Η ταινία του Αλέκου Σακελλάριου, που βγήκε στις αίθουσες το 1972 με πρωταγωνίστρια τη Ρένα Βλαχοπούλου, συμπρωταγωνιστή τον Αλέκο Αλεξανδράκη και τίτλο «Η κόμισσα της Κέρκυρας», είχε μουσική και τραγούδια του Γιώργου Κατσαρού. Ο τελευταίος, εξαιτίας μιας ιταλικής μπάντας (και μπαλέτου) που στο σενάριο συνοδεύει μια ιταλίδα ντίβα στις συναυλίες της στην Κέρκυρα, έχει υπογράψει ένα γουστόζικο (αλλά και ελαφρώς κιτς) soundtrack, που όμως έχει τη δική του σημειολογική υποσημείωση για το θέμα μας. Το νεανικό μουσικό σύνολο δεν μπορεί να πάει ούτε προς την «μπουζουξέ ελαφρά» μουσική που είχε αρχίσει να ανατέλλει, αλλά ούτε και προς τα παλιά αργόσυρτα και α-λα-opera τραγούδια που άκουγε ο μπαμπάς και η μαμά στα τέλη της δεκαετίας του ‘50. Είχε περάσει το rock ‘n’ roll, ο χιπισμός και οι Beatles πάνω από τη μαζική κουλτούρα ως… θεριζοαλωνιστικές μηχανές. Άρα, ο Mario Lanza και τα (θαυμάσια μεν, αλλά) απελπιστικά αργά τραγούδια του δεν μπορούσαν να πιάσουν τόσο το νεανικό ακροατήριο, αλλά ακόμα και τους 35αρηδες που είχαν πια οικογένεια και κάτι είχαν πάρει μυρωδιά. Γι’ αυτό και ο Κατσαρός της cheesy μελωδίες του τις μπολιάζει με ένα uptempo, βάζει και τίτλους όπως το «Νεανικό Σέικ» στις συνθέσεις του δίσκου (RCA/74321 25431) και προσεδαφίζει αυτό που όλοι έπρεπε να κάνουν παγκοσμίως λόγω των κοσμογονικών αλλαγών της προηγούμενης δεκαετίας.
Πάνες και γεννοφάσκια
Ένας λόγος που τα κουνήματα του Elvis, Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα και ο Chuck Berry έπιασαν την κοινωνία και την ταρακούνησαν συθέμελα, ήταν το ότι πιο πριν η μουσική για νέους ήταν από ανύπαρκτη έως και βαρετή του θανατά. Μεταμορφωμένα σε γλυκανάλατες άριες μέρη της όπερας και μετασχηματισμένα παιδικά τραγούδια, τα οποία δεν είχαν καν την πολυτέλεια να υπονοήσουν το οτιδήποτε το ερωτικό (για σεξουαλικό ούτε λόγος). Αγάπη τύπου «ο πρίγκηψ και η η αγνή βασιλοπούλα» ήταν το κόλπο. Το rock ‘n’ roll, αλλάζοντας τον ήχο και τη θεματολογία, δεν έκανε μόνο τη νεολαία να έχει τη δυνατότητα να κατέχει ένα δικό της και σεβαστό κομμάτι της δισκογραφικής παραγωγής, αλλά παράλληλα απομάκρυνε τα ώριμα ακροατήρια. Αυτό, βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν έσβησε το ελαφρύ τραγούδι, μήτε από τα ραδιόφωνα μήτε από την κορυφή των επιτυχιών. Ο Perry Como, με την εξωτική Ιταλία στις βαλίτσες του, ο Harry Bellafonte, με το ευφυέστατο πλεούμενο από μπαλάντα και exotica, κατέκτησαν μεγάλες κορυφές μαζί με προκατόχους τους (όπως τον Sinatra που σιγά σιγά έβγαζε το jazz στοιχείο από τις ενορχηστρώσεις του) και, παρέα με τον Dean Martin, σκορπούσαν ρίγη –και όχι μόνο– στο Las Vegas και στις παρέες από φιλενάδες που πήγαιναν για να εξαφανίσουν το τελευταίο τσεκ διατροφής – προσφορά του πρώην συζύγου. Ακόμα και αυτοί ξεθώριασαν στα μάτια όχι μόνο της νεολαίας αλλά γενικότερα του κοινού, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60, διότι οι Beatles είχαν σαρώσει τα πάντα.
