«Ελπίζω να μην είναι διάσημη. Παραείναι καλή για να είναι διάσημη!»
Στο κέντρο του βαμπιρικού love story της νέας ταινίας του Τζιμ Τζάρμους, βρίσκεται η παραπάνω ατάκα. Κι αν ερμηνεύεται από τον Tom Hiddleston ως μια ήσυχη, ξέπνοη γραμμή είναι γιατί κρύβει όλη τη δύναμη της προβληματικής γύρω και μέσα από την ταινία - και αυτή παραήταν αρκετή. Σε ένα σημείο καμπής στην καριέρα του, ο λάτρης του φιλμ, Τζιμ Τζάρμους, αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει το ψηφιακό μέσο προκειμένου να καταφέρει να ολοκληρώσει την τελευταία του ταινία - και μια από τις καλύτερές του σε μια φιλμογραφία αριστουργημάτων. Περίπου τέσσερα χρόνια μετά το εξαιρετικό The Limits of Control, ο «πολύς» Τζάρμους βρέθηκε να αναζητά χρηματοδότηση επί σειρά ετών, να βλέπει όλο του το πρότζεκτ να απειλείται από την καταστροφή και, τελικά, είδε τη βοήθεια στο πρόσωπο του Χρήστου Κωνσταντακόπουλου, με τον οποίο ταίριαξε εξαρχής, όπως ο ίδιος είπε ξανά και ξανά. «Είναι ο άγγελος προστάτης μας», δήλωνε στη συνέντευξη Τύπου του 54ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για τον άνθρωπο της Faliro House που οι συγκυρίες τον έφεραν στον κόσμο του σκηνοθέτη, παρότι ο ίδιος δεν έκρυψε ότι στο άκουσμα ενός έλληνα παραγωγού, σκέφτηκε κάποιον που τρέχει από πάρτι σε πάρτι αγκαλιά με την Πάρις Χίλτον.
Με τη βοήθεια ανθρώπων που μοιράζονται το όραμά τους με αυτό του Τζάρμους, η ταινία επέζησε. Και την 1η Νοέμβρη, τα κατάφερε απέναντι στην σχεδόν εμπρηστική αυτοπροβολή μιας χούφτας ανθρώπων που παγίως βλέπουν την Τελετή Έναρξης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ως έναν ακόμη θεσμό στον οποίο αισθάνονται εκείνη την ακαταμάχητη ανάγκη να εισβάλλουν, απλώς για να αποχωρήσουν στα σκοτάδια όταν οι τίτλοι της προβαλλόμενης ταινίας αρχίσουν να πέφτουν. Βλέπετε, στον κόσμο της Πολιτείας διάσημος είναι όποιος είναι στο φως, ενώ στον κινηματογραφικό μικρόκοσμο κανείς αποθεώνεται στο απόλυτο σκοτάδι της αίθουσας και στην αίσθηση της προσωπικής εκτίμησης.
«Σας λείπει κιόλας το φιλμ;» ρωτάει το κοινό του Ολύμπιον αμέσως μετά την προβολή της ταινίας. Ο Τζιμ Τζάρμους μπορεί να αναγκάστηκε να αποχωριστεί το αγαπημένο του φιλμ ως μέσο (σχετικά πρόθυμα, καθώς είναι αυθεντικά ρομαντικός και όχι απελπισμένα δογματικός) όμως, ακριβώς για το λόγο αυτό, γέμισε την ιστορία του με νότες νοσταλγίας, από θρυλικές κιθάρες περασμένων δεκαετιών μέχρι βινύλια των ‘50s και των ‘60s και στο κέντρο της ιστορίας έναν ρομαντικό καλλιτέχνη που βυθίζεται στην κατάθλιψη και φλερτάρει με την αυτοκτονία.
Αρχετυπικά μοντέλα μιας μυθολογίας της οποίας τόσο οι ρίζες είναι σχεδόν αδύνατο να εντοπιστούν, ο Αδάμ και η Εύα ως πρωταγωνιστικό ζευγάρι βρικολάκων στη μέση του κινηματογραφικού σύμπαντος του Τζάρμους ενισχύουν -σχεδόν θεμελιακά- τον άκρατο ρομαντισμό που διατρέχει κάθε ιστορία από τη γέννηση του είδους. Οι ίδιοι αισθάνονται ξεπερασμένοι σε έναν κόσμο που βρίσκει μπανάλ και «τόσο 15ου αιώνα» τις συνήθειες που έθεσαν ξεκάθαρα τη βάση της μυθολογίας (και, φυσικά, ακολούθησαν με τα χρόνια και στις ανάλογες μεταφορές ανάμεσα στα καλλιτεχνικά είδη), διαχειρίζονται όμως με διαφορετικό τρόπο την αιώνια περιπλάνησή τους σε έναν κόσμο που δεν τους καταλαβαίνει. Ο Αδάμ συνθέτει (ή, καλύτερα, προσπαθεί να συνθέσει) μουσική (δηλαδή έκφραση) στο σχεδόν κατεστραμμένο Ντιτρόιτ, μέχρι η κατάθλιψή του να τον λυτρώσει με τη βοήθεια μιας ξύλινης σφαίρας που ο ίδιος παραγγέλνει, ενώ η Εύα χρησιμοποιεί τη σοφία των χρόνων της στον κόσμο, καταλήγοντας στην Ταγγέρη, όπου η Τέχνη δεν επιβιώνει απλώς, αλλά είναι η δύναμη που κρατά ζωντανή την ανθρωπότητα, τουλάχιστον το μέρος αυτής που δεν μετατράπηκε ακόμα σε ζόμπι - ένα νεκρό που δεν λέει να πεθάνει, σχεδόν πεισματικά.
