Ήταν το 2013, εποχή απροσδιόριστη, μέρα σίγουρα βροχερή και συννεφιασμένη. Ακόμα μια άσκοπη περιπλάνηση στο κέντρο, από εκείνες που ξεχειλίζουν τις αναμνήσεις τις πρώιμης νεότητας, με τις ατελείωτες ώρες μιας σχολής που δεν παρακολουθείς για ξόδεμα. Το λογοτεχνικό υπόγειο του βιβλιοπωλείου της Πολιτείας δίνει πάντα πρόθυμο καταφύγιο σε αυτές τις ώρες, προμηθεύοντας τα κατάλληλα εφόδια για να τις διαβείς αλώβητος και να βγεις από αυτές δυνατότερος. Στις νέες ελληνικές εκδόσεις ένα ιδιαίτερο εξώφυλλο, ζωγραφισμένο θαρρείς στο χέρι με ξυλομπογιές - ένας τύπος με πικάπ και μια στοίβα δίσκους. Σιγά τα λάχανα, θα μου πεις. Είναι όμως μια ακαριαία επίκληση στο συναίσθημα κάθε νεαρού μουσικόφιλου που ψάχνει να διευρύνει τους μουσικούς ορίζοντες του και που γυρνάει τα αθηναϊκά στενά να βρει μαγαζάκι ν’ αλλάξει βελόνα στο παλιό πικάπ των γονιών του (το trend των ντιζαϊνάτων οικονομικών πικάπ ως απαραίτητου αξεσουάρ κάθε instagrammable γωνιάς του μέσου “ψαγμένου” σπιτικού ή concept store δεν έχει εδραιωθεί ακόμα και έτσι δεν έχει ξεκινήσει η αναβίωση της μαζικής παραγωγής turntables). Ίσως πάλι και να είναι το μπλουζάκι που φοράει ο τύπος στο εξώφυλλο – άσπρο t-shirt με στάμπα το χαρακτηριστικό ανρθωπόμορφο logo των Einsturzende Neubauten που είχε τατουάζ και ο φίλος μου ο Βασίλης – την μπάντα του Blixa Bargeld την είχα, μόλις πριν λίγα χρόνια, ανακαλύψει τυχαία με το ντοκιμαντέρ Babylon Berlin και από τη συναυλία τους στο Fuzz το 2010 με κρατάνε υπό τη στενή τους επήρεια. Ή ότι το εσώφυλλο με πληροφορεί ότι ο συγγραφέας είναι ο Μπάμπης Αργυρίου, ο άνθρωπος πίσω από το mic.gr. Πιθανότατα πάντως ήταν ο τίτλος, «Έχω όλους τους δίσκους τους» - είναι μια εποχή που δεν stream-άρουμε ακόμα, αγοράζουμε τη μουσική μας με τη φλόγα του επίδοξου συλλέκτη που είναι πολύ μικρός για να κατανοήσει πόσο μακριά απέχει από μια κατ΄ ελάχιστον σοβαρή διασκοθήκη και με τη συστηματικότητα ενός μικρού παιδιού που τακτοποιεί και καμαρώνει τα παιχνίδια του στο πάτωμα του δωματίου.
Όπως και να έχει αγοράζω το βιβλίο και φεύγω τρέχοντας να ανέβω την Χαριλάου Τρικούπη για το νούμερο δύο καταφύγιο, το παραδοσιακό καφενείο της Μουριάς στη γωνία της Καλλιδρομίου. Εκεί, με τζάμια να θολώνουν από την βροχή και τους καπνούς των τσιγάρων, ανάμεσα σε πολλούς παππούδες και μία και μόνη παρέα νεαρών σπουδαστών θεάτρου βουτάω στη ζωή του ιδιόρρυθμου μουσικόφιλου Σίμου Μπάνση που ξεσπάει τα μουσικά όνειρα που γεννάει η βαριά γνώση και αγάπη του για τη μουσική στο προσωπικό του ιστολόγιο και σε μια δουλειά τηλεφωνητή και παρότι ξέρει τι ειπώθηκε στη συνάντηση του Robert Wyatt με τον Vic Chesnutt, δεν διστάζει να κυνηγήσει κι άλλο τα όρια των μουσικών οριζόντων του όταν ερωτεύεται μια νεαρή dj σε αγαπημένο του μπαρ της Θεσσαλονίκης. Τρεις ώρες μετά βγαίνω από τη βουτιά με ένα κεφάλι φορτωμένο γλυκά με cult ιστορίες που συμβαίνουν ακόμα, με ανέκδοτα για τον Neil Young και τον Morissey, σκηνές από ταινίες του Νίκου Νικολαϊδη, το κυνήγι ενός ραδιοφωνικού demo και δεκάδες ονόματα και τραγούδια που πρέπει – θέλω οπωσδήποτε να ψάξω. Φυσικά ξέρω τον Syd Barrett, τους Stooges, την PJ Harvey και την οικογένεια Buckley, τον Άσιμο, τα Ξύλινα Σπαθιά και τα Μωρά στη Φωτιά. Και τους Sigur Ros και τους Mogwai. Αλλά όχι τους Husker Du, ούτε τους Pogues, ούτε τον Roky Erickson. Όχι τους TV on the Radio και τους Twilight Singers, ούτε τους Feelies και τους Lost Bodies. Και σίγουρα δεν γνώριζα την προϋπηρεσία του Bill Callahan στους Smog και του Henry Rollins σε παγωτατζίδικο πριν τους Black Flag. H βροχή είχε σταματήσει όμως πια και ο καιρός ήταν ιδανικός για να επιστρέψω στην Πολιτεία και να αγοράσω και το πρώτο βιβλίο του Αργυρίου Προτιμώ τα Παλιά τους και μετά καρφί για το Art Nouveau του Κοντογούρη, αναζητώντας την εξωτική hardcore δισκογραφία των Husker Du.
