Οι επόμενοι μήνες σηματοδοτούν την επιστροφή των Beatles στην επικαιρότητα, καθώς τον Οκτώβριο βγαίνει το New, ο καινούριος δηλαδή δίσκος του Paul McCartney, ενώ τον Νοέμβριο κυκλοφορεί το διπλό On Air: Live At The BBC Volume 2, αλλά και η remastered επανέκδοση του πρώτου Live At The BBC (1994). Κι επίσης, έχουμε την πολυαναμενόμενη έκδοση του πρώτου μέρους μιας τρίτομης βιογραφίας του γκρουπ από τον αναγνωρισμένο ειδήμονα Mark Lewisohn –με τον πρώτο τόμο να τιτλοφορείται Tune In και να αποτελείται (στην αμοντάριστη εκδοχή του) από 1728 σελίδες!
Με τα παραπάνω λοιπόν ως αφορμές, ρίχνουμε σήμερα μια ματιά στη σχέση που υπήρξε ο πυρήνας της όλης ιστορίας. Ο John Lennon και ο Paul McCartney αποτέλεσαν ένα πολυδιάστατο δίπολο, το οποίο εκτόξευσε τους Beatles σε δυσθεώρητα ύψη δημιουργικότητας και αποδοχής. Ποια ήταν όμως αυτή η σχέση; Πώς εξελίχθηκε μέσα στα χρόνια και πώς επηρέασαν οι αλλαγές στην ισορροπία της την πορεία του γκρουπ;
Κράτα με να σε κρατώ: 1957-1966
Η 6η Ιουλίου του 1957 είναι πλέον γνωστή ως «η μέρα που ο John συνάντησε τον Paul». Σε μια τοπική γιορτή στο Λίβερπουλ, ο 16χρονος Lennon και η μπάντα του, οι Quarrymen, πραγματοποίησαν το ντεμπούτο τους παίζοντας το “Be-Bop-A-Lula” και άλλα ροκ εν ρολ και skiffle τραγούδια της εποχής. Ο McCartney ήταν εκεί, προσκεκλημένος από έναν κοινό φίλο, τον Ivan Vaughan. Μετά το τέλος του λάιβ οι δύο νεαροί συστήθηκαν και ο McCartney έκανε επίδειξη των ικανοτήτων του στην κιθάρα, στο πιάνο και στο τραγούδι –ήξερε ακόμα και να κουρδίσει σωστά την κιθάρα του.
Παρότι ελαφρώς μεθυσμένος, ο Lennon διέκρινε το ταλέντο του McCartney και βρέθηκε εκείνο το βράδυ σε μεγάλο δίλημμα. Κατάλαβε ότι μαζί του θα είχε πολύ περισσότερες πιθανότητες να πετύχει και να ξεφύγει από την άχαρη ζωή που μάλλον τον περίμενε σε διαφορετική περίπτωση. Αντιλαμβανόταν, όμως, ότι σε αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να παραχωρήσει μέρος της εξουσίας του: «Πέρασε από το μυαλό μου ότι θα έπρεπε να τον έχω υπό έλεγχο, αν τον άφηνα να μπει στο γκρουπ», είπε χρόνια αργότερα. Η απόφαση πάντως της ένταξής του δεν άργησε να παρθεί.
Ο ερχομός του McCartney έφερε πολλές αλλαγές στους Quarrymen. Σταδιακά, τα παλιότερα μέλη κρίθηκαν ανεπαρκή και αποχώρησαν, ενώ, μετά από επιμονή του McCartney, προστέθηκε ο George Harrison. Για καιρό λειτούργησαν ως τρίο, η ανάγκη όμως για κλείσιμο ζωντανών εμφανίσεων έφερε στις τάξεις τους τον Stuart Sutcliffe και τον Pete Best, ενώ στη συνέχεια αποφασίστηκε να μετονομαστούν σε Beatles. Ακολούθησε η θητεία τους σε νυχτερινά κέντρα στο Αμβούργο της (Δυτικής) Γερμανίας, κατά την οποία απέκτησαν δέσιμο, όπως κι ένα αξιοζήλευτο εύρος ρεπερτορίου. Όταν τελικά ο Sutcliffe αποφάσισε να αποχωρήσει, ο McCartney δέχτηκε την πρόκληση να αναλάβει τη θέση του μπασίστα, κίνηση που μαρτυρά την αυτοπεποίθησή, μα και τη διάθεση να υπηρετήσει το γκρουπ από οποιαδήποτε θέση.
