H εξιδανίκευση του παρελθόντος είναι μια έξυπνη παγίδα. Με τα χρόνια οι γωνίες του «χτες» λειαίνονται με αποτέλεσμα να φαντάζουν όλα ιδεατά στο «τότε». Και πολλές φορές είμαστε τόσο απασχολημένοι στο να σκεφτόμαστε πόσο καλά ήμασταν πριν από δέκα χρόνια που ξεχνάμε να δούμε ότι ίσως (λέω ίσως) τώρα να είμαστε καλύτερα. Γιατί το πόσο καλά νιώθεις δεν είναι, τελικά, θέμα ηλικίας αλλά άλλων πολύ αντικειμενικότερων παραγόντων. Αυτό που είναι βασικό θέμα ηλικίας είναι ο ενθουσιασμός που μπορεί να σου προκαλέσουν τα πράγματα ανάλογα με το ποια δεκαετία διάγεις. Και σε αυτό το πλαίσιο, υποθέτω, έγκειται και η νοσταλγία της εποχής που ήμασταν 14 και 15 και 16 και 17 και 18 και 19 χρονών και 20 χρονών.
Κάπου λοιπόν στα μέσα της δεκαετίας του '90, για όσους ήμασταν τότε έφηβοι που φτιάχναμε τα μουσικά μας ακούσματα, η υπόθεση του να βρεις και να ακούσεις κάτι δεν ήταν ιδιαίτερα απλή. Εκεί στα τέλη 80s και στις αρχές της επόμενης δεκαετίας θυμάμαι τον εαυτό μου να ξημεροβραδιάζεται ακούγοντας POP FM (αν υπήρχε όντως τέτοιος σταθμός ή δεν τον έφτιαξε το χρονικό του συναισθήματος στο πέρας των ετών) με μια κασέτα 60άρα TDK, ή ό,τι είχα διαθέσιμη, έτοιμη στο ραδιοκασετόφωνο και το δάχτυλο ανά πάσα στιγμή στο κουμπί με το κόκκινο στρογγυλό σηματάκι για να γράψω (πειρατικά σαν να λέμε) όποιο τραγούδι μου έκανε μια κάποια εντύπωση απλά και μόνο από την εισαγωγή των πρώτων δέκα δευτερολέπτων. Και χωρίς να υπάρχει shazam (προφανώς και δεν υπήρχε) δεν ήταν λίγες οι φορές που αφού καθόταν καλά η "πειρατεία" άκουγα χωρίς έλεος, από άποψης έντασης και επαναλήψεων, προς τους υπόλοιπους ένοικους του σπιτιού ένα τραγούδι που δεν είχα ιδέα ποιος το λέει και ποιο είναι. Εκεί πια κάπου στις παρυφές της δεκαετίας του '90, δέκα, έντεκα και δώδεκα χρονών σαν να λέμε, έμπλεκα το “The One And Only” του Chesney Hawkes με το “Sanitarium” των Metallica (που επειδή στην πειρατική κασέτα οι χειρόγραφοι τίτλοι ήταν σαν να είχαν λάβει επιμέλεια από τον παθολόγο της γειτονιάς, για πάρα πολλά χρόνια νόμιζα πως λέγεται Sanitaria, εν είδει κάποιου άγνωστου γυναικείου ονόματος ξέρω ‘γώ), το “Call It What You Want” των New Kids On The Block με το “In Trance” των Scorpions (έχουν γίνει εγκλήματα σε αυτή την ηλικία, αλλά αναγκαία εγκλήματα θα έλεγα), το “When Will I Be Famous” των Bros με το “Eveything About You” των Ugly Kid Joe και η λίστα σταματημό δεν έχει.
Κάπου έμπλεκε το καθαρό pop στοιχείο λοιπόν με αυτό που λέμε ροκ τέλος πάντων και προφανώς αποχαιρετώντας το δημοτικό και μπαίνοντας στην εφηβεία αυτή η μια κάποια νεόπλαστη (αλλά και εύπλαστη) αίσθηση μουσικού γούστου έπρεπε να διοχετευθεί κάπου αλλού. Είναι τρομερό λοιπόν το πώς μπορούν να επηρεάσουν την μετέπειτα ζωή σου άνθρωποι τους οποίους δεν συνάντησες ποτέ μα ποτέ, που ενδεχομένως να μην έχεις δει καν το πως μοιάζουν. Η αδερφή μου και η ξαδέρφη μου ήταν (και είναι, ο χρόνος κινείται γραμμικά άλλωστε) τρία και τέσσερα χρόνια μεγαλύτερες από εμένα αντίστοιχα, η δε ξαδέρφη τα «είχε» με κάποιον Κώστα ο οποίος ήταν έναν επιπλέον χρόνο μεγαλύτερος από εκείνην, τουτέστιν αν εγώ ήμουν δώδεκα στα δεκατρία, ο Κώστας ήταν δεκαεφτά στα δεκαοχτώ. Το μεράκι του Κώστα ήταν να φτιάχνει mixtapes, στην κυριολεκτική τους έννοια βέβαια, όχι εικονικά/ψηφιακά μέσω mixcloud όπως κάνουμε σήμερα. Προφανώς όσο ήταν ζευγάρι με την ξαδέρφη μου σε τακτά διαστήματα έφτιαχνε κασέτες για εκείνην (ωραία ήταν, παρεμπιπτόντως, που φτιάχναμε mixtapes για κορίτσια, έκρυβε μια μυσταγωγική διαδικασία το όλο πράγμα σε ένα άλλο επίπεδο «ρομαντσάδας») και για καλή μου τύχη τα συγκεκριμένα mixtapes άρχισαν να πέφτουν και στα δικά μου χέρια.
Κάπου εκεί λοιπόν, για πρώτη φορά στη ζωή μου άκουσα το "Charlotte Sometimes" από τους The Cure και το "Handsome Devil " από τους The Smiths και το "Shake The Disease" από τους Depeche Mode. Και αν αυτά τα συγκροτήματα ως ονόματα τα ήξερα και ελέω MTV όλο και κάτι είχα δει και ακούσει, δεν συνέβαινε το ίδιο και με τα υπόλοιπα ονόματα που φιγούραραν στα mixtapes του (άγνωστου μέχρι και σήμερα σε εμένα) Κώστα. Lemonheads, Blur, Inspiral Carpets, Pulp, Ned’s Atomic Dustbin, Teenage Fanclub, Therapy?, Suede, the Auteurs, Juliana Hatfield, Sugar, Manic Street Preachers και δεν θυμάμαι κι εγώ τώρα πόσα άλλα. Και μιλάμε για 1992, βαριά 1993, για μια εποχή που αφού έφαγα το σκάλωμα με το υλικό που με πότισε ο Κώστας πήγα σε δισκάδικο και όταν ρώτησα αν έχουν τίποτα από Pulp μου ζήτησαν τρεις φορές να επαναλάβω το όνομα και τελικά με παρέπεμψαν σε μια μόλις κούτα με «ανεξάρτητες» κυκλοφορίες χωρίς φυσικά να υπάρχει κάτι από την μπάντα του Jarvis Cocker (το ίδιο δισκοπωλείο που εδώ και πολλά χρόνια δεν υφίσταται, μετά από κάποια έτη από το συμβάν είχε ολόκληρο τμήμα με indie, αυτό για την ιστορία). Κάποια στιγμή λοιπόν, αφού πια η ξαδέρφη είχε χωρίσει με τον Κώστα και νέα mixtapes από τα χεράκια του δεν θα ξαναέβλεπα το μέγα ερώτημα και άγχος είχε δημιουργηθεί: που και πως θα ανακαλύπτω τέτοια μουσική πλέον.
