η δήλωση ότι οι συνεργασίες είναι ζωτικής σημασίας «to infuse, confuse and provoke» (να εμποτίζουν, να μπερδεύουν και να προβοκάρουν, θα μπορούσε να είναι η μετάφραση). Για το έτος που κοιτάμε, το «νόθο τέκνο» του Peter Brötzmann έβαλε τη σφραγίδα του στο προαναφερθέν Cuts (με Merzbow και Pandi), στο Verses με τον επίσης σαξοφωνίστα Ken Vandermark (υπό μία έννοια συνέχεια των διαλόγων με δύο σαξόφωνα που εγκαινιάστηκε το 2012 με την συνεργασία Gustafsson & Colin Stetson), όπως επίσης και σε μία ιδιότροπη συνεργασία με το νορβηγικό τρίο των Correction, στον δίσκο Shift. Υπήρξε τέλος εις εκ του κουαρτέτου πνευστών των Brass Unbound, το οποίο συνόδευσε τους Ex στο Enormous Door.
Πέραν αυτών, τόσο οι Fire!, όσο και οι The Thing –τα δύο ενεργά τρίο του Gustafsson– υπήρξαν κι εκείνοι δραστήριοι. Οι μεν πρώτοι βγάζοντας στις αρχές της χρονιάς το Exit! υπό τη μορφή μιας ορχήστρας περίπου 30 νοματαίων (βρέθηκε αρκετά ψηλά και στη δική μας λίστα με τα καλύτερα της χρονιάς), και κάποιους μήνες αργότερα το (WithoutNoticing) «απλώς» ως τρίο. Επίσης χωρίς εξωτερικές συνεργασίες, κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο και ο δίσκος Boot των The Thing, ο πρώτος υπό το νέο προσωπικό label του πολυμήχανου Σουηδού, The Thing Records.
{youtube}NqoBUuA8g1o{/youtube}
RobMazurek
Ο κορνετίστας από το Σικάγο έγινε γνωστός στα τέλη της δεκαετίας του 1990 με το σχήμα των Chicago Underground, το οποίο έχει έκτοτε κυκλοφορήσει υπό τη μορφή ντούο, τρίο, κουαρτέτου ή ορχήστρας, με τους πιο σταθερούς συνοδοιπόρους να είναι ο ντράμερ Chad Taylor και ο κιθαρίστας Jeff Parker (μεταξύ άλλων, μέλος και των Tortoise). Με πολλά άλλα project (λ.χ. Exploding Star Orchestra, Isotope 217 ή Starlicker) έχει γίνει ένα από τα κέντρα της δραστήριας τζαζ σκηνής του Σικάγο, ενώ με τους Sao Paulo Underground έχει επεκτείνει τις δραστηριότητές του και στη Νότια Αμερική. Κατά δήλωση του ιδίου, έχει κυκλοφορήσει συνολικά 46 άλμπουμ, ενώ ούτε το 2013 σε άφησε να βαριέσαι. Ήταν το SkullSessions ως Rob Mazurek Octet, τα TheSpaceBetween και Episodes ως Rob Mazurek, το MatterAnti-matter με τους Exploding Star Orchestra και το BeijaFlorsVelhoESujo με τους Sao Paulo Underground (με τους οποίους είχε κάνει κι εκείνο το πέρασμα από την Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών τον Οκτώβρη).
{youtube}wFwXeDDVprY{/youtube}
OrenAmbarchi
Ο Αυστραλός με ρίζες από τη Μέση Ανατολή, ντράμερ και κιθαρίστας κατ’ επάγγελμα αλλά όχι κατ’ αποκλειστικότητα, θα είναι ο τελευταίος αυτής της αναφοράς (είπαμε, η λίστα είναι καταδικασμένη να είναι απλώς ενδεικτική). Στο μυαλό μου –και στο πικάπ μου– γυρνάει συχνά τον τελευταίο καιρό ένας δίσκος που έγραψε το 2012 μαζί με τον Robin Fox για τη χορευτική παράσταση Connected, όμως και το 2013 (όπως θα έχετε ήδη μαντέψει) δεν υπήρξε αδρανής. Η συνεργασία με τον Merzbow στον δίσκο Cat’sSquirrelέχει ήδη αναφερθεί, οπότε προσθέστε τη συνεργασία με τον John Tilbury στο TheJustReproach, καθώς επίσης και την εξαιρετική του σύμπραξη με τον Keiji Haino και τον Jim O’ Rourke (εσχάτως κάτοικο Ιαπωνίας), στον αυτοσχεδιαστικό δίσκο NowWhileIt’sStillWarmLetUsPourInAllTheMystery.
{youtube}KpnyV-dekHI{/youtube}