Όταν τον Γενάρη του 1962 οι Beatles υπέγραψαν συμβόλαιο με τον μάνατζερ Brian Epstein, ήρθε και η πρώτη μεγάλη διαφοροποίηση στη σχέση των δύο μουσικών. Ο Epstein θέλησε να σουλουπώσει την εικόνα του γκρουπ και σε αυτήν του την προσπάθεια βρήκε αντίθετο τον Lennon μα σύμμαχο τον McCartney, ο οποίος ήταν πάντα πρόθυμος για παραχωρήσεις προκειμένου να έρθει η πολυπόθητη επιτυχία. Αλλά και ο Lennon δεν ήταν τελικά διατεθειμένος να ρισκάρει... Μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες, ο Epstein κατάφερε να τους εξασφαλίσει δισκογραφικό συμβόλαιο στα τέλη του 1962, κάτι που σταθεροποίησε την τροχιά τους.
Στην πρώτη περίοδο της δισκογραφικής τους καριέρας, στην εποχή δηλαδή της Beatlemania, κυριάρχησε ο Lennon στον δημιουργικό τομέα. Παρότι πολλά από τα σινγκλ της περιόδου γράφτηκαν από κοινού (“From Me To You”, “She Loves You”, “I Want To Hold Your Hand”), είναι χαρακτηριστικό ότι στο άλμπουμ A Hard Day’s Night –το πρώτο και μοναδικό που περιείχε αποκλειστικά υλικό των Lennon/McCartney– ο πρώτος ήταν ο κύριος δημιουργός στα 10 από τα 14 τραγούδια. Η πλάστιγγα άρχισε να γέρνει προς την άλλη πλευρά μόνο το καλοκαίρι του 1964, όταν ο Lennon αποφάσισε να πάψει να κρύβει πως ήταν παντρεμένος με την Cynthia Powell (και είχε έναν γιο), αλλά και να παραδοθεί πλήρως στον πλούτο του, μετακομίζοντας σε ένα μεγάλο σπίτι στο Weybridge του Surrey, μία ώρα δρόμο από το Λονδίνο.
Ο McCartney πάλι ζούσε μέσα στην πόλη, στο σπίτι των γονιών της κοπέλας του, Jane Asher. Το περιβάλλον της αριστοκρατικής οικογένειας τον ενθάρρυνε ακόμα περισσότερο να εξελιχθεί και να εξερευνήσει τον κόσμο των τεχνών. Άρχισε έτσι να παρακολουθεί θέατρο, συναυλίες λόγιας μουσικής και να έρχεται σε επαφή με τα ρεύματα της avant-garde και με δημιουργούς όπως ο Karlheinz Stockhausen, ο Luciano Berio και ο John Cage. Στο μεταξύ, ο Lennon βυθιζόταν στην κατάθλιψη μιας ζωής που δεν επιθυμούσε πραγματικά, βρίσκοντας καταφύγιο στο διάβασμα, στο ποτό και στη μαριχουάνα.