Θα φανεί παράξενο το παρακάτω, αλλά ένας από τους μοχλούς της εξέλιξης ήταν το κίνημα της pop art. Το ιδιότυπο αυτό, λοιπόν, εικαστικό κίνημα, με προεξέχοντες τον Andy Warhol και τον Roy Linchestain, έδωκε την εξής πλατφόρμα στο πλατύ κοινό: εκεί που η σύγχρονη τέχνη είχε να κάνει από τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 με τις εκρήξεις επί καμβά του Jackson Pollock, οι παραπάνω δύο κύριοι έφεραν δύο ζητήματα που όλοι ήξεραν μέσα στην τέχνη και την έκαναν «ψιλά» για όλους – και ας μην καταλάβαιναν τον στρουκτουραλισμό πίσω από αυτές. Ο Warhol, με τις ανατυπώσεις από πρόσωπα και αντικείμενα που όλοι ήξεραν (ηθοποιοί, μουσικοί, πολιτικοί), και ο Roy, με την πανέξυπνη χρήση των λαοφιλών comics, απέμπλεξαν το πλατύ κοινό από το να προσπαθεί να καταλάβει τον κρυμμένο τόνο πίσω από κάθε αφαιρετικό πίνακα. Έτσι ήταν μία οδός που ο μέσος πολίτης επικοινώνησε εκ νέου με τα τεκταινόμενα. Οι κάτοικοι των αμερικάνικων suburbia άρχισαν να καταλαβαίνουν ότι τα downtown στέκια δεν ήταν ΤΟΣΟ απρόσιτα όσο νόμιζαν. Πώς νομίζετε ότι βρέθηκε τόσος κόσμος στο Woodstock; Δεν ήταν όλοι επαναστάτες, απλά πήγαν με το συρμό και τις εξελίξεις των τελευταίων ετών. Στο σχετικό ντοκιμαντέρ είναι φανερό ότι δε βλέπουμε μόνο χίπις, αλλά και μέσης κλάσης υπαλλήλους, όπως και κορίτσια που σε λίγα χρόνια έκοβες το κεφάλι ότι θα έφταναν maximum μέχρι το να γίνουν διευθύνουσες προσωπικού σε super market επαρχιακής πόλης.
Και αφού λοιπόν όλοι αυτοί μαζεύτηκαν στις οδούς και στα φεστιβάλ της εποχής και μύρισαν -έστω και επιφανειακά- πολλοί από αυτούς το άρωμα της διαφορετικότητας, τότε, και ενώ ξεφούσκωνε το μπαλόνι της ανατρεπτικότητας, μετά τις απανωτές εκρήξεις του (Παρίσι, Ουάσιγκτρον) και τη σκληρότητα της εξουσία (Σικάγο), τότε, λοιπόν, οι περισσότεροι από αυτούς… παντρεύτηκαν…
Τι να ακούμε την ώρα που πλένουμε τα πιάτα;
Είναι ένα πρόβλημα το παραπάνω. Οι Creedence Clearwater Revival τα είχαν καταφέρει και άρεσαν τόσο στις νοικοκυρές όσο και στους freaks, αλλά -όπως και να το κάνουμε- η απαλή μουσική ενδείκνυται περισσότερο στο σφουγγάρισμα από ότι το “Bad Moon Rising” και ας έχει το τελευταίο ξεσηκωτικό ρυθμό – προφανώς δεν κολλάει ΚΑΙ με την παρκετέζα. Ο κόσμος, λοιπόν, στις ΗΠΑ (αλλά και την Αγγλία) άρχισε να παντρεύεται μετά τις μικρές ή μεγάλες επαναστάσεις του στα ‘60s. Και ναι μεν τα ρούχα κράτησαν τη μακριά και χαλαρή φόρμα τους, αλλά, όπως πολύ σωστά μας δείχνει και η Παγοθύελλα του Ανγκ Λι, ακόμα και οι σεξουαλικές συνήθειές τους έμειναν με ανταλλαγές συζύγων (σοβινιστική και εκ Σουηδίας ορμώμενη συνθήκη) οπότε… Οπότε σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μπορείς να ακούς τραγούδια που μιλάνε… είτε κατά του συστήματος, είτε προτρέπουν σε ομφαλοσκόπηση, είτε για κοινοβιακές ελευθεριότητες.
Νάτη πάλι η Κέρκυρα στη μέση
Από το 1969, ο τότε πειραματιστής και πάντοτε θαυμάσιος συνθέτης Dick Hyman είχε συνθέσει ένα δίσκο υπόδειγμα, το MOOG: The Electric Eclectics of Dick Hyman (Command Records), το οποίο εμπεριέχει την εγκυκλοπαίδεια του easy listening για τις επερχόμενες δεκαετίες. Λίγο groovy, λίγο η αίσθηση του αρειμάνιου και ελευθεριακού πολίτη του κόσμου (έχει τραγούδι ο αθεόφοβος που ονομάζει… «Οι χωρίς άνω ένδυμα χορεύτριες της Κέρκυρας»), λίγο σοβαροφανές, με την αιχμή της τότε τεχνολογίας (βλέπε moog), αλλά και θεματολογίες (στους τίτλους) που έβαζαν το απαλό και το ροζ (με καθαρόαιμο σαρκασμό) στο λεξιλόγιο του ηχητικού σιτοβολώνα για τη δεκαετία του ‘70. Αν ακούσετε αυτό το δίσκο θα καταλάβετε από πού επηρεάστηκαν οι μετέπειτα δίσκοι της solo καριέρας του Ντέμη Ρούσου, της Νάνας Μούσχουρη αλλά και της Ραφαέλα Καρρά. Μπορεί να είχε εκλεκτικισμό, αλλά ήταν φτιαγμένο επίτηδες για να θυμίζει μουσική ενός ασανσέρ.
