Η μετεξέλιξη του thrash metal, του punk και του hardcore σε κάτι πιο γρήγορο, πιο βαρύ -με ακόμα πιο απόκοσμα ουρλιαχτά και ακραία στιχουργικά- concept γύρω από τον θάνατο και το gore, αποτέλεσε κύρια ένδειξη της τάσης των metal μουσικών να δοκιμάζουν τα όρια των μουσικών προτιμήσεων του ακροατηρίου.
Στο τέλος των ‘80s τα πρώτα γκρουπ, δραστηριοποιημένα σε Αμερική και Ευρώπη (κυρίως Μεγάλη Βρετανία, Σουηδία και Ελβετία), κυκλοφόρησαν πρωτόγονα demo και άγουρα full length που σήμαναν την έναρξη της death metal σκηνής, η οποία μέσα στην επόμενη πενταετία πήρε την τελική της μορφή. Ειδικά, μέσα στο 1991, κυκλοφόρησαν άλμπουμ που πλέον μνημονεύονται ως ακρογωνιαίοι λίθοι της πιο «βάρβαρης» μουσικής που ακούστηκε ποτέ...
Floridian Death Metal
Τέλη των ‘80s και το metal κοινό βρίσκεται διχασμένο ανάμεσα σε διάφορες τάσεις που αναπτύχθηκαν στα τέλη της δεκαετίας. Hair metal και thrash μονοπωλούν το ενδιαφέρον της νεολαίας (και όχι μόνο), κυκλοφορώντας δίσκους - ορόσημα της εποχής.
Φυσικό επόμενο, στη σκιά των μεγάλων rock stars της εποχής, να δημιουργούνται μικρότερες σκηνές που δεν εφησυχάζονται καλλιτεχνικά και κυρίως βλέπουν με κακό μάτι την εμπορική επιτυχία του «πρώην» σκληρού ήχου, που μοιραία απομακρύνθηκε από το underground.
Ειδικά στην Florida, τα γκρουπ ξεπετάγονται σαν τα μανιτάρια και σε τεράστια αναλογία θα αποτελέσουν τον βασικό βραχίονα του υποείδους. Στο Tampa Bay, οι Death, Morbid Angel, Obituary και Deicide θα συναντήσουν τους Cannibal Corpse και τους Malevolent Creation, οι οποίοι μετακόμισαν στο μεγάλο λιμάνι του Κόλπου του Μεξικού από την Νέα Υόρκη, έτσι ώστε να είναι μέλη της σκηνής.
Ο βασικός λόγος που συνέβη αυτή η «βάρβαρη» συνάθροιση, δεν είναι άλλος από τα φημισμένα Morrisound Studios, που εδρεύουν στην γραφική κωμόπολη Temple Terrace της Florida. Οι αδερφοί Morris μέσα σε λίγα χρόνια ηχογράφησαν την αφρόκρεμα της death metal δισκογραφίας, αξιοποιώντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε μπάντας.
Συγκροτήματα από όλο τον κόσμο έρχονταν στις εγκαταστάσεις τους και εμπιστεύονταν στα χέρια των Αμερικανών το υλικό τους. Η ιστορία απέδειξε, ότι έπραξαν ορθώς. Οι παρακάτω κυκλοφορίες, προϊόντα του έτους 1991, αξιολογούνται ως κλασικές του είδους:
Death (US) - Human
Morbid Angel (US) - Blessed Are the Sick
Suffocation (US)- Effigy of the Forgotten
Malevolent Creation (US)- The Ten Commandments
Atheist (US) - Unquestionable Presence
Massacre (US) - From Beyond
Gorguts (CAN) - Considered Dead
Pestilence (NL) - Testimony Of Ancients
Loudblast (FR) - Disincarnate
Cancer (GB) - Death Shall Rise
Οι αδερφοί Morris μέσα σε λίγα χρόνια ηχογράφησαν την αφρόκρεμα της death metal δισκογραφίας. Συγκροτήματα από όλο τον κόσμο έρχονταν στις εγκαταστάσεις τους και εμπιστεύονταν στα χέρια των Αμερικανών το υλικό τους. Η ιστορία απέδειξε, ότι έπραξαν ορθώς.
Swedish Death Metal
Αντίθετα με την αμερικανική σχολή, στη Βόρεια Ευρώπη και κυρίως στην Σουηδία, το death metal underground σπάργανο είχε περισσότερες επιρροές από τις D-beat hardcore punk, grindcore και crust punk σκηνές της Βρετανίας (Discharge, Napalm Death, Doom).