Η ολοένα και διευρυνόμενη παιδεία του McCartney ήταν επόμενο να βρει διέξοδο και στο υλικό των Beatles. Αρχικά ήρθε το “Yesterday”, τραγούδι που έφερε τριβές, αφού αποτέλεσε ουσιαστικά σόλο ηχογράφηση. Ο παραγωγός τους, ο George Martin, θεώρησε ότι έπρεπε να κυκλοφορήσει ως σόλο σινγκλ, πράγμα όμως που απορρίφθηκε από τον Epstein με τη λογική πως κάτι τέτοιο ίσως αποσταθεροποιούσε τους Beatles. Στη συνέχεια ήρθε το Revolver στα 1966, όπου ο McCartney συνεισέφερε σε μεγάλο βαθμό, ειδικά σε τραγούδια όπως το “Tomorrow Never Knows”, όπου και αξιοποίησε τις γνώσεις του από τα σύγχρονα μουσικά ρεύματα. Παραδόξως, επειδή ήταν κυρίως στα τραγούδια με τη φωνή του Lennon όπου χρησιμοποιήθηκαν οι διάφορες νέες τεχνικές και τα σχετικά εφέ (ακριβώς λόγω του ότι τα ίδια τα τραγούδια ζητούσαν διαφορετικές προσεγγίσεις), δημιουργήθηκε η εσφαλμένη εντύπωση ότι εκείνος ήταν ο ατρόμητος πειραματιστής ανάμεσα στους τέσσερις. Λιγότερο μεγαλόστομος, ο McCartney παρέμενε στη συνείδηση του κόσμου ως ο «γλυκούλης Beatle”, όπως τον είχε πλάσει ο Epstein στις αρχές της πορείας της μπάντας.
Κατηφορίζοντας το βουνό: 1967-1980
Τα ηνία της δημιουργικής κατεύθυνσης άλλαξαν πάντως σαφώς χέρια με το Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band (1967), καθώς όλη η ιδέα πίσω από τη δημιουργία του άνηκε στον McCartney. Ο Lennon, χαμένος τότε σε μια θάλασσα LSD, συνεισέφερε με βαριά καρδιά στο κόνσεπτ, καταθέτοντας πάντως κι ένα αριστούργημα με το “A Day In The Life”. Μετά τον αναπάντεχο και σοκαριστικό θάνατο του Epstein, ήταν πάλι ο McCartney (ελλείψει άλλου πρόθυμου) που εδραιώθηκε στην καρέκλα του οδηγού, σέρνοντας τους υπόλοιπους στην υλοποίηση της παλαβής ιδέας που άκουγε στο όνομα Magical Mystery Tour. Διόλου τυχαία, ήταν και η πρώτη στιγμή κατά την οποία το έργο των Beatles τέθηκε υπό σαφή αμφισβήτηση.
Το ταξίδι στις Ινδίες στις αρχές του 1968 επέτρεψε στον Lennon να απομακρυνθεί από τα ναρκωτικά και να αγγίξει ξανά υψηλούς ρυθμούς δημιουργικότητας, βοηθούμενος και από μερικά μαθήματα κιθάρας από τον Donovan. Έτσι, το διπλό Λευκό Άλμπουμ (επισήμως The Beatles) προέκυψε αρκετά μοιρασμένο ανάμεσα στους δύο ανταγωνιστές, που από χρόνια πλέον έγραφαν χωριστά. Στις ηχογραφήσεις επήλθαν αρκετές ρήξεις ανάμεσα στον Lennon και στους υπόλοιπους, λόγω κυρίως της συνεχούς παρουσίας της Yoko Ono στο πλευρό του: οι σύντροφοί του τη μίσησαν, ο ίδιος ωστόσο επέμενε να τον ακολουθεί παντού. Η σύνδεσή του με μια «λοξή» Γιαπωνέζα του κόστισε πολλά και σε επίπεδο κοινωνικής κατακραυγής και αρνητικής δημοσιότητας, σύντομα δε το ζευγάρι οδηγήθηκε στην ηρωίνη.
Εκείνη την εποχή ήρθε και η ίδρυση της Apple, μιας δικής τους εταιρείας η οποία στήθηκε ώστε να τους απαλλάξει από την υψηλή βρετανική φορολογία. Το εγχείρημα πήρε όμως από νωρίς τον στραβό δρόμο και για να σταματήσει η οικονομική αιμορραγία προκρίθηκε η λύση της πρόσληψης ενός μάνατζερ. Οι Lennon, Harrison και Starr συνασπίσθηκαν γύρω από τον Νεοϋορκέζο Allen Klein, ενώ ο McCartney πρότεινε τους Lee & John Eastman, πατέρα και αδερφό αντίστοιχα της μνηστής του, Linda. Αυτή η κόντρα –περισσότερο για την εξουσία και το γόητρο και λιγότερο για τα χρήματα– ήταν κι εκείνη που οδήγησε τους Beatles στην τελική ρήξη.