Το ερώτημα έμελλε να απαντηθεί όχι πολύ καιρό μετά. Επιστρέφοντας από το σχολείο κάποια μέρα εκεί κατά τις 13:15 όπως πάντα και κάνοντας το καθιερωμένο ζάπινγκ του “post-school chill out zone” το μάτι γούρλωσε και το στόμα έμεινε ανοιχτό καθώς το SEVEN X (ιδιωτικό κανάλι της εποχής) έπαιζε το video clip για το “Chemical World” των Blur! Περιμένοντας να τελειώσει σκέφτηκα «Θα έτυχε, τι διάολο; Θα βάλει Lenny Kravitz μετά». Αλλά έβαλε το “It’s A Shame About Ray” από Lemonheads! Και καπάκια μια live εκτέλεση του “Doing The Unstuck” από Cure! Και αμέσως μετά “If I Can’t Change Your Mind” από Sugar! Άνοιξα με μάτια που φλέγονταν και δάχτυλα που έτρεμαν το συρτάρι με τις βιντεοκασέτες και πλάι στην KODAK με τίτλο «ΑΕΚ Πρωτάθλημα 1991-1992» βρήκα μια σφραγισμένη RAKS ή JVC ή Polaroid ή ούτε που έχει σημασία. Καθώς άρχισα να γράφω στο βίντεο ό,τι κλιπ έπαιζε το κανάλι, ήλπιζα πως δεν ήταν κάτι τυχαίο και πως ένας νέος θαυμαστός κόσμος άνοιγε μπροστά μου. Κι όταν κατά τις 14:00 εμφανίστηκε η Λένα Αρώνη για να πει κάποια νέα καλλιτεχνικής φύσης με το μουσικό πρόγραμμα να αλλάζει σε άλλη μορφή, τότε με έζωσαν τα φίδια ότι απλά τους ξέφυγε κάποιος τρελαμένος εκεί μέσα και έβαλε παράτυπα ορισμένα indie βίντεο αλλά πια τον μάζεψαν και αυτό ήταν.
Την επόμενη μέρα σχόλασα 13:10 (όπως συνήθως) και με κατοστάρι α λα Μιχάλης Κασάπης ήμουν στο σαλόνι του σπιτιού στις 13:11. Άνοιξα την τηλεόραση και έβαλα το SEVEN X και ναιιιιιιι, εκείνη την στιγμή έπαιζε το “The Drowners” από Suede ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων! Η κασέτα άρχισε να γράφει και πάλι μέχρι τις 14:00 που έσκασε (όπως και την προηγούμενη μέρα) η Λένα Αρώνη. Και την επόμενη μέρα το ίδιο, και την μεθεπόμενη το ίδιο, και την επόμενη της μεθεπόμενης ξανά, κάθε μέρα εκτός από Σάββατο και Κυριακή, ROCK NOTES (έτσι λεγόταν η ζώνη) 13:00-14:00 στο SEVEN X. Εκεί άκουσα πρώτη φορά το "Cherub Rock" από Smashing Pumpkins, εκεί είδα και άκουσα το "Creep" από Radiohead πολύ πριν το σιχαθούμε κι εμείς και οι ίδιοι οι «Ραδιοκέφαλοι», εκεί ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με πραγματικά υψηλή οπτικοακουστική τέχνη όταν αντίκρυσα το “Human Behaviour” της Bjork το οποίο είχε σκηνοθετήσει ο Michel Gondry έντεκα ολόκληρα χρόνια προτού με αιχμαλωτίσει με την «Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού».
Εκεί είδα και άκουσα για πρώτη φορά Beck, Portishead, Massive Attack, Dinosaur Jr, PJ Harvey, Afghan Whigs, Elastica, Strangelove (κανονικό στοίχειωμα αυτό το Time For The Rest Of Your Life), My Life Story, Mansun, Kingmaker, Salad, Wannadies, Shed Seven και ένα κάρο πράγματα που κάποια από αυτά μπορεί να μην ακούω καν πλέον αλλά διαμόρφωσαν την μεγάλη μου αγάπη για την μουσική.
Γιατί στο τέλος τέλος τι θα ήταν ο κινηματογράφος χωρίς μουσική, τι θα ήταν τα ταξίδια χωρίς μουσική, τι θα ήταν ο έρωτας χωρίς μουσική, τι θα ήταν τα δωμάτια αναμονής χωρίς μουσική, τι θα ήταν ο χρόνος αναμονής στα τηλέφωνα χωρίς μουσική, τι θα ήταν τα ποτά χωρίς μουσική, τι θα ήταν οι γιορτές και οι χαρές χωρίς μουσική, τι θα ήταν οι λύπες (κλισέ) χωρίς μουσική, τι θα ήταν η νύχτα χωρίς μουσική, τι θα ήταν η μέρα χωρίς μουσική, τι θα ήταν η ριμάδα η ζωή χωρίς την μουσική που μας (καθ)όρισε.