Συνεπακόλουθα, ο ήχος του σουηδικού death metal παρουσίασε μεγάλες διαφοροποιήσεις, με κύρια χαρακτηριστικά το ακόμα πιο χαμηλό κούρδισμα, την παραμόρφωση και κυρίως την «λερωμένη» παραγωγή, υπεύθυνος για την οποία θεωρείται σε μεγάλο βαθμό ο Tomas Skogsberg, ιδιοκτήτης των Sunlight Studios, στην Στοκχόλμη.
Εκεί ηχογραφήθηκαν κάποια από τα αριστουργήματα του ευρωπαϊκού death metal, με το έτος 1991 να απαριθμεί έξι από αυτά:
Entombed (SWE)– Clandestine
Grave (SWE)- Into the Grave
Dismember (SWE)- Like an Ever Flowing Stream
Sorcery (SWE) - Bloodchiling Tales
Therion (SWE) - Of Darkness
Hint: Εξίσου κλασική κυκλοφορία της σουηδικής σκηνής θεωρείται και το άλμπουμ των Unleashed, Where No Life Dwells, το οποίο κυκλοφόρησε την Πρωτομαγιά του 1991 και ηχογραφήθηκε στα Woodhouse Studios του Ντόρτμουντ, από τον Waldemar Sorychta.
Βρετανική Ωταλγία
Εάν πρέπει να μνημονευθεί ένα label για την συνεισφορά του στο death metal, τότε αυτό με διαφορά θα είναι η βρετανική Earache Records.
Με κυκλοφορίες και από τις δύο όχθες του Ατλαντικού, κατάφερε να γίνει ηγέτιδα δύναμη των ‘90s, προσφέροντας τις υπηρεσίες της σε σημαντικό κομμάτι του ακραίου ήχου.
Με την πρώτη σημαντική κυκλοφορία της να θεωρείται το Scum των Napalm Death, εν έτει 1987, η Earache συντέλεσε και στην επαναφορά του ενδιαφέροντος για το metal στο Νησί, μετά από μια μακρά περίοδο αδιαφορίας. Τοπικά συγκροτήματα, όπως οι Carcass και οι Bolt Thrower, θεωρούνται ως πρωτεργάτες της διαφοροποίησης του κλασικού death metal ήχου και μάλιστα μέσα στο 1991 κυκλοφορούν δύο από τα πιο επιδραστικά άλμπουμ της εποχής. Τα Necroticism: Descanting the Insalubrious και War Master, αντίστοιχα, αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της πειραματικής διάθεσης σε μια σκηνή που διαρκώς εξελισσόταν.
Αργά και Θανατηφόρα…
Παράλληλα, στο Νησί υπήρχε και ένα ακόμα ιδιαίτερο μουσικό κίνημα, που κινείτο ανάμεσα στο death και το doom, το οποίο μόλις στις αρχές των ‘90s ξεκινούσε την μακρά πορεία του.
Οι πρώιμοι Paradise Lost, My Dying Bride, Anathema σίγουρα δεν ηχούσαν τότε όπως τους γνωρίζει σήμερα ο μέσος metalhead. Η ύπαρξη τους, όμως, οφείλεται στην ενασχόληση των νέων Βρετανών μουσικών με το low tempo death metal.
H Peaceville Records, σε αυτές τις πρώιμες, καλλιτεχνικές αναζητήσεις προέβλεψε τα τεράστια περιθώρια βελτίωσης και συνέπραξε μαζί τους. Το δεύτερο άλμπουμ των Paradise Lost κυκλοφορεί το 1991, υπό τον τίτλο Gothic και, ενώ στο εσωτερικό του παραμένει death-doom metal, η ύπαρξη πλήκτρων και γυναικείων φωνητικών το κατατάσσουν ως πρώτο δείγμα ενός ιδιώματος που αργότερα θα ονομαστεί “gothic metal”.
Μέσα στην ίδια χρονιά, η Peaceville θα κυκλοφορήσει και άλλο ένα κλασικό άλμπουμ, ίσως το πιο αντιπροσωπευτικό του «αργού» death metal, το Mental Funeral των Αμερικάνων Autopsy.
Hint: Ο drummer, τραγουδιστής και βασικός συνθέτης των Autopsy, Chris Reifert, ήταν αυτός που έπαιξε τα drums στο πρώτο death metal άλμπουμ που κυκλοφόρησε ποτέ, το Scream Bloody Gore των Death, εν έτει 1987.