Παρ’ όλα αυτά, ο McCartney έκανε τον Γενάρη του 1969 μια αγωνιώδη προσπάθεια να φέρει ξανά το γκρουπ σε επαφή με τις ρίζες του, ωθώντας τους υπόλοιπους στο πρότζεκτ Get Back, το οποίο οδήγησε στην κυκλοφορία του Let It Be. Τα αποτελέσματα υπήρξαν εντελώς αντίθετα από τα επιθυμητά και το γκρουπ βγήκε ανεπανόρθωτα πληγωμένο από την όλη διαδικασία. Ενώ γίνονταν προσπάθειες να διασωθεί το υλικό των συγκεκριμένων ηχογραφήσεων, η τετράδα αποφάσισε να φτιάξει ένα ακόμα άλμπουμ, το Abbey Road, με τον McCartney να αποτελεί τον ιθύνοντα νου της κατασκευής του medley της δεύτερης πλευράς, που αποτελεί και το σήμα κατατεθέν της εν λόγω δουλειάς.
Ακόμα όμως και η πρωτοβουλία της διάλυσης των Beatles, έπρεπε κι αυτή να διεκδικηθεί. Πρώτος ανακοίνωσε ο Lennon ότι διαλύει τη μπάντα, τον Σεπτέμβρη του 1969, με τους Klein και McCartney να του ζητούν να μην δημοσιοποιήσει την πρόθεσή του, καθώς εκείνες τις μέρες γινόταν αναδιαπραγμάτευση με την EMI για καλύτερους οικονομικούς όρους στο συμβόλαιό τους. Έτσι, ήταν τελικά ο McCartney που ανακοίνωσε δημοσίως τη διάλυση, στο δελτίο τύπου του πρώτου σόλο άλμπουμ του, το 1970. Ο Lennon δεν του το συγχώρησε ποτέ: εκείνος είχε φτιάξει τους Beatles, εκείνος έπρεπε και να τους διαλύσει.
Το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1970 σφραγίστηκε από ανηλεή πόλεμο μεταξύ των δυο τους, ο οποίος δεν περιορίστηκε μάλιστα σε δικαστικές αίθουσες και ιδιωτική αλληλογραφία μα εκτυλίχθηκε και στη δημόσια σφαίρα, μέσω ανταλλαγής δηλώσεων στον τύπο ή στίχων στα τραγούδια των δίσκων τους. Ο Lennon έκανε καλύτερη αρχή στη σόλο καριέρα του, κυκλοφορώντας δύο πολύ καλά άλμπουμ (John Lennon/Plastic Ono Band το 1970 και Imagine την επόμενη χρονιά), ενώ παράλληλα επιδόθηκε και σε πολιτικές κινήσεις, δραστηριοποιούμενος στον χώρο της άκρας Αριστεράς. Ο McCartney, αφού νίκησε μια κρίση κατάθλιψης, ακολούθησε άνιση πορεία μέχρι το Band On The Run του 1973 (με τους Wings), οπότε και κατάφερε να απογειωθεί καλλιτεχνικά και εμπορικά.
Στο δεύτερο μισό των 1970s, κι ενώ οι Wings αλώνιζαν πλέον στα στάδια της υφηλίου, ο Lennon αποφάσισε να αποσυρθεί ώστε να μεγαλώσει τον γιο που απέκτησε το 1975 με την Ono. Επέστρεψε βέβαια σύντομα με το από κοινού τους άλμπουμ Double Fantasy, το οποίο αντιμετωπίστηκε εντούτοις με σχετική αδιαφορία από τους κριτικούς. Λίγο πριν, ο McCartney είχε συλληφθεί για κατοχή ναρκωτικών στο Τόκιο γενόμενος ο περίγελος του ροκ κόσμου, βάζοντας έτσι ακόμα μία τρικλοποδιά στον εαυτό του στη μάχη για το ποιος από τους δύο ήταν το πιο κουλ Σκαθάρι.