Ρομαντισμός, βρικόλακες, αιώνια ζωή και σαν σημάδι παρακμής, όχι της κουλτούρας αλλά μιας συνεχώς βαλλόμενης ηθικής που σπρώχνει στην κατάθλιψη, ο αιώνιος θάνατος. Βλέπετε, ο βρικόλακας είναι προορισμένος να σκοτώνει αν θέλει να συνεχίσει να περιπλανιέται στον κόσμο. Η προσθήκη του Τζάρμους στη μυθολογία είναι στα πλαίσια της αποτύπωσης του περιθωριακού, μόνιμης βάσης στο σινεμά του και δεν απλώς είναι οι δεύτερες σκέψεις ενός πλάσματος που, ενώ ορίζεται από το θάνατο, μοιάζει να τον αποστρέφεται τόσο που η ίδια του η φύση δημιουργεί ενοχές. Άλλωστε, «η ιστορία θα ρίξει ένα πέπλο πάνω απ’ όλα αυτά», άποψη του φίλου του, Άκι Καουρισμάκι, που υιοθετεί ο Τζάρμους φιλοσοφώντας με κωμικό τόνο πάνω στην αιωνιότητα που, αν υπήρχε, η έκφρασή της στον σχεδόν άχρονο κόσμο (σχεδόν άχρονος ως ψήγμα μιας χρονικής γραμμής δίχως διαφαινόμενο τέλος) θα ήταν οπωσδήποτε μέσω της Τέχνης. Ο Τζάρμους δεν επιδοκιμάζει την παραίτηση, βεβαίως, αλλά υπογραμμίζει τη μικρή νίκη απέναντι στο θάνατο, υπογραμμίζει δηλαδή το μέγεθος αυτής: «Θα ήμουν τουλάχιστον θρασύς αν πίστευα ότι με τις ταινίες μου, φτιάχνω μια χρονοκάψουλα πολιτισμού. Αν χρησιμοποιώ τον Γουίλιαμ Μπλέικ και κάποιος στη Λιθουανία δει την ταινία και, ενώ δεν τον γνωρίζει, ενδιαφερθεί, τότε κάτι καταφέραμε», είπε στους δημοσιογράφους της Θεσσαλονίκης, επαναφέροντας την ελπίδα στην κορυφή.
Κι αν υπάρχει μια ζωογόνος δύναμη για να τροφοδοτεί με ελπίδα τον κόσμο, εξ ορισμού μάταιο αλλά συνειδητά διαχειρίσιμο αν κανείς αντιληφθεί τα όριά του, δεν είναι άλλη από τον έρωτα. Πίσω από όσα αγαπάμε, τη μουσική («είναι η απόλυτη ανθρώπινη έκφραση, γι’ αυτό αγαπώ όλα τα είδη της, το νεοψυχεδελικό κίνημα, το drone, το trance, το stoner και το doom metal, το underground hip hop, όλα έχουν τον τρόπο να με ενθουσιάζουν και να με επηρεάζουν»), το σινεμά («στην πραγματικότητα, τελικά προτιμώ το σινεμά πολύ περισσότερο απ' όλα τα υπόλοιπα ναρκωτικά - και τα έχω δοκιμάσει όλα!»), υπάρχει ο έρωτας ως έμπνευση, ως έκφραση και, τελικά, ως ο μοναδικός τρόπος να επιζήσει κανείς ανάμεσα σε ρομαντικούς, καταστροφικούς, παραιτημένους και σοφούς που διατείνονται την αναγκαιότητά του. Έτσι και το δίωρο ερωτικό γράμμα του Τζάρμους (για πρώτη φορά τόσο έκδηλο στη φόρμα και στην ιστορία του) καταλήγει με την αφιέρωση του έργου του (άρα και του ίδιου) στη σύντροφό του και επίσης καλλιτέχνη, Σάρα Ντράιβερ, μέσω της οποίας επέζησε ο ίδιος, η Τέχνη του και οι ιδέες του. Το παραδέχτηκε, στην αρχή και στο τέλος: «Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί».