Η άνοδος στη δημοτικότητα του πειραματικού ήχου αλλά και της τζαζ στην Ελλάδα διαθέτει μια παράμετρο που έχει περάσει απαρατήρητη. Εκτός μιας πολύ συγκεκριμένης σέκτας, η οποία παρακολουθεί αμφότερα τα είδη από κοντά και επί σειρά ετών, οι νεόκοποι στον αυτοσχεδιασμό και στη δημιουργική μουσική (δύο παράλληλες και όχι πάντα εφαπτόμενες συντεταγμένες) ακολουθούν –και είναι φυσικό– μια αυτονόητη λογική: προσπαθώντας να βρουν το νήμα της εξέλιξης των εν λόγω ειδών, συνήθως αποθεώνουν τις δισκογραφικές παρουσίες καταξιωμένων ονομάτων (π.χ. Merzbow, Joshua Redman). Και είναι βέβαια πολύ ωραίο να βρίσκεσαι σε συνεχή επικοινωνία με την άνθηση ενός μουσικού, εξελισσόμενος ως ακροατής παράλληλα με τις ηχογραφήσεις του.
Λόγω τώρα της πολυπραγμοσύνης τους, μερικοί από τους μουσικούς του χώρου καταφέρνουν να γίνουν εξ αντανακλάσεως γνωστοί σε ευρύτερο επίπεδο, ένεκα π.χ. συνεργασιών. Κλασικά παραδείγματα, ο Colin Stetson μέσω της συνεργασίας του με τους Arcade Fire ή ο Φλώρος Φλωρίδης μέσω των Χειμερινών Κολυμβητών. Να θυμίσω βέβαια ότι ο τελευταίος, όταν το 1998 επιλέχθηκε προσωπικά από τον Thurston Moore μαζί με τον ILIOS για το άνοιγμα των συναυλιών των Sonic Youth στην Αθήνα, συνάντησε την αδιαφορία –αλλά είπαμε, ο αυτοσχεδιασμός δεν είχε τότε πάρει τα πάνω του. Ένας τέτοιος λοιπόν μουσικός, από τους θαυμάσιους παίχτες, συνθέτες και ενορχηστρωτές του σήμερα, είναι και ο Stefano Battaglia.
O εκ Μιλάνου ορμώμενος πιανίστας –γεννηθείς το 1965– δεν είναι απλά ένας καλός εκτελεστής. Σολίστας ήδη από το 1981 με την Ευρωπαϊκή Ορχήστρα Νέων και βραβευμένος ως καλύτερος πιανίστας το 1986 από το καταξιωμένο J.S. Bach Festival, αντιλαμβάνεται κανείς όχι μόνο το βαρύτιμο των σπουδών που προηγήθηκαν των άνωθι τίτλων, μα και το αποτέλεσμά τους. Ενώ όμως ο Battaglia λάτρεψε την κλασική μουσική, είχε την τζαζ και τον αυτοσχεδιασμό ως μεγάλα απωθημένα, όπως θα παραδεχόταν αργότερα σε συνεντεύξεις του. Και ναι μεν προχώρησε στην ίδρυση των Triplicity και των Theatrum, τελικά όμως τέτοια σύνολα μοιάζουν με προσχεδιάσματα της μετέπειτα σόλο πορείας του. Πανταχού παρούσες, βέβαια, οι κλασικές αναφορές. Θα μπορούσε κανείς να αναφέρει ως αντίστοιχό του τον Ιάπωνα Yoshuke Yamashita, με τη διαφορά ότι ο τελευταίος ξεκίνησε κατ' ευθείαν από το ξύλο και μετά άφησε να φανεί το κλασικό του background.
Αντιθέτως, ο Battaglia ούτε τη βία εναπόθεσε ως συστατικό των ενορχηστρώσεων του, ούτε και προσπάθησε να αποποιηθεί του κονσερβατορίου που τον εξόπλισε στα νεανικά του χρόνια. Κάτι που έγινε φανερό ήδη από την πρώτη του προσωπική ηχογράφηση στην ECM το 2005, το Raccolto. Έναν θαυμάσιο γενικά δίσκο (διπλό σε διάρκεια), με στιγμές όπου το νεοκλασικό στιλ, η τζαζ και ο μινιμαλισμός αντηχούν ισορροπημένα, μα και με μια ενοχλητική εντύπωση ότι ο πιανίστας προσπαθεί –με αγωνία– να παρουσιάσει όλες της ψηφίδες της καλλιτεχνικής του προσωπικότητας. Με αποτέλεσμα αρκετά τραβηγμένα σημεία.
Για το επόμενο βήμα του, ο Battaglia επέλεξε κάτι παράτολμο μα κατά μία έννοια συνηθισμένο σε κύκλους του σοφιστικέ αυτοσχεδιασμού. Πολλοί βέβαια το θεώρησαν ως κίνηση ασφαλείας και καταλαβαίνω τις αντιρρήσεις τους. Εντούτοις, το (επίσης διπλό) Re: Pasolini του 2007 δικαιώνεται εκ του αποτελέσματος. Με ένα σεξτέτο στο πρώτο –αργόσυρτο– CD κι ένα κουιντέτο στο ¬–γεμάτο πτώσεις και ανατάσεις αριστουργηματικού αυτοσχεδιασμού– δεύτερο, ο Battaglia αποτίνει εδώ φόρο τιμής στον μεγάλο Ιταλό σκηνοθέτη. Το στoίχημα ήταν κατά τη γνώμη μου απλό: ο Pasolini είναι μια διαχρονική φιγούρα, ωστόσο οι επισκέψεις στο έργο του μέσω άλλων εκφραστικών μέσων (πλην των κινηματογραφικών) δεν είναι ούτε συχνές, ούτε πολλές. Οπότε υπήρχε ένας χώρος μη κορεσμένος. Γενικά θεωρώ πως ο Battaglia το κέρδισε το στοίχημα, παρότι οπωσδήποτε διακρίνω τον βερμπαλισμό του άλμπουμ, που σημειώθηκε άλλωστε και από αρκετούς κριτικούς τότε. Οι διπλοί δίσκοι έχουν βλέπετε μία έκταση η οποία δείχνει απαγορευτική για τις συνήθειες του σημερινού ακροατή, ακόμα κι αν μιλάμε για θιασώτες της δημιουργικής μουσικής.