Κόντρα με το υπερπέραν: 1981 και εξής
Η δολοφονία του Lennon τον Δεκέμβρη του 1980 έφερε ραγδαία αλλαγή στις ισορροπίες. Ο McCartney, συντετριμμένος από τον χαμό του, ίσως δεν συνειδητοποίησε εγκαίρως ότι πλέον θα είχε να ανταγωνιστεί ένα φάντασμα. Ο πρώην συνεργάτης του γρήγορα αγιοποιήθηκε χάρη σε βιβλία όπως το Lennon: The Definitive Biography του Ray Colem και εγκαθιδρύθηκε στη συνείδηση των μουσικόφιλων ως ο σκεπτόμενος και πρωτοπόρος μουσικός: αυτός ήταν ο Μότσαρτ, κι ο Macca ο Σαλιέρι.
Μια τελείως αντιδιαμετρική –και εξίσου ακραία– εικόνα του Lennon παρουσιάστηκε το 1988 με το βιβλίο The Lives Of John Lennon του Albert Goldman. Παρότι αποκηρύχθηκε και πολεμήθηκε από όλους τους φίλους και συνεργάτες του μακαρίτη, αποτέλεσε τελικά το εφαλτήριο για να σπάσει η κατασκευασμένη μυθοπλασία που είχε μέχρι τότε επικρατήσει και να γίνουν απόπειρες για μια πιο ακριβή αποτίμηση του ανθρώπου και του έργου του, αλλά και της συνολικότερης ιστορίας των Beatles.
Στο μεταξύ, ο McCartney συνέχιζε την καριέρα του με τεράστια εμπορική μα αμφιλεγόμενη καλλιτεχνική επιτυχία, ενώ είχε πλέον να κάνει με τη Yoko Ono σε ό,τι αφορούσε στα θέματα της παλιάς του μπάντας. Η εκατομμυριούχος χήρα μετατράπηκε ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 σε μια ιδιαίτερα μαχητική και ικανή επιχειρηματία, η οποία στεκόταν πλέον ως κέρβερος πάνω από την πολυδιάστατη κληρονομιά του συζύγου της. Οι σχέσεις της με τον McCartney υπήρξαν πάντα τεταμένες, στις αρχές όμως της δεκαετίας του 1990 οι δυο τους ήρθαν κοντά, ανοίγοντας τον δρόμο για το πολυμεσικό πρότζεκτ The Beatles Anthology. Ακολούθησε η επίσημη αυτοβιογραφία του McCartney, Many Years From Now (1997), η οποία επιχείρησε να αποκαταστήσει την αλήθεια για όσα στραβά είχαν επικρατήσει σχετικά με τη συνεισφορά του στους Beatles.
Στις αρχές ωστόσο της επόμενης δεκαετίας οι παλιές πληγές άνοιξαν και πάλι για τα καλά, με αφορμή μια πρωτοβουλία του McCartney. Στα credits του ζωντανά ηχογραφημένου άλμπουμ του Back In The U.S. (2002), το πρώην Σκαθάρι είχε αναστρέψει τη σειρά αναγραφής των ονομάτων από «Lennon-McCartney» σε «McCartney-Lennon», θέλοντας να διαφωτίσει ένα μέρος του κοινού σχετικά με το ότι τραγούδια όπως τα “Hello Goodbye”, “Blackbird” και “Here, There And Everywhere” ανήκαν σε εκείνον. Αν και είχε ξανακάνει το ίδιο στο άλμπουμ Wings Over America (1975), ενόσω ο Lennon βρισκόταν εν ζωή χωρίς να υπάρξει αντίδραση, αυτή τη φορά η χήρα του παλιού του συνεργάτη προέβαλε αντιρρήσεις, αναγκάζοντάς τον –έπειτα και από αρνητικά σχόλια στον αγγλοσαξονικό τύπο– να μην επανέλθει ξανά στο θέμα. Κι όμως, στο ντεμπούτο των Beatles η σειρά αναγραφής ήταν McCartney/Lennon! Και τότε ήταν ο Lennon που είχε ασκήσει πιέσεις στον Epstein για να αλλάξει...
