Φωτογραφία από τη μεγάλη συναυλία του Β. Παπαθανασίου στο Olympia του Παρισιού το 1974

Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου στον νου των περισσότερων έχει αποτυπωθεί ως ένας καλλιτέχνης εσωστρεφής και αποτραβηγμένος από τα φώτα της δημοσιότητας, στραμμένος προς το διάστημα, το μακρινό σύμπαν που ύμνησε με τη μουσική του. Ωστόσο μια πιο προσεκτική ματιά στην καλλιτεχνική του πορεία αποδεικνύει ότι το έργο του ήταν πάντα συνυφασμένο με το κοινωνικό, πολιτικό και υπαρξιακό γίγνεσθαι των ανθρώπινων κοινωνιών. Το κείμενο της ανακοίνωσης της NASA για τον θάνατό του ξεκινούσε με τη φράση “ad astra, Vangelis”, αλλά μπορούμε να πούμε ότι σε όλο του το πολύχρονο έργο,  ο Βαγγέλης Παπαθανασίου έσκυψε με στοχασμό και ευαισθησία, με μετριοφροσύνη και μεγαλείο πάνω από τον μικροσκοπικό μας πλανήτη. 

Το ξεκίνημα της ευρωπαϊκής του καριέρας, δηλαδή μετά τους Forminx και τα soundtrack για ταινίες του λαϊκού μας κινηματογράφου, πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του σαρωτικού κύματος της νεολαιίστικης επαναστατικότητας που συγκλόνισε τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Το τραγούδι των Aphrodite’s Child "Rain and Tears" (1968) έγινε μία μεγάλη επιτυχία ανάμεσα στους νέους του παρισινού Μάη του ‘68, ενώ γενικότερα τα δύο πρώτα άλμπουμ της μπάντας εντάσσονται πλήρως στο κλίμα της ελεύθερης και ψυχεδελικής έκφρασης εκείνων των χρόνων. Βέβαια, ο Παπαθανασίου επισφράγισε τη σχέση του με την εξέγερση του Μάη του 68, χάρη στο δεύτερο προσωπικό του άλμπουμ, Fais que ton rêve soit plus long que la nuit (1972).  Στην πειραματική αυτή σύνθεση, το ντοκουμέντο (ηχογραφημένα αποσπάσματα από συζητήσεις φοιτητών, επαναστατικά τραγούδια της εποχής και ήχοι από διαδηλώσεις) μπλέκεται με βαθυστόχαστες ambient συνθέσεις, που λειτουργούν σχολιαστικά στα γεγονότα, αποκρυσταλλώνοντάς τα στον χρόνο. 

Αλλά, και το τρίτο και τελευταίο άλμπουμ των Aphrodite’s Child, το θρυλικό 666 (1972), το οποίο σε συνθετικό επίπεδο αποτελεί αποκλειστικά δημιουργία του Παπαθανασίου, η κληρονομιά των late 60s είναι εμφανής, κυρίως στη μυστικιστική θεματική και ατμόσφαιρά του, όσο και στο περίφημο κομμάτι "∞", με τα ταυτόχρονα υστερικά και προκλητικά φωνητικά της Ειρήνης Παππά. Όπως διαβάζουμε σε σχετικό άρθρο: “Ο Βαγγέλης περιέγραψε το κομμάτι ως μεταφορά για "τον πόνο της γέννησης και τη χαρά της συνουσίας."”. Βέβαια, στην ουσία το 666, όπως σημειώνει ο Φώντας Τρούσας, “ήταν, είναι και θα παραμείνει ένα από τα σημαντικότερα progressive rock άλμπουμ, που άκουσε ποτέ ο κόσμος.” Επομένως, θα λέγαμε ότι ο Βαγγέλης Παπαθανασίου συνέδραμε σε αυτή την στροφή και μαζί απόληξη του ψυχεδελικού ροκ της flower power περιόδου στο πιο εγκεφαλικό και μεστό μουσικά και νοοτροπικά κίνημα του progressive rock. 

Μπαίνοντας, λοιπόν, στη δεκαετία του 1970, ο Παπαθανασίου ξεκινά την προσωπική του πορεία στο χώρο της μουσικής δημιουργίας. Αυτή η πορεία χαρακτηρίζεται μεν από εξέλιξη, αλλά όχι από αυτή τη φρενήρη και ψυχαναγκαστική πορεία προς το μέλλον που χαρακτηρίζει τον δυτικό πολιτισμό, ο οποίος κατά τη γνώμη του ίδιου του συνθέτη βιώνει μια μακρά κρίση. Στο έργο του, η γραμμική κατεύθυνση συνυφαίνεται με την κυκλική, καθώς ο Παπαθανασίου συνεχώς επιστρέφει σε υφολογικές, δομικές και θεματικές κατευθύνσεις που είχε ανοίξει στο ξεκίνημά του, δουλεύοντας τις με προσοχή και έμπνευση. Άλλωστε η φιλοσοφία της Ανατολής, που προβάλλει μια κυκλική αντίληψη του χρόνου, δεν του είναι άγνωστη, όπως διακρίνεται και στο άλμπουμ China (1979), το οποίο είναι αφιερωμένο στον μακραίωνο κινέζικο πολιτισμό. Παράλληλα, ο Παπαθανασίου προσεγγίζει και τον προσφιλή του αρχαιοελληνικό πολιτισμό, καθώς και κάποιοι από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους υποστήριζαν πως ο χρόνος στην ουσία κινείται κυκλικά. 

Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, όπως κάθε πραγματικά μεγάλος καλλιτέχνης άλλωστε, κατόρθωσε να συγκροτήσει ένα εντελώς δικό του ιδιοσυγκρασιακό ύφος, το οποίο αναγνωρίζεται από τις πρώτες στιγμές που ακούς κάτι δικό του. Σκέφτομαι, λοιπόν, ότι αυτό το μοναδικό ύφος του Παπαθανασίου διακλαδώνεται σε τρεις κατά βάση κατευθύνσεις. Όπως θα δούμε στη συνέχεια, καθεμία από αυτές, ως ένα βαθμό, αντιστοιχεί σε συνιστώσες της κοινωνικής, πολιτικής και υπαρξιακής σκέψης του. Βέβαια, αυτές οι υφολογικές κατευθύνσεις συνδυάζονται ελεύθερα και δημιουργικά πολλές φορές στο ίδιο άλμπουμ η ακόμα και στο ίδιο κομμάτι. Επίσης, δεν είναι σπάνιο να μπολιάζει τις συνθέσεις του με ιδιαίτερα στοιχεία , όπως οι επιρροές από την ισπανική μουσική, από το bolero ως το flamenco, στο soundtrack του 1492 (1992). Αλλά, ας δούμε, αυτές τις τρεις κατευθύνσεις που διασταυρώνονται στη μουσική του:

Αρχικά έχουμε τα soundtrack του Βαγγέλη για φιλμ που εξερευνούν τον φυσικό κόσμο, όπως το αριστουργηματικό L'Apocalypse des animaux (1973) με μουσική για το ομώνυμο ντοκιμαντέρ του Frédéric Rossif και το Antarctica (1983) για το ομώνυμο δράμα του Koreyoshi Kurahara, με θέμα την περιπέτεια Γιαπωνέζων επιστημόνων στον Νότιο Πόλο. Στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και το άλμπουμ Soil Festivities (1984), που -όπως υπονοεί και ο τίτλος του- είναι αφιερωμένο στον πλούτο της ζωής στο έδαφος και στο υπέδαφος. Η μουσική εδώ είναι χαμηλόφωνη ambient, γεμάτη λυρισμό και ευαισθησία, καθώς και με όμορφες μινιμαλιστικές μελωδίες. Μέσα από αυτή την κατεύθυνση της μουσικής του, ο Παπαθανασίου υποκλίνεται στο θαύμα της φύσης, αλλά και προσπαθεί να κατανοήσει τη θέση του ανθρώπου σε αυτή.  Όπως έχει δηλώσει και ο ίδιος σε συνέντευξη του 2012, σε ερώτηση σχετικά με το γεγονός ότι ήταν αυτοδίδακτος: “My formal training was nature (...) nature is music

 Στη δεύτερη κατηγορία μπορούν να ενταχθούν οι διάσημες συνθέσεις του Παπαθανασίου, στις οποίες τα επικά συνθεσάιζερ κυριαρχούν, όπως το "Pulstar" από το άλμπουμ Albedo 0.39 (1976), τα "Spiral" και "Dervish D" από το άλμπουμ Spiral (1977) και βέβαια οι τίτλοι τέλους ("End Title") για την ταινία Blade Runner (1982) του Ridley Scott. Σε αυτές τις συνθέσεις πρωτοκαθεδρία έχει ο ρυθμός, ένα πρώιμο ηλεκτρονικό beat που έχει επηρεάσει καθοριστικα την dance σκηνή. Εδώ ο Βαγγέλης αξιοποιεί την πιο προχωρημένη μουσική τεχνολογία του καιρού του, προβάλλοντας έναν ηρωικό και μαζί φουτουριστικό ήχο, αλληλένδετο με προβληματισμούς, που όπως φαίνεται από τις συνεντεύξεις του, τον απασχολούσαν για χρόνια: η δύσκολη σχέση ανθρώπου, τεχνολογίας και τέχνης, αλλά και το θάμβος απέναντι στο άγνωστο και αχανές του σύμπαντος. Άλλωστε, και στο φιλμ Blade Runner έχει απαθανατιστεί μία ποιητική, νουάρ και φυσικά sci-fi αναπαράσταση αυτών ακριβώς των προβληματισμών.