{youtube width="480" height="300"}JBjVe1_MX-8{/youtube}
Δεν ξέρω αν έλαβε το μήνυμα ο Battaglia, πάντως στο Pastorale (2010) έγινε τόσο μινιμαλιστής, ώστε η αντίθεση με τις προηγούμενες δουλειές του υπήρξε όχι μόνο φανερή, μα ενίοτε και σοκαριστική: εκεί που είχε συνηθίσει τους ακροατές σε πανσπερμία οργάνων, τώρα πρόκρινε τη γύμνια του ήχου. Παρέα πάντως με τον μόνιμο συνεργάτη του Michelle Rabbia στα κρουστά, ο Βattaglia ποίησε εδώ έναν απόλυτα ειδικό δίσκο, ένα από τα αριστουργήματα των '00s. Η σιωπή εναλλάσσεται με την έντονα φορτισμένη ενορχήστρωση πάνω στην καλύτερη παράδοση του μινιμαλισμού, ενώ σε σημεία πρωταγωνιστεί ένα εξευγενισμένο ατονάλ, καθώς κι ένας υπέροχος Rabbia, ο οποίος έφτιαξε ένα installation κρουστών ειδικά για την περίσταση (δεν υπάρχουν ντραμς), απλώνοντάς το γύρω από το πιάνο. Κάπως έτσι, επιτεύχθηκε μια εσωτερικότητα στα όρια του εκκλησιαστικού αποκρυφισμού –είναι άλλωστε γνωστή η ενασχόληση του Battaglia με τη φύση του θείου. Ουδόλως τυχαίως, εκείνη τη χρονιά το Pastorale βγήκε μέσα στα καλύτερα άλμπουμ του είδους, βρίσκοντας μάλιστα χώρο και στη σχετική ανασκόπηση του Avopolis.
{youtube width="480" height="300"}8uulrnyix-Y{/youtube}
Λες και οι μπαταρίες είχαν αδειάσει από την υπερπροσπάθεια που απαίτησε ο τοκετός του Pastorale (ο σχεδιασμός απαίτησε 4 χρόνια από τη ζωή του Battaglia), το The River Of Anyder του 2011 παρουσιάστηκε ελαφρώς άνευρο και αν μη τι άλλο συντηρητικό. Ηχογραφημένο με τρίο –σχεδόν πάγωσα όταν διαπίστωσα ότι ο υπέροχος Rabbia δεν συμπεριλαμβανόταν πια στο τάγμα ηχογράφησης– το άλμπουμ αυτό προχωρούσε σε αναλύσεις βασικών τζαζ θεμάτων, όπως πολλάκις έχει γίνει από δουλειές της ECM. Αν και δεν ήταν κακός δίσκος, αποδείχθηκε άοσμος και σίγουρα απογοητευτικός.
Μέσα όμως στο 2013 ευτυχήσαμε να δούμε έναν καινούργιο καλό δίσκο από τον Ιταλό δημιουργό, το Songways. Μη νομίσετε ότι ακολούθησε τη βαρετή πεπατημένη κι έβαλε μια γυναικεία ερωτιδέα φωνή να τραγουδάει σε μοτίβα του Μεσοπολέμου ή στις γραμμές της σαχλής αναβίωσης του απαλού vocal jazz σκελετού. Ουδόλως. Ο Battaglia έφτιαξε εδώ τραγούδια χωρίς φωνητικά: δίχως κάποιο από τα δύο πρωταγωνιστικά έγχορδα να ακολουθεί τη μελωδία μιας (υποτιθέμενης) φωνής, ακούμε παντού γέφυρες και ρεφρέν δοσμένα όπως μόνο ένας πειραματιστής θα τα έχτιζε. Μάλιστα, οι μελωδίες ξεφεύγουν τολμώ να πω από τον ενίοτε πηκτό ήχο του Ιταλού και εμπεριέχουν μια ιδιότυπη χαρά και ευφορία. Αριστοτεχνικά, ο Battaglia έφτιαξε εδώ τραγούδια για σφύριγμα στον δρόμο και για ηχομνημονική αναπαραγωγή –όπως ονομάζεται η διαδικασία ανάκλησης μιας σύνθεσης στο μυαλό μας, χωρίς να εκβάλουμε ήχο ή ρυθμό με μέλος του σώματός μας.
Από τα παραπάνω γίνεται λοιπόν φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ιδιαίτερο μουσικό και συνθέτη. Δεν είναι μόνο το γλυκόπικρο κλαβιέ του Stefano Battaglia, είναι η ίδια η σκέψη του που αντιλαμβάνεσαι ότι προϋπάρχει του όποιου τελικού αποτελέσματος. Ομιλούμε τουτέστιν για έναν αξιολογότατο δημιουργό, ο οποίος σε κάθε περίπτωση αξίζει της προσοχής μας κι ας εκπροσωπεί μια μουσική που κάθε άλλο παρά προς εξαφάνιση οδεύει.