Μερικά συμπεράσματα
«Πρέπει να είσαι μπάσταρδος για να τα καταφέρεις. Αυτό είναι γεγονός. Και οι Beatles ήταν οι μεγαλύτεροι μπάσταρδοι στη Γη».
Τα παραπάνω λόγια δεν προέρχονται από κάποιον ορκισμένο εχθρό των Σκαθαριών, αλλά από τον ίδιο τον John Lennon. Έστω κι αν διατυπώθηκε σε μια εποχή όταν ο ίδιος δεν είχε τα καλύτερα αισθήματα απέναντι στους συνεργάτες του, η εκτίμηση αυτή είναι πιο ακριβής από τις περισσότερες άλλες που ίσως διαβάσετε. Η σύνδεσή του με τον Paul McCartney δεν ήρθε αρχικά μέσω της φιλίας, μα από τη διαπίστωση ότι μαζί θα μπορούσαν να επιτύχουν έναν κοινό στόχο. Και για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου ήταν διατεθειμένοι να κάνουν (σχεδόν) τα πάντα.
Το σίγουρο είναι ότι στη μεταξύ τους «αναμέτρηση» αδικήθηκε κατάφορα ο McCartney, ειδικά μετά τον θάνατο του Lennon, όταν υπήρξε ένα πραγματικό καπέλωμα και μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας, η οποία αφέθηκε να αναπαράγεται από τον τύπο και τους οπαδούς. Θεωρούταν πάντα κουλ να είσαι με τον Lennon, που ήταν ο πιο φωνακλάς, ο πιο αμφισβητίας, ο πιο προκλητικός. Ο McCartney, από την άλλη, παρουσιαζόταν πάντα ως ο σόουμαν, ο άψογος επαγγελματίας, ο πρόθυμος να ικανοποιήσει τα γούστα όλων των ηλικιών και όλων των τάξεων. Ειδικά στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, όπου κυριάρχησε και μια κουτσή αριστερή ρητορεία, τέτοια στερεότυπα επικράτησαν με χαρακτηριστική ευκολία, άσχετα με το αν αντικατόπτριζαν την αλήθεια.
Όπως και να 'χει, ήταν τελικά η σύγκρουση των δύο –πράγματι αντιδιαμετρικών– προσωπικοτήτων και η αδιάκοπη μεταξύ τους ανταγωνιστικότητα που εκτόξευσε τους Beatles στη στρατόσφαιρα. Και σήμερα μπορούμε πλέον με βεβαιότητα να πούμε ότι κανένας δεν υπήρξε «καλύτερος». Αντίθετα, η μουσική και μελωδική δεινότητα του McCartney χρειαζόταν τη θρασύτητα και την τραχύτητα του Lennon προκειμένου να λάμψει. Όπως και η στιχουργική δεινότητα και ειλικρίνεια εκείνου, είχε ανάγκη την ακατάπαυστη τάση του McCartney προκειμένου να συμπληρωθεί. Στάθηκαν λοιπόν τυχεροί, κι εμείς μαζί, που συνάντησαν ο ένας τον άλλο...
Πηγές:
The Beatles Anthology, The Beatles, Cassell& Co, 2000
Revolution In The Head: The Beatles’ Records And The Sixties, Ian MacDonald,Pimlico, 1994-95
You Never Give Me Your Money: The Battle For The Soul Of The Beatles, Peter Doggett, Vintage, 2009
Abracadabra!: The Complete Story Of The Beatles’ Revolver, Ray Newman,Popkult Books, 2006