Οι δημόσιοι χώροι αποτέλεσαν, λόγω του εμπορικά εκμεταλλεύσιμου πεδίου που παρείχαν στις εταιρείες δίσκων, πρόσφορο έδαφος. Τα super market διογκώθηκαν σε βαθμό τερατουργήματος και -σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα- οι πόλεις είχαν γιγαντιαίες διαστάσεις. Δεν μπορείς, λοιπόν, σε τόσα εκτάρια να παίζεις κιθάρες που βομβίζουν, τύμπανα που σείουν συθέμελα τον κορμό και στίχους που μπορεί να βάλουν υποψίες στους πολίτες. Δεν πρόκειται περί συνομωσιολογίας. Και εσείς αν προσπαθήσετε να βρείτε το κατάλληλο ηχητικό περιβάλλον για τέτοια πεδία, θα καταλάβετε ότι τρεις είναι οι λύσεις. Το ambient (που ουδόλως τυχαίως εκεί στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 δημιούργησε ο Eno), το αδυσώπητο κοπάνημα (αλλά θα το κάνετε από αντίδραση και θα χάσετε τη θέση σας αν μιλάμε για επαγγελματική ασχολία) και το easy listening. Κανείς επιχειρηματίας δε θέλει Blue Cheer να παίζουν στα ηχεία του και οι στίχοι του “Volunteers” των Jefferson Airplane να ακούγονται, ενώ οι ανάπηροι από το Βιετνάμ κάνουν κατά δεκάδες εμφανή την παρουσία τους με τα καροτσάκια τους στους διαδρόμους των υπεραγορών.
Όχι πως στην Ευρώπη (εξ ου και τα παραδείγματα του Ντέμη και της Νάνας Μούσχουρη παραπάνω) ήταν διαφορετικά. Το easy listening της Ευρώπης (με επίκεντρο στη Γερμανία και τη Γαλλία) εξυψώνει στα charts μελωδίες και συνθέσεις που μπροστά τους τα μελομακάρονα είναι πραγματικά ήπια σε γλυκάδα.
Όμως, πέρα από τα ευφυολογήματα, δεν υπήρχαν μόνο σκουπίδια αλλά και εξελίξεις.
Βάλε λίγο βιολί και χαμήλωσε την έρμη την κιθάρα
Έτσι κι αλλιώς, τα πράγματα δεν θα μπορούσαν να έχουν την ίδια ορμή. Ο Elvis έβγαλε έναν εκπληκτικό δίσκο το ’69, αλλά η επιστροφή του είχε σκληράδα. Οι διαλυμένοι από το LSD, είτε έφευγαν για τις ερήμους, είτε χαμήλωναν τα φώτα. Ακούστε ακόμα και τους -κολοσσούς του fuzz- Blue Cheer πως ηρέμησαν κάπου το ‘72. Φυσιολογική κούραση μετά από τέτοια τρελή διαδρομή. Είναι νόμος της κοινωνίας. Στο Λονδίνο ο κόσμος άρχισε να μπλέκεται γύρω από το art rock είτε των Soft Machine είτε των Pink Floyd. Εστετιστές από κούνια όλοι οι παραπάνω, αντιπάθησαν το γλυκανάλατο όσο λίγοι. Όμως, το hard rock, που έπαιρνε τα πάνω του εκείνη την περίοδο, ένεκα του ότι έγραφε χιλιόμετρα και στα γυναικεία κοντέρ, και όχι μόνο στις δίποδες τεστοστερόνες, βρέθηκε με την πλάτη στον τοίχο και με μόνους αμετάπιστους τους Sabbath. Όλοι οι άλλοι έγραψαν μελό συνθέσεις και μπαλάντες αγάπης που γέμισαν σύννεφα εφηβικά και δακρύβρεχτα. Μπορεί να μην είναι easy listening αυτά, αλλά αποτελούν ενδείξεις του ρεύματος που αναφέραμε. Σε άλλα νεανικά μουσικά κινήματα δεν υπάρχει η μπαλάντα ως συνισταμένη. Θέτοντας εξαρχής την αγάπη, τον έρωτα και το σεξ ακόμα σε θέσεις επάρατες και αποπροσανατολιστικές απέναντι στον σκοπό (ακόμα και αν ήταν μηδενιστικός), το πανκ έστειλε τα άνθη και τα ηλιοβασιλέματα στον κάλαθο των αχρήστων.