Βέβαια, εδώ το πράγμα κάπως μπερδεύεται, καθώς αυτό το δέος του ανθρώπου απέναντι στον σύμπαν εκφράζεται μέσα από μία διαφορετική κατεύθυνση της μουσικής του Παπαθανασίου. Πρόκειται για την στροφή του συνθέτη σε έναν κλασικότροπο συμφωνικό ήχο, με αξιοποίηση της ανθρώπινης φωνής, τόσο σε μονοφωνικά, όσο και σε χορωδιακά μέρη. Τα στοιχεία κλασικής μουσικής για πρώτη φορά κυριαρχούν στο άλμπουμ Heaven and Hell του 1975 και επηρεάζουν καθοριστικά ως και τις πιο πρόσφατες δουλειές του συνθέτη, όπως το Rosetta (2016), όπου κατορθώνεται ένα ταυτόχρονα υποβλητικό και επιβλητικό  συμφωνικό ambient ύφος. Αλλά, το έργο στο οποίο η modern classical τάση του Βαγγέλη φτάνει στο ζενίθ της είναι η Μυθωδία (2001). Μετά τον επικότατο πρόλογο ("Introduction"), ο ακροατής βυθίζεται σε ένα ηχητικό ταξίδι, όπου οι άριες των σοπράνο Kathleen Battle και Jessye Norman συνοδεύονται από τη Χορωδία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και συμπλέκονται με την Μητροπολιτική ορχήστρα του Λονδίνου και βέβαια με τα synths του Παπαθανασίου, που συχνά παίρνουν έναν αλλόκοτο drone και κοσμικό δρόμο. Παράλληλα, στη Μυθωδία ο Βαγγέλης προχωρά σε έναν τολμηρό συγκερασμό της συμπαντικής θεματικής, με αυτή του διαχρονικού και οικουμενικού ελληνικού πνεύματος.

Οι πιο παλιοί αναγνώστες θα θυμούνται ότι όταν είχε γίνει εκείνη η μεγαλειώδης συναυλία της Μυθωδίας το 2001, στις στήλες του Ολυμπίου Διός, πολλοί παράγοντες του πολιτισμού είχαν αντιδράσει, τόσο για την πιθανή καταστροφή των αρχαίων μνημείων, λόγω των βαριών σκηνικών, όσο και για το τεράστιο ποσό που ξοδεύτηκε. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι αντιδράσεις εκπορεύτηκαν τόσο από media της Δεξιάς, όσο και της Αριστεράς, με τον Μίκη Θεοδωράκη να εκφράζεται πολύ επικριτικά, κάνοντας λόγο για “τεχνική μουσική, με ψήγματα ελληνικότητας.” Αυτή η δήλωση ενός μουσικοσυνθέτη που συνδέθηκε άρρηκτα με τον νεοελληνικό πολιτισμό του 20ού αιώνα, μας δίνει την ευκαιρία να συζητήσουμε τη σχέση του Βαγγέλη Παπαθανασίου με την ελληνικότητα.

Ο Παπαθανασίου από την πρώτη φάση της πορείας του ενέτασσε στοιχεία αντλημένα από την ελληνική παράδοση στη μουσική του, συνταιριάζοντάς τα πάντα με το κλίμα του κάθε έργου του. Αφήνοντας στην άκρη τέτοιου τύπου επιρροές στους Aphrodite’s Child, ας θυμηθούμε το άλμπουμ Earth (1973), όπου τα μοιρολόγια και οι ρυθμοί της Ηπείρου συναντούν το progressive rock, αλλά και το El Greco (1998), στο οποίο επιτυγχάνεται μια ιδιοφυή σύμπλευση της κλασικής μουσικής -η συμμετοχή της Montserrat Caballé είναι καίρια- ενός σκοτεινού και λυρικού ambient και της παραδοσιακής και βυζαντινής μουσικής. Βέβαια, το επίμονο φλερτ του Βαγγέλη με την ελληνική παράδοση έφερε ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα στις δύο συνεργασίες του με την Ειρήνη Παππά, στα άλμπουμ Ωδές (1979) και Ραψωδίες (1986). Στο πρώτο οι δύο καλλιτέχνες διασκευάζουν δημοτικά τραγούδια, ενώ στο δεύτερο βυζαντινούς ύμνους, σε ένα εξίσου επικό και αιθέριο στιλ. Επομένως, ο Βαγγέλης Παπαθανασίου έχει πολύ σωστά, κατά τη γνώμη μου, χαρακτηριστεί ως ένας οικουμενικά Έλληνας μουσικοσυνθέτης, καθώς αγωνίστηκε να ενώσει τα νήματα της ελληνικής παράδοσης με κάποιες από τις σύγχρονές του τάσεις, όπως έκαναν και άλλοι σημαντικοί Έλληνες καλλιτέχνες στο παρελθόν, ωστόσο ο αντίκτυπος του έργου τους σπάνια ήταν τόσο διευρυμένος και τελικά σημαντικός σε παγκόσμιο επίπεδο.

