Από τις σελίδες του SONIK WORLD παρουσιάζουμε συνήθως τις νέες τάσεις της μουσικής βιομηχανίας και προσπαθούμε να αναλύσουμε «τον κόσμο που έρχεται», ή καλύτερα, τον κόσμο που έχει έρθει... Που πάντα έχει τους οραματιστές του. Αυτή τη φορά ξεσκονίζουμε όχι ένα παλιό, αλλά ένα νέο κείμενο, με όραμα μια μουσική βιομηχανία πολύ διαφορετική από το μοντέλο που επικρατούσε τότε. Οι ιδέες του ξεδιπλώθηκαν σε τεχνοκράτες πριν ακριβώς 30 χρόνια και, διαβάζοντας το, θα διαπιστώσετε πόσο κοντά είναι στο σημερινό ψηφιακό δισκογραφικό τοπίο, ακόμα κι αν η σημερινή τεχνολογία ήταν τότε επιστημονική φαντασία. Το χθεσινό τηλέφωνο και η καλωδιακή τηλεόραση, που αναφέρονται σ’ αυτό, είναι το σημερινό internet και οι διάφορες συσκευές ψηφιακής αντιγραφής και λογιστικής καταγραφής των συνδρομών, είναι το σημερινό ηλεκτρονικό κατάστημα ψηφιακής μουσικής ή ένα... Spotify. Ακόμα και η φετιχιστική ανάγκη των μουσικόφιλων υπήρχε τότε η δυνατότητα να καλυφθεί, για να αποφευχθεί, όπως λέει ο εμπνευστής του (ο μεγάλος Frank Zappa), όλο αυτό το άχρηστο και πανάκριβο (στην κατασκευή) packaging του δίσκου, αλλά και η επίσης κοστοβόρα διανομή του. Η ακόλουθη ιδέα προτάθηκε από τον Frank Zappa σε μια ομάδα επενδυτών στην προ-CD εποχή, κάπου στο 1982. Υπάρχει στο βιβλίο του Zappa, “The Real Frank Zappa”, το οποίο εκδόθηκε το 1988.
«Μια πρόταση για ένα σύστημα που θα αντικαταστήσει το ισχύον σύστημα αναπαραγωγής δίσκων»
Του Frank Zappa
Το σύνηθες σύστημα ηχογραφημάτων, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, συνιστά μια ηλίθια διαδικασία, η οποία αφορά κυρίως σε κινούμενα κομμάτια από πλαστικό, τυλιγμένα σε άλλα κομμάτια από χαρτόνι. Αυτά τα αντικείμενα, είναι βαριά και συνεπώς και ακριβά στη μεταφορά τους. Η διαδικασία παραγωγής είναι περίπλοκη και αργή. Ο ποιοτικός έλεγχος είναι μια άσκηση στη ματαιότητα. Δυσαρεστημένοι πελάτες επιστρέφουν συστηματικά δίσκους επειδή δεν είναι σε καλή κατάσταση και δεν παίζουν…
Η νέα ψηφιακή τεχνολογία μπορεί να παράσχει στον καταναλωτή καλύτερη ποιότητα ήχου με τη μορφή ψηφιακών δίσκων [CD]. Οι τελευταίοι είναι μικρότεροι, περιέχουν περισσότερη μουσική και, προφανώς, η αποστολή τους κοστίζει λιγότερο. Αλλά είναι πολύ πιο ακριβοί στην αγορά και στην κατασκευή τους. Για την αναπαραγωγή τους, δε, ο καταναλωτής θα πρέπει να αντικαταστήσει τον παλιό hi-fi εξοπλισμό του και να προβεί στην αγορά μιας ψηφιακής συσκευής αναπαραγωγής.
Αλλά πάμε και στο σημαντικότερο κομμάτι: Ο μεγαλύτερος όγκος της προσπάθειας προώθησης σε κάθε δισκογραφική εταιρεία σήμερα αναλώνεται και προσανατολίζεται στο «νέο υλικό». Τα καλύτερα και τα τελευταία προσπαθούν να μας επιβάλλουν αυτοί την εβδομάδα οι “cocaine-tweezed rug-munchers” (σσ. το αφήνουμε αυτούσιο για να το απολαύσετε). Τις περισσότερες δε φορές, αυτές οι αισθητικές τους επιλογές έχουν ως αποτέλεσμα βουνά άχρηστου βινυλίου και χαρτονιών, τα οποία δεν μπορούν να πουληθoύν σε καμία τιμή και επομένως επιστρέφονται για πέταμα και ανακύκλωση. Αυτά τα λάθη είναι ακριβά.
Ας βάλουμε στην άκρη προς στιγμήν το σημερινό τρόπο λειτουργίας και ας σκεφτούμε τη σπατάλη του νέου υλικού και το στρίμωγμα μεγάλων και αξιόλογων δίσκων του παρελθόντος, οι οποίοι εκτοπίζονται ουσιαστικά από την αγορά λόγω του περιορισμένου χώρου του ραφιού στα καταστήματα λιανικής πώλησης. Ας αναλογιστούμε τις επιπτώσεις αυτής της ακόρεστης επιθυμίας της ποσόστωσης ‒ αυτή τη συνειδητή εμμονή κι επιμονή κάθε εταιρίας να καλύψει κάθε διαθέσιμο χώρο λιανικής με τις «νέες κυκλοφορίες αυτής της εβδομάδας».