Όμως το ακροατήριο υπήρχε. Και μπορεί οι μεσήλικες να ικανοποιούνταν με την ορχήστρα του (συμπαθούς αλλά συντηρητικού) James Last, αλλά υπήρχαν και οι μεσοβέζικοι ροκάδες (όχι rockers, αλλά ροκάδες, σε αυτούς όντως κολλάει η ελληνική λαϊκιστική απόδοση του όρου) όπως και οι «οδηγώ και θέλω να ακούω κάτι βρε παιδί μου». Αυτούς τους τελευταίους τους ικανοποίησε ένας από τους μεγαλύτερους παραγωγούς στην ιστορία του rock. Ο Jeff Lynne (των Electric Light Orchestra) είναι ο πρώτος που ενσωμάτωσε επιτυχημένα τα δοξάρια και τα βιολιά μέσα σε rock ενορχηστρώσεις χωρίς να ενοχλεί ούτε τους μεν, ούτε τους δε. Αλλά τότε, στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, έσκασαν οι δυο μεγάλες βόμβες… A.O.R. και Disco…
A.O.R.
Το λέει και το αρκτικόλεξο του όρου: Adult Οriented Rock. Session παικταράδες των στούντιο στις ΗΠΑ αποφασίζουν ότι καιρός είναι να κάνουν και οι ίδιοι συγκροτήματα. Παιδιά μικροαστικών οικογενειών, μέσα από το ζόφο των πόλεων, τραγουδούν για τα κορίτσια, την επιστημονική φαντασία, τα βράδια στα γεμάτα καπνό bar, για την αποξένωση. Το A.O.R., πριν μπει στην τελείως συνθεσάιζερ μορφή του στη δεκαετία του ‘80, έδωσε μερικά αριστουργήματα σε επίπεδο δισκογραφίας, από μπάντες όπως οι Toto, οι Styx και οι Journey. Έχει λοιδορηθεί όσο ελάχιστα μουσικά ρεύματα, τελείως άδικα κατά τη γνώμη μου, χώρια του ότι έχει αφήσει παρακαταθήκη καμιά 30αριά τραγούδια που είναι διαχρονικά και ξεσηκώνουν ακόμα.
Disco master
Από τις σκονισμένες δισκοθήκες παλαιότερων gay bar έρχεται ο τυφώνας του «πανηδονισμού». Τέρμα με την εγκεφαλικότητα και εμπρός για την φαλικότητα. Τέρμα με τον προβληματισμό, διότι η πόλη έγινε μητρόπολη και θηρίο ανήμερο και ζόφος που δεν ισορροπεί εσωτερικά με τίποτα - με κάποιο τρόπο πρέπει να φέρουμε τα πράματα στα ίσα τους. Οπότε σεξ και πάλι σεξ, που ενισχύεται από έναν βασικό και δελεαστικό ρυθμό. Ποιος θα μπορούσε να αντισταθεί στο πακέτο που πρότειναν μαύροι και λευκοί μουσικοί; Ουδόλως τυχαίως και, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 θεωρήσαμε ότι πάει, τελείωσε αυτό το πράγμα, μπόρα ήταν και πέρασε, δεν είναι τυχαίο ότι η λογική επέστρεψε με τη nu disco αλλά και με τα φετινά ανδραγαθήματα των Daft Punk.
Επίλογος
Το easy listening δεν είναι αποκλειστικά ο muzak θόλος στον ανελκυστήρα και δεν είναι μόνο οι -στα όρια της προσβολής- ορχηστρικές αποδόσεις της εποποιίας των Beatles (και άλλων άτυχων μεγαθηρίων), αλλά ουσιαστικά μια αναγκαία συνθήκη στην αστική ζούγκλα, που δομήθηκε σοφά από μαστόρια όπως ο Burt Bacharach και μετέδωσε φως και λάμψη σε πολλά είδη και υποκατηγορίες της μουσικής νεανικής κουλτούρας. Ακριβώς επειδή οι νεανίες μεγαλώνουν, αλλά -πώς να το κάνουμε ρε γαμώτο- το rock n roll είναι τόσο δελεαστικό, που ακόμα και σε ανώδυνες πινελιές το θέλεις μέσα στην ενήλικη ζωή σου, ακόμα και αν έχει απομακρυνθεί κατά πολύ από το μηδενιστικό τοπίο της εφηβείας…