https://www.youtube.com/watch?v=uEklgepsVhw

Η απορία που δημιουργείται πιθανώς είναι: πως γίνεται ένας καλλιτέχνης απόμακρος και μοναχικός, με τόσο δύσκολη φιλοσοφική θεματολογία να απολαμβάνει μια τέτοια, θα λέγαμε, mainstream επιτυχία, να έχει απίστευτες πωλήσεις και να συγκινεί εκατομμύρια ανθρώπων; Πρώτα απ’ όλα, ο Παπαθανασίου ήξερε να παίζει με το σύστημα της mainstream pop, καθώς ήταν πίσω από επιτυχίες Ευρωπαίων stars της ποπ των 70s και των 80s, όπως η Milva, η Βίκυ Λέανδρος και βέβαια ο Ντέμης Ρούσσος. Επίσης, ας μην ξεχάσουμε το ambient pop υβρίδιο της συνεργασίας του με τον Jon Anderson των Yes. Αλλά κυρίως προτείνω να ακούσετε το προσωπικό του άλμπουμ See You Later (1980), όπου το σύμπαν της (synth)pop στα χέρια του μετατρέπεται σε ένα παιχνίδι θαυμασμού και σαρκασμού. Τώρα, σε ένα δεύτερο επίπεδο ερμηνείας, συνειδητοποιούμε ότι ενώ οι βάσεις της τέχνης του είναι λυρικές, ιδεαλιστικές, ακόμα και αριστοκρατικές, είχε μια ισχυρή τάση να επικοινωνήσει τη μουσική του με το μεγάλο κοινό. Αυτός ο ουσιαστικά λαϊκός χαρακτήρας της μουσικής του φαίνεται στη λιτότητα των μελωδιών του, στην επίτευξη μιας αρμονίας που χαλαρώνει τον αγχωμένο και κουρασμένο μέσο άνθρωπο της εποχής μας, αλλά και σε αυθόρμητες πράξεις, όπως το να παίξει τον Εθνικό Ύμνο στο κατάμεστο Ηρώδειο. Το κοινό αφουγκράστηκε αυτή την αυτοσχεδιαστική εκτέλεση μέσα σε μια -φαντάζομαι- συναρπαστική σιωπή. Ο ίδιος ο συνθέτης δήλωσε: “Mα τους αφορούσε, όπως αφορούσε και μένα. Kι εγώ είχα γίνει ένα με τον κόσμο”. Κάπως έτσι ένας μεγάλος καλλιτέχνης δείχνει τον δρόμο να αγαπάμε και να προβάλλουμε τον τόπο μας, χωρίς παρελθοντολαγνεία και εθνικισμό.

Συνεπώς, η πιο διάσημη σύνθεση του παραμένει το βασικό θέμα της ταινίας Οι Δρόμοι της Φωτιάς (1981) (δεν λαμβάνουμε υπόψη εδώ τη μεγάλη δικαστική διαμάχη με τον Σταύρο Λογαρίδη). Στο συγκεκριμένο κομμάτι  συνδυάζεται ο synth δυναμισμός και ο ambient ρεμβασμός με μια κλασικότροπη αλλά αφοπλιστικά απλή μελωδία. 

Στο μουσικό έργο του Παπαθανασίου συναντάμε την εξέλιξη που μπορεί να έχει ένας παθιασμένος αυτοδίδακτος μουσικός, ένας άνθρωπος για τον οποίο η μουσική δημιουργία ήταν συνυφασμένη με κάθε πτυχή της ζωής του, από την καθημερινή ως την πιο φιλοσοφική και υπαρξιακή. Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου που ξεκίνησε από την παραλιακή κωμόπολη της Άγριας για να αναδειχθεί σε έναν από τους σημαντικότερους μουσικοσυνθέτες των τελευταίων 50 ετών.

https://www.youtube.com/watch?v=CSav51fVlKU

 

Ακολούθησε το Avopolis Network στο Google News

 

Διαβάστε Ακόμα

Featured