Στη Βαρυμπόμπη, στις παρυφές μιας εγκαταλελειμμένης στάνης, μαζευόταν γενικότερα η πιο Underground σκελίδα της rave νεολαίας. Στην περίφημη φάρμα από την άλλη, στα Οινόφυτα, η κατάσταση είχε απευθείας σχέση με την καθαρόαιμη acid house κουλτούρα και μουσική...
Αν ψάξετε στο YouTube, υπάρχει ένα και μοναδικό video που έχει απαθανατίσει την ελεγχόμενης εκρήξεως κατεδάφιση ενός σταχτόχρωμου σκελετού κτιρίου στη Λεωφόρο Μεσογείων, τον Μάιο του 1995 –τη θέση του πήρε αργότερα το νοσοκομείο Ερρίκος Ντυνάν. Αν υπήρχε χρονομηχανή, θα σας πήγαινα σε παρακείμενη ταράτσα πολυώροφης πολυκατοικίας, όπου ο υπογράφων μαζί με την παρέα του πανηγύριζαν ξενυχτισμένοι και παραληρηματικοί την εκκωφαντική έκρηξη στις 8.00 το πρωί, όταν μπήκαν μπροστά τα ηλεκτρονικής πυροδότησης φουρνέλα. Ο λόγος, απλός: η παρέα ερχόταν από τη Βαρυμπόμπη, εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό.
Λίγο πιο πάνω από τις γνωστές ψησταριές, στις παρυφές μιας εγκαταλελειμμένης στάνης, η Βαρυμπόμπη έπαιρνε φωτιά κάθε Σάββατο βράδυ, είτε με intellectual trance, είτε με ένα τελείως παρταλιάρικο και αλανιάρικο techno που ερχόταν από Γερμανία μεριά. Η πυκνή βλάστηση –θάμνοι και πανύψηλα δέντρα– βοηθούσαν την οποιαδήποτε δραστηριότητα (ή ελευθεριότητα) και η γενικότερη αύρα της rave κουλτούρας, συνέπλεε. Στη Βαρυμπόμπη μαζευόταν γενικότερα η πιο underground σκελίδα της σφύζουσας από ηλεκτρονικές ανησυχίες νεολαίας της Αθήνας. Μπορούσες βέβαια να δεις και «γκραντζάδες», όπως και κλασικούς rockers (όχι hard rockers) με ανοιχτά τα ώτα στην ψυχεδέλεια, πέρα από τη φυλή που περίμενες ότι θα ανάπνεε δίπλα σου.
Στα περίφημα Οινόφυτα, όμως, η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική. Η επονομαζόμενη και «Φάρμα» είχε απευθείας σχέση με την καθαρόαιμη acid house κουλτούρα και μουσική. Η δε φημολογούμενη οικολογική διάσταση που ήθελε να λάβει, δεν είναι αστικός μύθος. Υπήρχαν σκέψεις (αλλά και πράξεις) από τους πρωτοστατούντες της φάσης, οι οποίες έδειχναν πως είχαν βλέψεις προς μία τέτοια εναλλακτική διάσταση κοινωνικότητας. Αυτό είχε να κάνει με την απευθείας σχέση του ιθύνοντα Αλέξη Παπαδόπουλου με τις ανάλογες φάμπρικες του εξωτερικού (Λονδίνου και Βερολίνου, αλλά και της Goa διάστασης). Κάτι που μετέφερε τα κελεύσματα και τις πτυχώσεις της κολορατούρας της Ευρώπης σε μια οπτική η οποία πορευόταν προς ένα μέλλον με στοιχεία αυθεντικότητας.
Και η αλήθεια είναι ότι η Φάρμα, παρ'όλο το χρυσάφι που έπεσε από μεγαλοεπιχειρηματίες της Αθήνας, αρνήθηκε επιμόνως να μεταφέρει την ομάδα της ως ενοικιαζόμενη και περιφερόμενη στην παραλιακή ή σε οποιοδήποτε χοροπηδάδικο της Αθήνας. Μπορεί όντως να κατηγορήθηκε για εμπορικοποίηση, όμως κάτι τέτοιο δεν είναι αληθές: η Φάρμα τράβηξε τον δρόμο που αρχικώς είχε ορίσει, χωρίς να παρεκκλίνει σημαντικά. Οι βραδιές σαφώς και μπολιάστηκαν από τουρίστες/αλεξιπτωτιστές, αλλά το επίκεντρο του σκεπτικού έμεινε το ίδιο. Κι έτσι, όταν κρίθηκε ότι έκλεισε ο κύκλος, η κλειδαριά μπήκε για τα καλά (φθινόπωρο του 1996).
Ούτε όμως η Βαρυμπόμπη άντεξε παραπάνω. Είχε να κάνει με τη φυσιολογική έκβαση και τον γενικότερο κύκλο των γεγονότων, καθώς η rave κουλτούρα περνούσε σε μια πιο μαζική και λαϊκίστικη διάσταση, φαινόμενο που κορυφώθηκε στα τέλη των 1990s με την εμφάνιση του σπαστικού ισραηλινού techno. Έτσι κι αλλιώς βέβαια, η μάνα raver –αυτή η αρχετυπική έννοια που μπήκε στη ζωή μας από εκείνο το βράδυ του 1997, όταν ο νεότατος (τότε) δημοσιογράφος του Σκάι Νίκος Ευαγγελατος μίλησε στον τηλεοπτικό αέρα με μια μητέρα σε σκιά, η οποία αφηγείτο τα παθήματα του υιού της υπό τον πηχιαίο τίτλο «Σάλος με τα Rave Party» – είχε ήδη δώσει τη βολή που χρειαζόταν το κίνημα ώστε να διαχωρίσει εαυτόν από τον μικροαστισμό.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στην ειδική έκδοση του περιοδικού Sonik, Ελληνική Ηλεκτρονική Μουσική, που κυκλοφόρησε το 2016.