Όμως ο πλούτος της δεν είναι η κάθε «φρέσκια» κυκλοφορία. Κάθε μεγάλη δισκογραφική εταιρία διαθέτει πλήρη θησαυροφυλάκια από σπουδαίες ηχογραφήσεις «καταλόγου», από σημαντικούς καλλιτέχνες, σε πολλές κατηγορίες. Σε τέτοιο όγκο που οι δισκογραφικές θα μπορούσαν να παρέχουν στους καταναλωτές την ατέλειωτη απόλαυση μουσικής, αν μπορούσαν να τη διαθέσουν σε μια βολική μορφή.
Στους μουσικόφιλους αρέσει η κατανάλωση μουσικής. Όχι ειδικά τα τεχνουργήματα βινυλίου τυλιγμένα σε χαρτόνι.
Θα πρέπει να είναι δική μας πρόταση η ωφέλεια από τις θετικές πτυχές της αρνητικής τάσης που πλήττει τον κλάδο της δισκογραφίας σήμερα σήμερα: το home taping υλικού που έχει κυκλοφορήσει σε βινύλιο.
Πρώτα απ' όλα, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το γράψιμο σε κασέτα ενός άλμπουμ δεν έχει απαραίτητο ως βάση την «τσιγκουνιά» του καταναλωτή. Εάν ένας μουσικόφιλος ηχογραφήσει σε κασέτα ένα δίσκο, αυτό το αντίγραφο μπορεί και να ακούγεται καλύτερα από μια high-speed duplication κασέτα του εμπορίου, η οποία κυκλοφορεί νόμιμα από την εταιρία. Προτείνουμε να μπορεί ο καταναλωτής να αποκτά τα δικαιώματα ώστε να αντιγράφει ψηφιακά τα καλύτερα από τα άλμπουμ καταλόγου κάθε εταιρίας που δεν κινούνται, να μπορεί να τα αποθηκεύσει σε μια κεντρική μονάδα επεξεργασίας και να τα έχει ανά πάσα στιγμή διαθέσιμα μέσω τηλεφώνου ή ψηφιακής τηλεόρασης, καθώς και να μπορεί να τα μεταφέρει μέσω δικών του συσκευών μαγνητοφώνησης, με επιλογή για άμεση, ψηφιακή μεταφορά σε SONY consumer-level digital tape encoder, Beta Hi-Fi, ή τη συνήθη αναλογική κασέτα (με εγκατάσταση ενός D-A converter στο τηλέφωνο το κύριο τσιπ κάνει περίπου δώδεκα δολάρια).
Όλο το λογιστικό κομμάτι (για την καταβολή των δικαιωμάτων, την τιμολόγηση του καταναλωτή κτλ) θα είναι αυτόματο και ενσωματωμένο στο λογισμικό του συστήματος.
Ο καταναλωτής θα έχει τη δυνατότητα να εγγραφεί σε μία ή περισσότερες «ειδικές κατηγορίες ενδιαφέροντος», να χρεώνεται με μηνιαία συνδρομή, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ποσότητα της μουσικής που ο πελάτης επιθυμεί να αντιγράψει.
Η παροχή υλικού σε τέτοια ποσότητα και με μειωμένο κόστος θα μπορούσε να μειώσει πραγματικά την επιθυμία των καταναλωτών να αντιγράφουν και να αποθηκεύουν, αφού θα θεωρούν ότι τα πάντα είναι διαθέσιμα οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας ή της νύχτας.
Η όλη υπηρεσία θα μπορούσε να είναι διαθέσιμη μέσω τηλεφώνου, ακόμη και εάν η τοπική υποδοχή είναι μέσω καλωδιακής τηλεόρασης.
Ένα πλεονέκτημα της καλωδιακής τηλεόρασης είναι η εξής: σε αυτά τα κανάλια, όπου πραγματικά τίποτα δεν συμβαίνει ποτέ (υπάρχουν περίπου εβδομήντα από δαύτα στο Λος Άντζελες σήμερα), θα μπορούσε να υπάρχει μια απεικόνιση του εξωφύλλου, στίχοι τραγουδιών, στοιχεία του δίσκου κτλ. Όλα αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαν να εμφανίζονται ενώ η μετάδοση είναι σε εξέλιξη κι έτσι θα δίνεται η ευκαιρία στο χρήστη να παίρνει μια ηλεκτρονική μυρωδιά του αυθεντικού merchandising, δεδομένου ότι υπάρχουν πολλοί καταναλωτές που έχουν το «φετίχ» με τη συσκευασία και αρέσκονται στο να προσέχουν αυτό το υλικό όσο παίζει η μουσική. Και μάλιστα, χωρίς το κόστος μεταφοράς τόνων χαρτονιού σε όλο τον κόσμο.
Οι περισσότερες από τις συσκευές που εμπλέκονται στο νέο αυτό σύστημα, ακόμα και τώρα που διαβάζετε αυτό, είναι διαθέσιμες στα ράφια των καταστημάτων, απλά αναμένουν να συνδεθούν μεταξύ τους προκειμένου να δώσουν τέλος στη δισκογραφική βιομηχανία, όπως τη γνωρίζουμε!
(αναδημοσίευση από το SONIK – Summer Issue)