Χθες βράδυ, όταν «έσκασε» η είδηση για τον θάνατο του Μπάμπη Αργυρίου, εκείνη τη μέρα θυμήθηκα πρώτα, το βροχερό απόγευμα στη Μουριά με τον Σίμο Μπάνση στα γόνατα να μου δίνει ακόρεστα μουσικές ιστορίες. Τράβηξα το βιβλίο από τη βιβλιοθήκη, το ξεφύλλισα, στο κάτω μέρος του οπισθόφυλλου, διακριτικά γραμμένη η φράση "Όσο είμαι ακόμα εδώ" - ούτε που την είχα προσέξει τότε. Ένα απόκομμα εισιτηρίου από τον κινηματογράφο «Γαλαξία» για το φιλμ Νεμπράσκα, του Αλεξάντερ Πέιν γλίστρησε στο πάτωμα – μια από εκείνες τις ωραίες ταινίες που βλέπαμε με τον φίλο μου τον Βασίλη τότε που κλεινόμασταν σε κινηματογράφους σχεδόν κάθε δεύτερη μέρα. Σκέφτηκα ότι ο Μπάμπης Αργυρίου θα μπορούσε να είναι ο Σίμος Μπάνσης και ο Σίμος Μπάνσης θα μπορούσε να είναι ο φίλος μου ο Βασίλης, με το τατουάζ των Enisturzende Neubauten και τις σινεφίλ εμμονές του. Κάπως έτσι και κατά κάποιον τρόπο ένιωσα σαν να έχασα έναν φίλο – κι αυτό σε συνδυασμό με την έμφυτη δυσκολία επιτυχημένης, ανεπιτήδευτης και ρεαλιστικής urban μυθοπλασίας, ειδικά όταν ο μυθιστορηματικός σου ήρωας είναι ένα περίεργο μουσικό νέρντουλο λέει πολλά για τη δύναμη των λογοτεχνικών βιβλίων ενός φανταστικού μουσικογραφιά και μουσικάνθρωπου.
Ο Μπάμπης Αργυρίου ήταν ο Σίμος Μπάνσης, ήταν το Rollin Under για τους παλιούς φανζινάδες, και το Mic.gr για τους νεότερους μουσικογραφιάδες. Ήταν το Radio Free και η Lazy Dog Records, που τέντωσε το τόξο της -πρωτοπορώντας πάντα- από το σκληροπυρηνικό 80s punk των Γκούλαγκ μέχρι την εύθραυστη εναλλακτική ροκ κομψότητα των Raining Pleasure. H δε γραφή του έχει εκείνο το σπάνιο χάρισμα να ζωντανεύει στα αυτιά σου τη μουσική με την οποία καταπιάνεται, να σε κάνει να βλέπεις τους ανθρώπους που πλάθει να ακούνε αυτή τη μουσική στο διπλανό τραπέζι, στο DJ booth τα βράδια σε αγαπημένα μπαρ που έχουν πια κλείσει, στις ίδιες σου τις παρέες. Η εμβληματική μορφή του υπήρξε διακριτική και ήσυχη σε βαθμό αντιστρόφως ανάλογο της αναμφισβήτητης και τεράστιας σημασίας του για την εγχώρια ανεξάρτητη μουσική σκηνή. Η ουσιαστική, βαθιά, συστηματική, βιωματική σχέση του με τη μουσική δεν φώναξε ποτέ, μιλούσε ήρεμα, ευγενικά και ανεπιτήδευτα μέσα από τις πρώτες λέξεις που θα διάβαζες ή θα άκουγες στα βιβλία του Αργυρίου ή παλιότερα στις ραδιοφωνικές εκπομπές του.
Όσοι τον γνώριζαν προσωπικά κι έχουν μια ή πολλές ιστορίες να μοιραστούν μαζί του τις καταθέτουν από χθες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, σε μια από τις πιο λιτές και αληθινές αποχαιρετιστήριες εκδηλώσεις σεβασμού και αγάπης που έχουν γνωρίσει τα ελληνικά social media. Και όλοι εμείς υπόλοιποι, που τον γνωρίσαμε μέσα από σελίδες, δίσκους, λίστες και προτάσεις, και που η δευτερογενής μαρτυρία μας δεν ωφελεί σε τίποτα άλλο πέρα από το βγάλουμε λίγες ενστικτώδεις λέξεις από μέσα μας, το μόνο που μπορούμε και μένει να πούμε είναι μόνο κάτι τέτοιο, «Σίμο Μπάνση σε ευχαριστούμε για τα βιβλία και τη μουσική. Έχουμε όλους τους δίσκους σου».